Συχνά πλέον, οι ιστορίες των κομμάτων στον ύστερο μεταψυχροπολεμικό κόσμο δεν είναι σπαρμένες με ροδοπέταλα. Η ραγδαία υποχώρηση της εκλογικής δύναμης ιστορικών κομμάτων του δεξιού και αριστερού φάσματος, οι βαριές απώλειες οργανωμένων κομματικών μελών, η σμίκρυνση της πολιτικής επιρροής των κομμάτων εν γένει και η αποτυχία να εμπνεύσουν τους νέους ή να προσελκύσουν αυτοδημιούργητες προσωπικότητες εκτός κομματικού σωλήνα, που δεν είναι εφήμερες μιντιακές διασημότητες, συνθέτουν μια εικόνα βαθιάς κρίσης αντιπροσώπευσης.

Στην Ελλάδα, τα πράγματα είναι μάλλον ακόμη πιο έντονα. Η κρίση αντιπροσώπευσης συνοδεύτηκε από ένα κανονικό εκλογικό «λουτρό αίματος» για τα καθιερωμένα κόμματα στις εκλογές του Μαΐου 2012. Η ατμομηχανή του δικομματισμού της Μεταπολίτευσης, ΝΔ και ΠαΣοΚ, απώλεσε συνολικά πάνω από 45 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ Οκτωβρίου 2009 και Μαΐου 2012. Για το ΠαΣοΚ, η κάθετη πτώση συνεχίστηκε και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, φθάνοντας στο εκλογικό του ναδίρ στην αναμέτρηση του Ιανουαρίου 2015, όταν η δύναμή του υποχώρησε κάτω από το 5%.

Στη διεθνή βιβλιογραφία, αυτό το είδος εκλογικής συντριβής έχει καταγραφεί με τον όρο Pasokification, που περιγράφει την εκλογική κατάρρευση κομμάτων του κεντροαριστερού φάσματος, συνοδευόμενη συχνά από ταυτόχρονη ενίσχυση (κεντρο-)δεξιών ή και ακροδεξιών κομματικών σχηματισμών.

Ακόμη κι αν μια τέτοια εκλογική συντριβή μπορεί να ανακοπεί ή να υπάρξει κάποια μορφή ανάκαμψης, το σοκ της πτώσης αφήνει ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα. Τέτοια κόμματα είναι βαθιά λαβωμένα στην εικόνα τους στα μάτια των εκλογέων· η φθορά τους είναι δύσκολα αναστρέψιμη και αυτό όχι κυρίως επειδή φταίει ο/η εκάστοτε αρχηγός, τα στελέχη ή η στρατηγική του κόμματος, αλλά επειδή πρωτίστως μια τόσο βαθιά πτώση στην πολιτική συνεπάγεται απομυθοποίηση και αποκαθήλωση. Οταν ένα κόμμα που υπήρξε συνώνυμο της δύναμης και της επιτυχίας ταυτιστεί με την αδυναμία ως παρατεταμένη κατάσταση, δύσκολα ανακτά το κύρος του και ξαναχτίζει ένα δυνατό και πειστικό πολιτικό brand name που σηματοδοτεί μια επιστροφή σε ένα προηγούμενο πολιτικό και εκλογικό status.

Η απώλεια δύναμης των ιστορικών κομμάτων συνοδεύεται από απελευθέρωση πολιτικού χώρου για ξαναμοίρασμα της εκλογικής τράπουλας αλλά και για την εμφάνιση νέων πολιτικών σχηματισμών. Ούτε, όμως, αυτός ο δρόμος είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Ενα βίωμα εκλογικής συντριβής, όπως αυτό της αναμέτρησης του Μαΐου 2012, είναι μια τραυματική εμπειρία που εμποτίζει με παρατεταμένη δυσπιστία το εκλογικό σώμα. Η αποσύνδεση των ψηφοφόρων από τα κόμματα βαθαίνει γιατί λειτουργεί ως ένας αμυντικός μηχανισμός των εκλογέων: τη θέση των κομματικών ταυτίσεων που σφυρηλατήθηκαν μέσα στον χρόνο καταλαμβάνουν πιο εφήμερες, ασθενείς και αναλώσιμες συνδέσεις, χωρίς υπόβαθρο συναισθηματικής δέσμευσης. Η ίδια η σχέση του πολίτη με την πολιτική τείνει να αποκτά σχεδόν καταναλωτικό χαρακτήρα, εφόσον κάθε κομματική και εκλογική του επιλογή γίνεται πιο επιφανειακή, εργαλειακή και μεταβαλλόμενη, μια απόφαση χαμηλής δέσμευσης και περιορισμένης στοχαστικότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι ένα «μη-κόμμα», που δεν έχει καν αναγγελθεί επισήμως από τον θρυλούμενο αρχηγό του, τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, προκαλεί τόσες μιντιακές συζητήσεις, εικασίες, δημοσκοπικές μετρήσεις και πολιτικά σενάρια, αποτελεί από μόνο του ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο. Ως πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι επαναφέρει τον θεσμό του πολιτικού κόμματος στο προσκήνιο με θετικό πρόσημο. Ωστόσο, αυτή η επαναφορά είναι σε μεγάλο βαθμό μιντιακά και επικοινωνιακά κατασκευασμένη και φέρει έντονα στοιχεία top-down λογικής, υπό την έννοια ότι η ανάγκη για μια νέα αρχή κατασκευάζεται από τα πάνω. Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα αφήγημα ανανέωσης που προβάλλεται από μέσα ενημέρωσης και πολιτικές ελίτ, παρά για μια αυθεντική, από τα κάτω διεκδίκηση του εκλογικού σώματος. Το τελευταίο δείχνει, άλλωστε, αδιαφοροποίητα και με κάθε τρόπο τη βαθιά δυσπιστία του απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς, και πρωτίστως σε αυτόν του πολιτικού κόμματος. Η δυσπιστία αυτή έχει πλέον γενικευμένο χαρακτήρα, που δεν αφορά μόνο τα υπάρχοντα κόμματα, αλλά τον σχηματισμό του πολιτικού κόμματος ως πυλώνα στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία συνολικά.

