Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τον διάλογο που ξεκίνησε με αφορμή το πρόσφατο ατύχημα στο Κολωνάκι, με το τζιπ που κύλησε στην κατηφόρα και πήρε σβάρνα τα τραπεζοκαθίσματα εστιατορίου μαζί με τους πελάτες.

Θα το λέγαμε αδιανόητο, αν δεν είχε συμβεί – δεν μπορούμε όμως, γιατί συνέβη και μπορούμε πια να το διανοούμαστε. Επειτα από αυτό φαντάζομαι ότι δεν πρέπει να είμαι ο μόνος που αν αποφάσιζα να καθίσω σε ένα τραπέζι εξωτερικού χώρου, σε επικλινές πεζοδρόμιο, το πρώτο που θα έκανα θα ήταν να τσεκάρω τι μπορεί να μου έρθει από την ανηφόρα. Ευτυχώς δεν είχαμε νεκρούς, να λέμε, παρ’ όλα αυτά όμως η εντύπωση που προκάλεσε το συμβάν ήταν μεγάλη.

Δεν είναι τυχαίο ότι από το συμβάν ερεθίστηκε και η λαϊκή μούσα, που παρήγαγε ήδη την πρώτη παροιμία εμπνευσμένη από το συμβάν: «Βαρύ το δείπνο τα μεσάνυχτα, βαρύτερο όμως το τζιπ που ροβολάει».

Θα αναρωτιούνται οι επόμενες γενιές γιατί το λέμε αυτό. Θα καταλαβαίνουν το νόημα της φράσης και πώς τη χρησιμοποιούμε, δεν θα γνωρίζουν όμως τη σκοτεινή προέλευσή της. Σκοτεινή, κατά κυριολεξία, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το τζιπ ήταν μαύρο «σαν καλιακούδα» (μια και ξύπνησα τη λαϊκή μούσα…) και το ατύχημα συνέβη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Βγήκε μέσα από το σκοτάδι. Ακουσα και το άλλο: «Πέρνα καλά αφού μπορείς, δεν ξέρεις τι τζιπ σου έρχεται από την ανηφόρα».

Η έμφαση, λοιπόν, στον διάλογο για το περιστατικό δίνεται από τους περισσότερους στη χρήση και την κατάχρηση του δημόσιου χώρου. Τα περισσότερα σχόλια που διάβασα εκεί εστιάζουν την ουσία του θέματος, κάνουν όμως λάθος.

Ο δημόσιος χώρος ποτέ δεν αποτελούσε αξία του Υπαρκτού Ελληνισμού, ιδίως στα χρόνια της δημοκρατικής του ωρίμασης, δηλαδή μετά το 1981. Αντιθέτως, στο συγκεκριμένο περιστατικό του Κολωνακίου είχαμε κάτι πολύ σοβαρότερο, κάτι το οποίο το ένιωσαν οι περισσότεροι στο μεδούλι τους, που λέμε, έστω και αν δεν είναι σε θέση να το συνειδητοποιήσουν.

Και είναι για τον λόγο αυτόν, εκτιμώ, που το γεγονός προκάλεσε τόσο βαθιά εντύπωση. Είχαμε τη σύγκρουση δύο βασικών, θεμελιωδών αξιών του πολιτισμού μας.

Από τη μια πλευρά, έχουμε το απόλυτο σύμβολο επιτυχίας και καταξίωσης: η «ιδιωτική κούρσα», όπως το έλεγαν μετά τον πόλεμο και μπορείτε ακόμη να ακούσετε τη φράση στις ταινίες της εποχής.

Το αυτοκίνητο είναι η ατράνταχτη απόδειξη της επιτυχίας για εμάς τους Ελληνες, επειδή, ως εξυπνότερος λαός του κόσμου, καταλαβαίνουμε αμέσως ότι το αυτοκίνητο, ως εκ της φύσεώς του κινητό αντικείμενο, προσφέρεται περισσότερο για επίδειξη πλούτου από ό,τι το σπίτι.

Το σπίτι σου δεν μπορείς να το περιφέρεις – εκτός αν ζεις σε τροχόσπιτο. Το αυτοκίνητο όμως μπορείς.

Βέβαια, το ίδιο ακριβώς το καταλαβαίνουν και στους καταυλισμούς της «ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας». Και εκεί θα δείτε πολυτελή αυτοκίνητα γερμανικής κατασκευής δίπλα σε τσαντίρια και αξιοθρήνητα παραπήγματα, όπως και παντού στον Τρίτο Κόσμο. Αυτό όμως δεν μειώνει σε τίποτα την εξυπνάδα των Ελλήνων.

