Η παγωνιά σε κάνει να αισθάνεσαι αδύναμος, ευάλωτος. Ο καύσωνας όμως σε ξεφτιλίζει. Βλέπεις την ηρεμία και την αξιοπρέπειά σου να εξατμίζονται πάνω στην άσφαλτο. Μαζί με τον ιδρώτα χάνεις και κομμάτια του εαυτού σου. Και έρχονται εκείνες οι νύχτες που, αν δεν διαθέτεις κλιματιστικό, τυλίγεσαι με βρεγμένα σεντόνια, ανοίγεις διάπλατα τα παράθυρα και προσφέρεις το κορμί σου βορά στα φτερωτά πλάσματα της νύχτας.

Γνωρίζω ανθρώπους που, ακόμα και σήμερα, αποφεύγουν την εγκατάσταση κλιματιστικού. Ξεραίνει την ατμόσφαιρα, λένε. Προκαλεί ψύξεις. Μου είναι αδιάφορο. Κλείνω ερμητικά τα παράθυρα, ρυθμίζω τη θερμοκρασία στους 24 βαθμούς και το πρωί το μόνο που με διακρίνει από ένα πτώμα στο νεκροτομείο είναι ότι εγώ τουλάχιστον ανοιγοκλείνω τα μάτια.

Πιστεύω δε ότι η Ιστορία δεν έχει αναδείξει επαρκώς τη συμβολή του εφευρέτη Γουίλις Κάριερ στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ο Κάριερ κατασκεύασε το πρώτο κλιματιστικό το 1902. Το περιοδικό «Time» τον συμπεριέλαβε στους πιο επιδραστικούς ανθρώπους του 20ού αιώνα. Θα ήταν δίκαιη και μία αντίστοιχη πρωτοβουλία από το Βατικανό και το Φανάρι. Γιατί ο Κάριερ ήταν ένας άγιος. Η άλλη όψη του νομίσματος που στη μία πλευρά φέρει τον Προμηθέα.

Θυμάστε τις εποχές χωρίς κλιματισμό; Πώς, αλήθεια, επιβιώναμε; Κάποιοι λένε ότι ήταν ο καιρός διαφορετικός και η ζέστη πιο ανθρώπινη. Ενδεχομένως να είναι και έτσι. Ομως σήμερα ο κλιματισμός έχει φτιάξει ατμόσφαιρα για ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου. Πόσοι από μας θα άντεχαν να σταθούν, κάτω από καύσωνα, σε μποτιλιάρισμα, χωρίς κλιματισμό; Υποθέτω κάποιοι οδηγοί ταξί το κάνουν και τώρα, αλλά, ως γνωστόν, μιλάμε για ειδικές περιπτώσεις. Να κάνεις τη διαδρομή Θεσσαλονίκη – Αθήνα με αυτοκίνητο χωρίς air condition και υδραυλικό τιμόνι, με ανοιχτά παράθυρα, πάνω στο ξυράφι της παλιάς εθνικής οδού. Αυτό σήμερα δεν το κάνει ούτε κασκαντέρ. Αργότερα εμφανίστηκε εκείνη η πατέντα με τους ανεμιστήρες που έπαιρναν ρεύμα από τον αναπτήρα του αυτοκινήτου – το απόλυτο γκάτζετ. Να μπαίνεις σε τράπεζα ή σε δημόσια υπηρεσία για να στηθείς στην ουρά των άθλιων ιδρωμένων, μπροστά σε υπαλλήλους που μοιράζονται έναν ανεμιστήρα, ανεμίζουν βεντάλιες και σφουγγίζουν τον ιδρώτα με λευκό μαντίλι που φέρει γαλάζιο περίγραμμα. Πώς έγινε και γλιτώσαμε τα φονικά τότε; Κάποιους βέβαια τους έπαιρνε ο χάρος. Στον καύσωνα του 1987 πέθαναν 1.300 άνθρωποι. Ξεψυχούσε ο γέροντας στο σπίτι, δίπλα στην ακίνητη κουρτίνα του παραθύρου και μετά οι γείτονες έψαχναν να φέρουν τα παιδιά του από τις διακοπές. Πόσες ζωές θα γλίτωνε τότε ο κλιματισμός; Μπορεί και τις 1.300.

Αυτές τις μέρες ζούμε λες και ο Κιμ ή Βλαδίμηρος πάτησαν το κουμπί. Ταμπουρωμένοι στα σπίτια, με μηχανική υποστήριξη από τον κλιματισμό. Και, ξέρετε, όλο αυτό κάνει την τραγωδία μας να δείχνει διαχειρίσιμη. Βρήκαμε έναν εύκολο, σχεδόν ατομικό, τρόπο να αντιμετωπίζουμε την κλιματική αλλαγή, και αυτό μας καθιστά αδιάφορους για όσα προκαλούμε στον πλανήτη. Δεν μας ενδιαφέρει να κατασκευάσουμε βιοκλιματικά σπίτια. Ούτως ή άλλως θα εγκαταστήσουμε κλιματιστικό. Και έτσι κλεινόμαστε στα κουβούκλια προστασίας, ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία και παριστάνουμε ότι ζούμε μια πιο άνετη ζωή, ενώ, στην πραγματικότητα, πεθαίνουμε έναν πιο ήσυχο θάνατο.