Με το πλήρωμα του χρόνου για τον κεντρώο πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού να επέρχεται κατά πάσα πιθανότητα εντός της αύριον, η Γαλλία προώρισται να μετατραπεί για πολλοστή φορά στην ιστορία της σε πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης.
Εκείνης τουλάχιστον της Ευρώπης που βλέπει τις μεν κοινωνικές ανισότητες να διευρύνονται ιλιγγιωδώς, τις δε πολιτικές δυνάμεις της να κατακερματίζονται διαιρούμενες με ρυθμούς αμοιβάδας.
Πολλοί βέβαια – θιασώτες κατά το πλείστον των αγγλοσαξονικών πολιτικών προτύπων – αρνούνται να αντλήσουν διδάγματα από τις εμπειρίες της πατρίδας της Γαλλικής Επανάστασης. Επιμένουν ότι οι απόγονοί της ήταν ανέκαθεν καθ’ έξιν γκρινιάρηδες και εκ πεποιθήσεως ανικανοποίητοι.
Παρεμπιπτόντως, οι πιο πονηροί και κατά τεκμήριο ανιστόρητοι επικαλούνται τη σοβούσα γαλλική πολιτική κρίση ως παράδειγμα προς αποφυγή, με την ελπίδα ότι θα συνετίσει όσους φλερτάρουν με την ιδέα μιας αρνητικής ψήφου διαμαρτυρίας, αψηφώντας τους κινδύνους δημιουργίας ενός αδιεξόδου καταλήγοντος σε ακυβερνησία.
Βιώνοντας εκ του σύνεγγυς την καθημερινότητα της γαλλικής κοινωνίας, δεν διαπιστώνω να υπάρχει παρόμοιο άγχος.
Μπορώ, ωστόσο, να φανταστώ ποια ίσως είναι τα επιφαινόμενα που φενακίζουν τις κατά τα λοιπά τεράστιες διαφορές που υφίστανται μεταξύ των δομών, των ταξικών διαστρωματώσεων, των αναπτυξιακών δυνατοτήτων, των θεσμικών λειτουργιών και των μορφωτικών προσλαμβανουσών της ελληνικής κονωνίας και των αντίστοιχων της γαλλικής. Οι όποιες άλλωστε ομοιότητες συνιστούν στην ουσία περισσότερο απλές αναλογίες παρά ταυτόσημες λειτουργίες και αντιλήψεις.
Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι, εκτός από τους γνωστούς ιστορικούς δεσμούς και τις συναισθηματικές ταυτίσεις, μεταξύ των δύο χωρών/λαών υπάρχουν και ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες που συνοδεύονται από ανάλογες πολιτικές συμπεριφορές προσφερόμενες για παραλληλισμούς που δεν είναι πάντα αδόκιμοι.
Τέτοιος είναι για παράδειγμα ο κρατισμός και ο εξισωτισμός που εξακολουθεί, αν όχι να κυριαρχεί, πάντως να χαρακτηρίζει τις πολιτικές και κοινωνικές παραδόσεις και στις δυο χώρες και όχι μόνο στους χώρους της Αριστεράς.
Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων όλων των αναλογιών, και για τα πάθη, τα προσωπικά και όχι μόνο τα πολιτικά, που εξακολουθούν να ενδημούν τόσο στην ελληνική όσο και στη γαλλική πολιτική ζωή. Στη γαλλική λιγότερο γιατί η πολιτικοποίηση είναι εκεί εντονότερη και η προσωποποίηση σπανιότερη.
Και στις δύο, ωστόσο, περιπτώσεις οι ανταγωνισμοί δημιουργούν καταστάσεις όπου δύσκολα ξεχωρίζουν οι προσωπικές από τις παραταξιακές αντιθέσεις ή χαράσσονται στρατηγικές με αμιγώς πολιτικά κριτήρια.
Από αυτή την άποψη, η εμπειρία της πολιτικής κρίσης στη Γαλλία είναι αποκαλυπτική του ρόλου που παίζουν στις πολιτικές εξελίξεις αστάθμητοι (;) παράγοντες, όπως είναι η προσωπικότητα ενός πολιτικού αρχηγού. Επιβεβαιώνοντας πλήρως τη γνωστή δημώδη έκφραση «το γινάτι βγάζει μάτι», η περίπτωση Μπαϊρού είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστική.
Αρχισε επωφελούμενος της πτώσης του προκατόχου του Μπαρνιέ για να αξιώσει από τον πρόεδρο Μακρόν να τον διορίσει πρωθυπουργό του υπό την απειλή της άρνησης της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε οποιονδήποτε άλλον εκ των συνοδοιπόρων του ο πρόεδρος της Δημοκρατίας επέλεγε ως προϊστάμενο της κυβέρνησής του.
Την ίδια ώρα που ονειρευόταν να είναι ο Πιερ Μαντές Φρανς του 21ου αιώνα, προτίμησε να βελτιώσει τις ήδη πολύ καλές σχέσεις του με τη Μαρίν Λεπέν και την πατριωτική Ακροδεξιά, παρά να ανοιχτεί σε μια συνεργασία με το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, από τη στήριξη του οποίου εξαρτιόταν η αναγκαία για την επιβίωσή του σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το γινάτι του, ωστόσο, απέναντι σε μια παράταξη που αντιμετώπιζε ανέκαθεν ανταγωνιστικά δεν τον άφησε καν να τη συμπεριλάβει στις διαβουλεύσεις του καλοκαιριού, ενώ συνέχιζε να διατείνεται ότι διαθέτει κατ’ αποκλειστικότητα μία θαυματουργή μέθοδο εξασφάλισης πολιτικών συναινέσεων για την αποφυγή της υπερχρέωσης της γαλλικής οικονομίας.
