Οποιος έχει δει τη συγκλονιστική αμερικανική ταινία «Ο Μισισιπής καίγεται» μπορεί να κατανοήσει την κοινωνιολογία και το σπιράλ της ρατσιστικής βίας στον αμερικανικό Νότο. Ενας μικρός κύκλος βίαιων αλητών, «underdog» παιδιών μεγαλωμένων σε συνθήκες μηδενικών προσδοκιών για τις ζωές τους, συχνά με ιστορικό παιδικής κακοποίησης ή/και γονικής απουσίας, περιβάλλεται από έναν κύκλο κολλητών-ακολούθων, πολλές φορές με συμπτώματα ψυχολογικών διαταραχών και εξάρτησης από αλκοόλ και ουσίες, που μιμούνται τυφλά τους νταήδες φίλους τους είτε από φόβο είτε από ανάγκη να επιβεβαιωθούν στα μάτια τους.

Παραέξω οι οικογένειες. Αλλοτε θύματα – συνήθως γυναίκες –, άλλοτε θύτες  – συνήθως πατεράδες και μεγάλα αδέρφια –, κάνουν πως δεν βλέπουν και σιωπούν. Το ίδιο και οι ακόμη παραέξω: η γειτονιά, οι συμμαθητές, οι συνάδελφοι που υποκρίνονται πως δεν παρατήρησαν ή άκουσαν κάτι.

Το πιο ενδιαφέρον πάντως βρίσκεται στον εξωτερικό κύκλο. Τοπικές ή εθνικές ελίτ και άλλοι φορείς εξουσίας, πολιτικοί, κληρικοί, διαμορφωτές κοινής γνώμης κάθε είδους, που φτιάχνουν το ιδεολογικό περιβάλλον αυτής της βίας. Αυτές οι ελίτ κάνουν καριέρες καλλιεργώντας το μίσος για το «ξένο», το «άλλο», το «διαφορετικό»· καθετί διαφορετικό και ξένο: εθνικότητα, χρώμα, θρησκεία, σεξουαλική ταυτότητα. Βεβαίως, οι ελίτ (σχεδόν) πάντα έχουν τα χέρια τους καθαρά. Αλίμονο, τι σχέση να έχουν αυτοί οι καθωσπρέπει κύριοι με αλήτες! Εξάλλου, στις κοινωνίες της ανισότητας τις «βρώμικες δουλειές» τις κάνουν πάντα οι φτωχοί. Οι ελίτ στον Μισισιπή, στην Αλαμπάμα ή στη Θεσσαλονίκη έχουν τη συνείδησή τους καθαρή παριστάνοντας διαρκώς πως πέφτουν από τα σύννεφα. Απορούν, διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους και νουθετούν: «Δεν είναι εικόνα πόλης αυτή»!

Οποιος γνωρίζει πραγματικά τη Σαλονίκη – όχι οι αθηναίοι τουρίστες που νομίζουν πως την ξέρουν – αντιλαμβάνεται καλά το είδος του μίσους που ενσταλάχθηκε δεκαετίες τώρα σε αυτή την πόλη και τον τρόπο που αυτό δηλητηριάζει την ατμόσφαιρά της. Οποιοι γνωρίζουν αυτή την πόλη, και την πονάνε πραγματικά, διαισθάνονται τις συνέπειες αυτής της κατάστασης.

Μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας! Στην ούγια αυτού του μίσους γράφει «εθνικισμός»· εθνικισμός που φέρει πάντα την αύρα μιας ανυπόφορης τοξικής αρρενωπότητας. Γιατί η Θεσσαλονίκη δεν έχει κάποια ουσιώδη διαφορά από άλλες πόλεις της Ελλάδας. Ομως τα τελευταία τριάντα χρόνια υπήρξε περισσότερο από οποιαδήποτε πόλη, το θύμα της ιδεολογικής παράνοιας που ονομάστηκε «Μακεδονικό». Υπήρξε το θύμα μιας ρητορικής μίσους που άνθησε στα διάφορα συλλαλητήρια της ιδεολογικής παράνοιας.

Η Θεσσαλονίκη κακοποιήθηκε όσο καμιά άλλη από την τεράστια ποσότητα ναρκισσιστικού εθνικιστικού μίσους που χύθηκε και για το οποίο γνωρίζουμε όλοι καλά ποιοι έχουν βάλει το χέρι τους: ένα τσούρμο πολιτικοί παράγοντες, τοπικοί και εθνικοί, που ψάχνουν τις ψήφους στους σκουπιδοτενεκέδες του εθνικισμού· ένα τσούρμο δημοσιογράφοι, τηλεοπτικοί παράγοντες και ραδιοφωνικοί παραγωγοί που ηδονίζονται για τηλεθεάσεις, ακροαματικότητες και διαφημίσεις· ένα τσούρμο παπάδες που νομίζουν πως υπηρετούν την πίστη τους κηρύττοντας το μίσος. Εκτοτε, κάθε μέρα η τοξικότητα του εθνικισμού ποτίζει το χώμα που πατάμε, τον αέρα που αναπνέουμε σε αυτή την πόλη.

Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως αυτό το εθνικιστικό μίσος έχει γίνει μηχανισμός κοινωνικοποίησης και ένταξης των παιδιών μεταναστών από τα Βαλκάνια και την πρώην ΕΣΣΔ. Οσο πιο «σκληρός άνδρας» τόσο πιο πολύ περήφανος Ελληνας, νομίζουν.

Στην ταινία «Ο Μισισιπής καίγεται» η σύλληψη των φονιάδων προσφέρει στον θεατή την κάθαρση. Πράγματι, η απόδοση δικαιοσύνης είναι πάντα ένα καλό πρώτο βήμα. Αν μείνουμε σε αυτό όμως, τότε δεν καταλάβαμε τίποτε. Και την επόμενη φορά πάλι κάποιοι θα πέσουν από τα σύννεφα.

Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.