Το ρήγμα λογικής που προκάλεσαν οι ΗΠΑ αμφισβητώντας την κλιματική αλλαγή, αλλά και αποχωρώντας από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, δεν άργησε να βρει πολλαπλασιαστές. Κυβερνήσεις, φορείς, πολυεθνικές εταιρείες ήταν σαν να περίμεναν την ευκαιρία για να απαλλαγούν από ένα κοστούμι που τους ήταν στενό και τους ενοχλούσε.

Το σχέδιο ήταν καλά οργανωμένο, είχε μάλιστα προβλέψει μια οργανωμένη επίθεση στην επιστημονική κοινότητα μέσα από δίκτυα συμφερόντων που αμφισβητούν την αξιοπιστία των επιστημονικών ερευνών για το κλίμα δημιουργώντας σύγχυση στην κοινή γνώμη.

Η «βιομηχανία της αμφιβολίας», όπως αποκαλείται, στοχεύει στο να καθυστερήσει τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, παρουσιάζοντας την κλιματική επιστήμη ως αβέβαιη και κατά συνέπεια επικίνδυνα ακριβή. Αυτή η στρατηγική, γνωστή από την εποχή της καπνοβιομηχανίας, έχει μεταφερθεί στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής, πλήττοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών και δυσχεραίνοντας τη διεθνή συνεργασία.

Ο πόλεμος των δασμών

Ενα σημαντικό εμπόδιο στις διεθνείς προσπάθειες για το κλίμα είναι ο πόλεμος των εμπορικών δασμών ανάμεσα στις μεγάλες οικονομίες. Οι εμπορικές αντιπαραθέσεις που προκάλεσαν οι ΗΠΑ με την Κίνα, την Ευρωπαική Ενωση και πολλές άλλες χώρες εκδηλώνονται μέσω προστατευτικών μέτρων, δασμών σε πράσινα προϊόντα και επιδοτήσεων στις εγχώριες βιομηχανίες.

Οι δασμοί στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, στις ανεμογεννήτριες και στα φωτοβολταϊκά πάνελ περιορίζουν την πρόσβαση σε φθηνές και αποδοτικές τεχνολογίες, αυξάνοντας το κόστος για τους καταναλωτές και επιβραδύνοντας τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Η πρόοδος των ΑΠΕ

Πολύτιμος σύμμαχος για την πράσινη μετάβαση αναδεικύνονται οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και η πρόοδος που επιτεύχθηκε τα τελεταία δέκα έτη για την ενσωμάτωσή τους στο ενεργειακό ισοζύγιο των κρατών.

Αλλωστε οι παγκόσμιες επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια ξεπέρασαν τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ποσό διπλάσιο από εκείνο που επενδύεται πλέον στα ορυκτά καύσιμα. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο μέσος όρος συμβολής των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι περίπου 50% το 2024 (56% για την Ελλάδα), επίτευγμα που αναδεικνύει τη δυναμική των ΑΠΕ.

Η Ευρώπη στην πρώτη γραμμή

Ενώ ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθεί να συντονιστεί, η Ευρωπαϊκή Ενωση έκανε ένα αποφασιστικό βήμα, καθώς λίγες μόνο ημέρες πριν από την έναρξη των εργασιών της COP30 το Συμβούλιο της ΕΕ αποδέχθηκε την πρόταση της επιστημονικής επιτροπής της για μια τροποποίηση του Ευρωπαϊκού Νόμου για το Κλίμα που θα προβλέπει ως δεσμευτικό στόχο για το 2040 τη μείωση κατά 90% των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.

Ομως η απόφαση περιλαμβάνει μία σειρά από αστερίσκους, με σημαντικότερο αυτόν που επιτρέπει τη χρήση διεθνών πιστώσεων άνθρακα έως 5% των καθαρών εκπομπών του 1990.

Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Ενωση επιμένει στην κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050. Η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει τη σταδιακή μείωση έως τον μηδενισμό των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων από άλλες χώρες, διασφαλίζοντας έτσι την ενεργειακή αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των κρατών-μελών της και την απεξάρτησή της από γεωπολιτικές ισορροπίες και τη «διπλωματία» των αγωγών.