Από προσωπικό γινάτι πήρε, τέλος, κατά τα φαινόμενα την πρωτοβουλία να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Εθνοσυνέλευση ενώ οι δημοσκοπήσεις βοούσαν εδώ και καιρό ότι η κοινή γνώμη τον αξιολογούσε ως τον πιο αντιδημοφιλή πρωθυπουργό της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Από γινάτι προφανώς αισιοδοξεί μέχρι και σήμερα ότι θα μπορέσει τελικά να μεταστρέψει ως εκ θαύματος όχι μόνο την κοινή γνώμη, αλλά και τις ειλημμένες αποφάσεις των εκτός μακρονικού μπλοκ κοινοβουλευτικών κομμάτων, κερδίζοντας την τελευταία στιγμή τη μάχη της ψήφου εμπιστοσύνης.
Υπάρχει τέτοια περίπτωση;
Θεωρητικά τίποτα δεν αποκλείεται, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι πλην της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης και της ακροαριστερής Ανυπότακτης Γαλλίας κανένας άλλος κομματικός σχηματισμός δεν έχει λόγο να βιάζεται να έρθει το Πάσχα της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.
Πολύ δε λιγότερο εύχεται να παραιτηθεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας για να προκηρυχθούν πρόωρες προεδρικές εκλογές και να προστεθεί χάος στο χάος προς το οποίο θα οδεύσει η Γαλλία σε περίπτωση που ένα κίνημα τύπου «κίτρινων γιλέκων» αναβιώσει στον δρόμο προς τις προγραμματισμένες για το 2027 προεδρικές εκλογές.
Από γινάτι, όμως, ενδέχεται και κάποιοι άλλοι παράγοντες της γαλλικής δημόσιας ζωής να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Νικολά Σαρκοζί που, μην έχοντας συγχωρήσει στον Μπαϊρού το γεγονός ότι τάχθηκε υπέρ της ανθυποψήφιάς του Σεγκολέν Ρουαγιάλ στις προεδρικές εκλογές του 2012, προτείνει την άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Παρόμοιο είναι, άλλωστε, και το γινάτι του Φρανσουά Ολάντ, που διερωτήθηκε προχθές δημοσίως πώς είναι δυνατόν ο πρόεδρος Μακρόν να επέτρεψε στον Μπαϊρού να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Εθνοσυνέλευσης.
Παρά ταύτα, ίσως να αποδειχθεί ότι το αυτοκαταστροφικότερο γινάτι παραμένει παραδόξως αυτό ενός παραδοσιακού κεντρώου πρωθυπουργού, που μην αντιλαμβανόμενος τι θέλουν και σε ποια όρια έχουν φθάσει οι συμπατριώτες του, προκαλεί τη συναισθηματική τους νοημοσύνη θέτοντάς τους προ του αψυχολόγητου διλήμματος «ή εγώ ή το χάος».
Κι αυτό μάλιστα σε μια χώρα που μοιάζει απλώς να μην αντέχει άλλο την αδικία που συνιστά η άρνηση της μειοψηφίας των δισεκατομμυριούχων, που έγιναν πλουσιότεροι επί Μακρόν, να μοιραστεί με τους πολλούς τα βάρη και τις θυσίες που απαιτούνται για να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας κρίσης χρέους με ανυπολόγιστες συνέπειες για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που αυτή τη φορά προβλέπεται το μεν πολιτικό αδιέξοδο να παραταθεί επ’ αόριστον, το δε δημοκρατικό μέτωπο εναντίον της Ακροδεξιάς να μην ανασυσταθεί ενόψει των επόμενων προεδρικών εκλογών, λειτουργώντας ως ανάχωμα στην προέλαση προς την εξουσία των πάλαι ποτέ απομονωμένων αντιδραστικών δυνάμεων.
Πολύ δε περισσότερο που στην άλλη πλευρά των Αλπεων το εγχείρημα Μελόνι δρέπει όχι μόνο πολιτικές αλλά και οικονομικές δάφνες, με αποτέλεσμα να αποδαιμονοποιείται έτι περαιτέρω η απειλή της ανόδου της Ακροδεξιάς στην εξουσία.
Σε μια χώρα που ούτως ή άλλως εξακολουθεί να νοσταλγεί τις δόξες του παρελθόντος ιστορικού μεγαλείου της και δεν συμβιβάζεται με τη ζώσα γεωστρατηγική πραγματικότητα, η ιδέα της έκπτωσής της από την κατηγορία της τής είναι αφόρητη. Οπως αφόρητη είναι για την κοινωνική πλειοψηφία της η ιδέα να θυσιαστεί για ένα οικονομικό μοντέλο που δεν λειτουργεί.
Εξ ου και ο θυμός της ξεχειλίζει σε όλες τις δημοσκοπήσεις, καθιστώντας μάταιες τις προσπάθειες παραγωγής και των ελάχιστων έστω πολιτικών συναινέσεων.
Ο κ. Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος.