Παραμένουμε πρωτοπόροι στον τομέα, η Ελλάδα είναι leader στον Τρίτο Κόσμο. Είμαστε τόσο πετυχημένοι, ώστε έχουμε πείσει τους Ευρωπαίους ότι είμαστε μια παραλλαγή τους. Δεν το λες ευκαταφρόνητο κατόρθωμα αυτό.

Επιπλέον, δεν μιλάμε για ένα κοινό αυτοκίνητο. Μιλάμε για ένα τερατώδες τζιπ, μοντέλο της Μερσεντές, της μάρκας που έγινε το απόλυτο σύμβολο επιτυχίας τις πρώτες δεκαετίες μετά τη Μεταπολίτευση. Και μάλιστα το μεγάλο μοντέλο, αυτό με τις τρεις σειρές καθίσματα, που ζυγίζει σχεδόν τρεις τόνους! Γι’ αυτό, αν προσέξατε στο βίντεο, έρχεται με μεγάλη φόρα στους ανυποψίαστους θαμώνες.

Μάλιστα τα τζάμια, στο πλάι και πίσω, ήταν τελείως σκούρα, που σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του ένιωθε πολύ σπουδαίος, ώστε να πρέπει να προστατεύσει την ιδιωτικότητά του από τα αδιάκριτα βλέμματα θαυμαστών και περίεργων.

Δεν θα μπορούσε να ήταν ισχυρότερο το σύμβολο που έπεσε πάνω στους άτυχους δειπνοσοφιστές – χρησιμοποιώ τον όρο με σεβασμό στα θύματα, γιατί εκείνη την ώρα μάλλον η συζήτηση και η παρέα τούς κρατούσαν στο τραπέζι.

Από την άλλη πλευρά, σε αυτή τη σύγκρουση είχαμε το περιλάλητο και χιλιοτραγουδισμένο εμπορικό δαιμόνιο του Ελληνα. Αυτό που κάποτε το εξιδανίκευε η εκπαίδευση και σήμερα το έχουμε μετονομάσει σε επιχειρηματικότητα.

Σωστά το λέγαμε έτσι, γιατί εμπορικό δαιμόνιο είναι να φτιάχνεις μια σταλιά μαγαζί κι απ’ έξω να απλώνεις μια σειρά τραπεζοκαθίσματα και μάλιστα σε μια πόλη χωρίς πεζοδρόμια. Ούτε αυτό είναι ευκαταφρόνητο επίτευγμα. Αυτά τα δύο λοιπόν συγκρούστηκαν τα μεσάνυχτα της περασμένη Παρασκευής προς Σάββατο στο Κολωνάκι. Εδώ βρίσκεται η ουσία του θέματος, όχι στον δημόσιο χώρο.

Βέβαια, ας μην παραβλέπουμε ότι από την παραλίγο τραγωδία προέκυψε και κάτι προς όφελος του γενικού συμφέροντος: Ξεριζώθηκε ένα ολόκληρο δέντρο. Επομένως, απελευθερώθηκε χώρος για να εξαπλωθεί το εμπορικό δαιμόνιο…

ΤΡΑΠΕΖΑΚΙΑ ΕΞΩ

Τον λεγόμενο δημόσιο χώρο τον ιδιοποιούνται πρώτοι και καλύτεροι οι δημόσιοι φορείς που έχουν την ευθύνη της διαχείρισής του. Δεν αμφιβάλλω, θέλω να πω, ότι το άλφα ή το βήτα κατάστημα διατηρεί νομίμως τα τραπεζοκαθίσματα στο πεζοδρόμιο που καταλαμβάνει.

Η δημοτική αρχή, όμως, που παραχώρησε την άδεια, εμπορεύεται τον χώρο σαν να μην προοριζόταν ποτέ για πεζούς, σαν να μην ήταν ποτέ δημόσιος σε τελευταία ανάλυση. Τον βλέπει ως πηγή προσόδων και ως τέτοιο τον εμπορεύεται. Πόσα τραπέζια θέλεις, άνθρωπέ μου; Δέκα, είκοσι; Οσα μπορείς να στριμώξεις τέλος πάντων; Πληρώνεις και τα παίρνεις νομίμως.