Το ελληνικό κομματικό σύστημα έχει χάσει τα χαρακτηριστικά της σταθερότητας και της ανθεκτικότητας που το χαρακτήριζαν στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, προτού ξεσπάσει η οικονομική κρίση. Η βαθιά αποδυνάμωση του δικομματισμού, η αποσυσπείρωση των κυβερνητικών κομμάτων, αν και με διαφορετικό τέμπο και έκταση για το καθένα από αυτά, καθώς και η διάβρωση των μακροχρόνιων κοινωνικών διαιρέσεων (social cleavages) έχουν μεταβάλει ριζικά το κομματικό τοπίο. Οι κοινωνικές διαιρέσεις που άλλοτε διαχώριζαν με διχοτομικό τρόπο τις κοινωνικές ομάδες βάσει δομικών και πολιτισμικών διαφορών, ευθυγραμμίζοντάς τες σε οργανωτικό επίπεδο με συγκεκριμένα κόμματα και προσδίδοντας σε αυτή την ευθυγράμμιση σταθερά και παγιωμένα χαρακτηριστικά, έχουν πλέον αμβλυνθεί σημαντικά.

Η διαίρεση «Δεξιάς-Αντιδεξιάς», όπως την έχει αναλύσει ο Γεράσιμος Μοσχονάς [«Η διαιρετική τομή δεξιάς – αντιδεξιάς στη Μεταπολίτευση», στο Ν. Δεμερτζής (επιμ.), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, εκδ. Οδυσσέας, 1994], αποτέλεσε τη βασικότερη πολιτική τομή της Μεταπολίτευσης, διαμορφώνοντας τόσο τη δομή του κομματικού ανταγωνισμού όσο και τις πολιτικές και κομματικές ταυτότητες στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Σε αντίθεση με την κλασική διαίρεση «Δεξιάς-Αριστεράς», η κύρια τομή της Μεταπολίτευσης δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά σε κοινωνικο-οικονομικά διακυβεύματα. Ενσωμάτωνε, παράλληλα, ιστορικά βιώματα – όπως εκείνο του Εμφυλίου –, μαζί με παράπονα, τραύματα και συναισθήματα που τα υποκείμενα κουβαλούσαν είτε ως βιωμένες προσωπικές εμπειρίες είτε ως ψυχικό αποτύπωμα του ασυνείδητου. Μέσα σε αυτό που ο Ευάγγελος Βενιζέλος [«Μια θεσμική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης» στο Κώστας Κωστής – Σωτήρης Ριζάς (επιμ.), Ιστορίες της Μεταπολίτευσης, εκδ. Πατάκη, 2025] αποκαλεί «θεσμικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης» – εν τέλει σε ένα περιβάλλον σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας –, τα στοιχεία αυτά λειτούργησαν ως πρώτη ύλη για την παγίωση των κομματικών συσπειρώσεων και τη διαμόρφωση των πολιτικών και κομματικών ταυτοτήτων.

Η οικονομική κρίση που αποτυπώθηκε εμπειρικά στο εκλογικό «λουτρό αίματος» της διπλής αναμέτρησης του Μαΐου / Ιουνίου 2012, δεν ανέτρεψε μόνο τη σταθερότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού φέρνοντας τη χώρα «στην άκρη του γκρεμού» (Γιάννης Βούλγαρης, Ελλάδα 2007-2019, εκδ. Μεταίχμιο 2025). Συγχρόνως επέφερε το «ξεπάγωμα» (defreezing) των παραδοσιακών διαιρετικών τομών αποδιαρθρώνοντας τον κομματικό ανταγωνισμό και ενισχύοντας τη ρευστότητα του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Η μετεωρική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής υπήρξαν ενδεικτικά συμπτώματα αυτής της ανακατάταξης, στην οποία νέα διαιρετικά ζητήματα – κυρίως η σχάση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο –, αλλά και ένα νέο μοντέλο τοξικής πολιτικής αντιπαράθεσης επαναπροσδιόρισαν τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων.

Παρότι σήμερα έχουν απομείνει ελάχιστα ίχνη από τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής και οι δυνάμεις που επωφελήθηκαν από την περίοδο των ανακατατάξεων έχουν σε μεγάλο βαθμό αποδυναμωθεί ή και εξαφανιστεί, η ρευστότητα, ο κατακερματισμός και η αστάθεια εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν το ελληνικό κομματικό σύστημα, καθιστώντας το περισσότερο απρόβλεπτο και ευάλωτο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη διάρκεια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα δεν βρέθηκε και πιο πριν αντιμέτωπη με κρίσιμες καμπές. Ωστόσο, ακόμη και στα πλέον δύσκολα και διαχειριστικά υπεραπαιτητικά momenta της περιόδου μέχρι και το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους – τέτοια ήταν το σκάνδαλο Κοσκωτά και η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, η κρίση των Ιμίων και το χρηματιστηριακό κραχ του 1999 – υπήρχαν κάποιοι συστημικοί σταθεροποιητικοί μηχανισμοί που, παρά τις αναταράξεις, απέτρεπαν τις ριζικές ανατροπές στο πολιτικό σύστημα.

Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά το γεγονός ότι μέχρι και πριν την οικονομική κρίση, ο πολιτικός ανταγωνισμός εξελισσόταν κυρίως στο κέντρο της πολιτικής αρένας. Παρά την κατά καιρούς έντονη πολιτική πόλωση, η δυναμική του ανταγωνισμού διατηρούσε κεντρομόλο φορά, συγκρατώντας τον προσανατολισμό των κομμάτων του δικομματισμού – που την περίοδο της ακμής τους συσπείρωναν αθροιστικά περισσότερο από το 80% των ψήφων – προς το πολιτικό κέντρο. Αυτός ο κοινός κεντρώας κατεύθυνσης προσανατολισμός αποτυπωνόταν και στις θεμελιώδεις πολιτικές επιλογές της χώρας, όπως ήταν η ένταξη στην ΕΕ αλλά και η παραμονή της στην Ευρωζώνη, στις οποίες τα κόμματα της διακυβέρνησης παρέμειναν προσηλωμένα παρά τις διαφοροποιήσεις στα πολιτικά τους αφηγήματα και στις πολιτικές τους στρατηγικές και στοχεύσεις.

Ο κατακερματισμός, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη ενίσχυση των άκρων, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κομματικού συστήματος στην ύστερη φάση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Οπως και κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, έτσι και τώρα που έχουμε υπερβεί τα γρανάζια της, ο πολιτικός ανταγωνισμός εμφανίζει μια έντονη κεντρόφυγο δυναμική. Η αντίληψη, ωστόσο, ότι τα κόμματα που κερδίζουν έδαφος είναι εκείνα που διαθέτουν αντισυστημικά χαρακτηριστικά παραμένει αμφιλεγόμενη. Αντί να εκληφθεί ως ένας αόριστος και χαλαρός όρος, η έννοια της αντισυστημικότητας, όταν οριστεί αυστηρά, αναφέρεται σε κόμματα που έχουν αποξενωθεί από το σύστημα και απορρίπτουν τις θεμελιώδεις αρχές, αξίες και πεποιθήσεις του. Στη σημερινή συγκυρία, ωστόσο, φαίνεται δημοσκοπικά να βγαίνουν κερδισμένα εκείνα τα κόμματα, τόσο στα δεξιά (Ελληνική Λύση) όσο και στα αριστερά (Πλεύση Ελευθερίας) του πολιτικού φάσματος, που κινούνται οπορτουνιστικά προσαρμόζοντας τη ρητορική και τη στρατηγική τους στην εκλογική αγορά. Πρόκειται για κόμματα που δεν προβάλλουν ούτε επιδιώκουν να υλοποιήσουν κάποια δική τους ατζέντα αλλά πλαισιώνουν δημαγωγικά μια ήδη υπάρχουσα και πολιτικά «ορφανή» εκλογική ζήτηση.

Η δυναμική που αναπτύσσεται μέσα σε αυτό το κομματικό τοπίο είναι ασταθής και χωρίς σαφή κατεύθυνση. Αν και παρατηρούνται μετακινήσεις ψηφοφόρων και ανακατατάξεις στις κομματικές ισορροπίες – με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκλογική εκτίναξη της Πλεύσης Ελευθερίας –, αυτές δεν ακολουθούν μια πορεία σταθεροποίησης ή διαμόρφωσης μιας νέας τομής. Ο κομματικός ανταγωνισμός παραμένει ρευστός και αποδιαρθρωμένος, χωρίς σταθερή και προβλέψιμη δομή, ενώ η εκλογική συμπεριφορά των πολιτών δείχνει ιδιαίτερα ευμετάβλητη, καθοδηγούμενη από συγκυριακούς παράγοντες. Η άνοδος των κομμάτων που λειτουργούν ως φορείς διαμαρτυρίας και εναντίωσης στο κατεστημένο δεν αποτελεί ένδειξη μιας νέας τάσης, αλλά επιβεβαιώνει τη ρευστότητα και προσωρινότητα των κομματικών επιλογών, καθώς και την απουσία ισχυρών πολιτικών ταυτοτήτων.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του ΕΚΚΕ.