Ωρα αποφάσεων

Η φετινή διάσκεψη πραγματοποιείται σε μια συγκυρία ανησυχητικών κλιματικών εξελίξεων. Ο Οκτώβριος του 2025 ήταν ο τρίτος θερμότερος στην ιστορία, πίσω μόνο από το 2023 και το 2024. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα πλήττουν οικονομίες και κοινωνίες, αφαιρώντας διψήφια ποσοστά από τα εθνικά ΑΕΠ, ενώ το κόστος των φυσικών καταστροφών φθάνει τα 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο.

Οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε παγκόσμια κλίμακα αυξήθηκαν το 2024, ενώ σύμφωνα με το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του ΟΗΕ (UNEP) ο κόσμος βρίσκεται σε τροχιά υπερθέρμανσης κατά 2,3 έως 2,8 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, λιγότερο μεν – λόγω των μέτρων που ήδη λαμβάνονται και αποδίδουν – από τις αρχικές εκτιμήσεις που ανάφεραν 3,5 και πλέον βαθμούς Κελσίου, πλην όμως πολύ πάνω από τον στόχο του 1,5°C της Συμφωνίας του Παρισιού.

Οι τέσσερις στόχοι της COP30

Η COP30 στην πρώτη εβδομάδα της έδειξε να εστιάζει σε αυτό που όλοι αναμένουν: την «απόδραση» από ένα κλίμα παραίτησης που άρχισε να διαμορφώνεται τους τελευταίους μήνες και την επανεκκίνηση της προσπάθειας.

Η διάθεση είναι φανερή, το σενάριο είναι καλοδουλεμένο και η οικοδέσποινα – η Βραζιλία – επιχειρεί να επαναλάβει τη μνημειώδη σε επιτυχία Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992. Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο ρόδινα όπως τότε, οι αυτόχθονες πληθυσμοί στον Αμαζόνιο θεωρούν ότι εκδιώκονται από τα εδάφη τους, ενώ καταγράφονται αντιδράσεις στην πολιτική της Βραζιλίας να προχωρήσει σε εξόρυξη πετρελαίου.

Για την «απόδραση» από το κλίμα παραίτησης, η πρώτη εβδομάδα των εργασιών της COP30 εστίασε σε τέσσερις βασικούς στόχους: τον περιορισμό της υπερθέρμανσης μέσω αυστηρότερων στόχων για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που προκύπτουν από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, τις δράσεις για την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, την κινητοποίηση των πιστώσεων που απαιτούνται (1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2036) για κλιματική δράση στις αναπτυσσόμενες χώρες και, τέλος, την προστασία των δασών και της φύσης – με το σύνθημα «δεν υπάρχει ευημερία χωρίς την ευημερία της φύσης» – με τη δημιουργία ενός ακόμα ειδικού ταμείου που θα τροφοδοτούν οι ανεπτυγμένες χώρες.

Ο κίνδυνος νέας αποικιοκρατίας

Στο ίδιο πλαίσιο, αξίζει να επισημανθεί μία παλαιότερη αναφορά του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες: «Να μη χρησιμοποιηθεί η κλιματική αλλαγή για νέες αποικιοκρατίες».

Η αναφορά αυτή συνδέεται με όρους όπως «debt-trap diplomacy» και «debt forgiveness», ουσιαστικά τη δανειοδότηση αφρικανικών χωρών για τη βιώσιμη ανάπτυξή τους (που θα συμπεριλαμβάνει τη στροφή στην καθαρή ενέργεια) αλλά με όρους που δημιουργούν οικονομική εξάρτηση και εν τέλει οδηγούν στην προνομιακή αξιοποίηση, από τις δανειοδότριες χώρες, του ορυκτού πλούτου (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, κοβάλτιο, λίθιο και σπάνιες γαίες) των αφρικανικών χωρών.

Από τις δεσμεύσεις στις πράξεις

Παρά τα βήματα προόδου, ο αγώνας απέχει πολύ από το να κερδηθεί. Ομως η διεθνής κινητοποίηση που εκφράζεται στο Μπελέμ, η νέα ευρωπαϊκή πορεία για το κλίμα και η συστηματική στροφή της Κίνας και άλλων χωρών προς τις ΑΠΕ δείχνουν ότι η ελπίδα δεν έχει χαθεί. Αν οι δεσμεύσεις μετατραπούν σε πράξη, η επόμενη δεκαετία μπορεί να είναι όχι η δεκαετία της κρίσης, αλλά η δεκαετία της αλλαγής.

Ο κύριος Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή και ένας από τους κύριους συγγραφείς της Διακυβερνητικής Επιστημονικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών (IPCC) για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.