Τα στοιχεία του τελευταίου, 8ου κύματος της Παγκόσμιας Ερευνας Αξιών (World Values Survey, 2025) για την Ελλάδα, τα οποία επιβεβαιώνουν και ενισχύουν τάσεις που είχαν ήδη καταγραφεί στο 7ο κύμα (2017), είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικά. Μόλις 0,4% όσων ρωτήθηκαν δηλώνουν ότι εμπιστεύονται «πολύ» τα κόμματα και 6,8% ότι τα εμπιστεύονται αρκετά, ενώ περισσότεροι από 9 στους 10 δηλώνουν ότι τα εμπιστεύονται «όχι ιδιαίτερα» ή και «καθόλου». Πρόκειται για το χαμηλότερα σκορ πολιτικής εμπιστοσύνης που συγκεντρώνουν τα κόμματα  σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλο πολιτικό θεσμό ή οργανισμό: την κυβέρνηση, το κοινοβούλιο, την ΕΕ, τον ΟΗΕ, ακόμα και το ΝΑΤΟ. Μάλιστα, οι πιο πολιτικά ενδιαφερόμενοι πολίτες εμφανίζουν υψηλότερη πιθανότητα χαμηλής πολιτικής εμπιστοσύνης, γεγονός που καταδεικνύει ότι η απαξίωση των κομμάτων είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, ώστε δεν διαφοροποιείται καν από την αυξομείωση του βαθμού πολιτικού ενδιαφέροντος. Σε ό,τι αφορά την απαξίωση πολιτικών κομμάτων και πολιτικών θεσμών γενικότερα, δεν πρόκειται δηλαδή για ένδειξη πολιτικής αδιαφορίας ή απουσίας πολιτικού ενδιαφέροντος, αλλά για συστημική κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης που διαπερνά οριζόντια το εκλογικό σώμα. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν, επίσης, ότι η απαξίωση των κομμάτων δεν είναι μια εφήμερη και παροδική εκδήλωση που συνδέεται με συγκεκριμένα κόμματα ή με ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές συγκυρίες, αλλά ότι ο βασικός θεσμός διαμεσολάβησης ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτική και κρατική εξουσία έχει φθαρεί in toto στη συνείδηση των πολιτών.

Η απαξίωση των κομμάτων είναι τόσο βαθιά ριζωμένη σε ολόκληρο το εκλογικό σώμα που υπονομεύει εκ των προτέρων κάθε νέο εγχείρημα κομματογένεσης από όπου κι αν αυτό προέρχεται μέσα στην πολιτική αρένα. Με αυτή την απαξίωση καλείται να αναμετρηθεί κάθε παράγοντας της πολιτικής ελίτ και κάθε ενδιαφερόμενος που επιχειρεί να βγει μπροστά στη διαμόρφωση ενός νέου κομματικού σχήματος, από τον επικοινωνιακά «λαμπερό» και εξωστρεφή πρώην πρωθυπουργό των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, έως τον δογματικά κλειστό και επικοινωνιακά «στυφό» Αντώνη Σαμαρά, το όνομα του οποίου επίσης συνδέεται με κυοφορούμενες κομματογενέσεις.

Το εγχείρημα του λεγόμενου «κόμματος Τσίπρα» δείχνει να έχει προχωρήσει αρκετά και να βρίσκεται εγγύτερα στο πραγματικό του λανσάρισμα, παρότι το θρυλούμενο «εγχείρημα Σαμαρά» διαθέτει στενότερη μεν, αλλά σαφέστερα προσδιορισμένη εκλογική στόχευση ως προς τον ιδεολογικό προσανατολισμό του και, συνεπώς, τη θέση που θα καταλάμβανε στην πολιτική σκηνή. Ωστόσο, είτε πρόκειται για το «εγχείρημα Τσίπρα» είτε για το «εγχείρημα Σαμαρά», ή για οποιαδήποτε ανάλογο εγχείρημα που διέπεται από μια top-down λογική, όλα θα κληθούν να αναμετρηθούν με την ίδια βαθιά πολιτική δυσπιστία και τη συστημική κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης που διαπερνά οριζόντια το εκλογικό σώμα και δεν αντιμετωπίζεται σε βάθος ούτε με τεχνικές πολιτικής επικοινωνίας και προσωποκεντρικής απήχησης ούτε με μέσα ιδεολογικής κινητοποίησης και αναπαλαίωσης.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).