Το ερώτημα που τίθεται επίμονα τα τελευταία χρόνια «Γιατί οι νέοι δεν ασχολούνται με την πολιτική;» βρίσκει την απάντησή του όχι στην αδιαφορία τους, αλλά στην βαθιά αίσθηση της μη εκπροσώπησης. Η νέα γενιά, αντίθετα με τα στερεότυπα, είναι πολιτικά ενεργή, κινητοποιείται, διαδηλώνει και επιδεικνύει αυξημένη κοινωνική ευαισθησία. Αυτό που αρνείται είναι η ταύτιση με τα υφιστάμενα κομματικά σχήματα.

Σύμφωνα με τη Μελέτη Νεολαίας του Ιδρύματος FES για το 2024, ένα συντριπτικό 60% των νέων έως 29 ετών στην Ελλάδα δηλώνει πως τα συμφέροντά του εκπροσωπούνται ελάχιστα ή καθόλου στην εθνική πολιτική σκηνή. Παράλληλα, σε μια κλίμακα αξιολόγησης των βασικών θεσμικών φορέων της χώρας, τα κόμματα καταλαμβάνουν την τελευταία θέση- κάτω ακόμα και από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα ΜΜΕ.

Η απάντηση των κομμάτων σε αυτή την αποστασιοποίηση συχνά εξαντλείται σε μια «ανανέωση» που περιορίζεται στην ηλικία, παρά σε νέες ιδέες. Βλέπουμε στελέχη του «κομματικού σωλήνα» χωρίς πραγματική επαφή με την κοινωνία, των οποίων το κύριο «προσόν» είναι τα κομματικά «ένσημα» ή ακόμα και το επίθετο, με τον νεποτισμό να εξασφαλίζει πολιτική καριέρα ακόμα και το 2025.

Σε ό,τι αφορά την επιλογή προσώπων, αντί τα κόμματα να επενδύουν σε στελέχη με ουσιαστική άποψη και συγκρότηση, έχουν μετατραπεί σε απλούς μηχανισμούς στήριξης καριέρας. Η ικανότητα ή η ειλικρίνεια σπάνια πριμοδοτούνται. Αντιθέτως, επιβραβεύεται αυτός που ελέγχεται ευκολότερα, που δεν θα «σπάσει» την κομματική γραμμή και που είναι πρόθυμος να προσφέρει ανεξάντλητες ώρες «εθελοντικής» εργασίας, προσδοκώντας σε μια μελλοντική εξασφάλιση.

Ως αποτέλεσμα αυτής της επικρατούσας νοοτροπίας, βλέπουμε εκλεγμένους με τη σημαία της «ανανέωσης» να αναπαράγουν εικόνες παρωχημένης πολιτικής. Την ίδια στιγμή, δεκαοχτάχρονα παιδιά υιοθετούν συνθήματα άλλων δεκαετιών – κενά νοήματος – μπερδεύοντας την πολιτική με τις δημόσιες σχέσεις και τις ιδεοληψίες με τις πραγματικές ιδεολογίες.

Αυτή η κατάσταση όχι μόνο απωθεί τους νεότερους και ικανότερους, αλλά απαξιώνει την τεράστια αξία της πολιτικής και τον αναντικατάστατο ρόλο της για την ευημερία των ανθρώπων.

Δεν είναι δυνατόν να κερδίσεις την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη της νέας γενιάς όταν αδυνατεί να ταυτιστεί και νιώθει καταδικασμένη να ζει την ίδια «λούπα», ανεξάρτητα από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα.

Το ζητούμενο λοιπόν για τα κόμματα δεν είναι απλώς να προσελκύσουν τους νέους, αλλά να τους κρατήσουν. Είναι γεγονός ότι πολύ γρήγορα τα πιο δυνατά μυαλά απογοητεύονται και αποχωρούν, αφήνοντας πίσω τους όσους βλέπουν την κομματική συμμετοχή ως έναν απλό μηχανισμό ανέλιξης ή μέσο βιοπορισμού.

Όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται και καταφέρνουν να παράγουν έργο, δεν πρόκειται να ταυτιστούν με κόμματα που φαίνεται να τα προσπερνά η εποχή. Το κρίσιμο ερώτημα δεν αφορά πλέον τους νέους, αλλά τα ίδια τα κόμματα. Είναι έτοιμα να γυρίσουν σελίδα, αφήνοντας πίσω όσους συντήρησαν αυτή την παθογενή κατάσταση ή μήπως μια τέτοια αλλαγή θα ήταν σαν να στρέφονται ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό.

Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι νέοι άνθρωποι ασχολούνται με την πολιτική πολύ περισσότερο από ότι βολικά αναπαράγεται στο δημόσιο διάλογο. Απλά, τα κόμματα αδυνατούν να το αντιληφθούν, καθώς αναλώνονται στον εαυτό τους και στην αυτοσυντήρησή τους.

Η πρόκληση είναι σαφής: ή θα αλλάξουν ή θα συνεχίσουν να αγνοούν τη φωνή μιας ολόκληρης γενιάς.

* Η κυρία Ειρήνη Κουτή είναι σύμβουλος Στρατηγικής Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων