Η τηλεμαχία των έξι που διεκδικούν την ηγεσία του ΠαΣοΚ ήταν όντως μια θετική και ενδιαφέρουσα εκδοχή τού διεκδικούμενου εδώ και χρόνια ανοιχτού, πολιτισμένου πολιτικού τηλεοπτικού διαλόγου. Τόλμησε και πρωτοτύπησε για ακόμη μια φορά το ΠαΣοΚ φανερώνοντας, παρά τις πολλές φθορές και την υποχώρηση διαρκείας, ότι διατηρεί στοιχεία και χαρακτηριστικά κόμματος εξουσίας. Οι διεκδικητές της ηγεσίας του άλλοτε κραταιού κόμματος είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν ελεύθερα μεταξύ τους, να απευθύνουν ερωτήσεις ο ένας στον άλλον, να κρίνουν, να επικρίνουν, να επικριθούν και να ανταπαντήσουν αιχμηρά ή απλώς αμυντικά, αλλά πάντα εντός πλαισίου ενός ανεκτού και κοινά αποδεκτού πολιτικού πολιτισμού.
Αυτοαποκαλύφθηκαν έτσι στο ευρύ κοινό, έδειξαν δυνάμεις, δυνατότητες, μα και αδυναμίες και ελλείμματα. Ηταν αυτή η καλή πλευρά της τηλεμαχίας, την οποία αναγνώρισαν οι περισσότεροι εκείνων που την παρακολούθησαν. Επί της ουσίας ωστόσο ο διάλογος μεταξύ των έξι δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει μετά πάθους ότι γοήτευσε το ευρύ κοινό, ότι απέδωσε έστω δύο ξεχωριστές ηγετικές προσωπικότητες ικανές να συνεγείρουν την κοινωνία και να δημιουργήσουν όντως ελπίδες αναγέννησης και ανασυγκρότησης της χώρας.
Ελειψαν, κατά βάση, από τον διάλογο το πολιτικό βάθος, η έμπνευση και η ανάδειξη ενός ευκρινούς οράματος και διακριτού σχεδίου για το μέλλον, μια πρόταση καθηλωτική, αδιαμφισβήτητη και ικανή να σταθεί απέναντι στην τρέχουσα του κ. Μητσοτάκη. Σκόρπιες ιδέες, δώθε κείθε, ατελείς, ανολοκλήρωτες, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, που δηλώνουν, αν μη τι άλλο, ελλείμματα ηγεσίας και επεξεργασίας.
Ο κ. Ανδρουλάκης ξέμεινε στη λογική των μικρών βημάτων που επέδειξε στα χρόνια της ηγεσίας του, ο φιλόδοξος κ. Δούκας στην κυριολεξία κατεστράφη κατερχόμενος σχεδόν απροετοίμαστος στην τηλεμαχία, η κυρία Διαμαντοπούλου, παρότι πιο έμπειρη, δεν κατάφερε να υπερβεί τη μακρά απουσία και σχεδόν συμπόρευσή της με τον κ. Μητσοτάκη, ο κ. Γερουλάνος, τυπικός και ίσως καλύτερα προετοιμασμένος από όλους αλλά χωρίς στόφα ηγετική, η κυρία Γιαννακοπούλου, διεκδικητική μεν αλλά απευθυνόμενη σε στενό κομματικό ακροατήριο, και ο κ. Κατρίνης, παρότι νέος, εμφανίστηκε θιασώτης της πρώτης Παπανδρεϊκής περιόδου, μη αποδεχόμενος ότι από το ’80 και εντεύθεν έχει γυρίσει πολλές φορές ο κόσμος ανάποδα.
Οπως σχολίασε και ένας παλαιός τού Κινήματος, ο διάλογος ήταν επιπέδου γενικών γραμματέων. Είναι αυτό ίσως πρόβλημα της τρέχουσας πολιτικής περιόδου και συνθήκης. Δεν υπάρχουν εκεί έξω πολιτικές προσωπικότητες έτοιμες να συγκροτήσουν οργανωμένα σχήματα, ικανά να συνθέσουν συνεκτικά, εσωτερικά συνεπή και εξωτερικά ασφαλή, με σαφείς στόχους και επιδιώξεις, ολοκληρωμένα πολιτικά σχέδια ανασυγκρότησης της οικονομίας, ανασύνταξης της κοινωνίας και αναγέννησης της χώρας. Και για αυτό οι συζητήσεις είναι ελλειπτικές, στενές και τα ακροατήρια περιορισμένα.
Ισως ορισμένοι να κρίνουν αυστηρή την κρίση και περιγραφή μας. Αλλά είναι ακριβές ότι οι έξι δεν φανέρωσαν ξεχωριστές πολιτικές ικανότητες, ούτε προσέφεραν εχέγγυα ηγεσίας, ικανά να συνεπάρουν τον λαό, να διαμορφώσουν προσδοκίες και να δημιουργήσουν ρεύματα κινητοποίησης και υποστήριξης στην ελληνική κοινωνία.