Μια διεθνής διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο είναι θεωρητικά μια καλοδεχούμενη είδηση. Από την αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή, αντιλαμβανόμαστε ότι η Αθήνα θα καλέσει όλα τα παράκτια κράτη σε ένα φόρουμ, στο οποίο θα συζητηθούν «όλα όσα μας αφορούν». «Η Ελλάδα», σημείωσε, «δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από το να καθίσει στο τραπέζι και να υπερασπιστεί τις θέσεις της, πάντα με σημείο αναφοράς το Δίκαιο της Θάλασσας».
Αυτό σημαίνει ότι στο τραπέζι θα κληθούν η Τουρκία, η Συρία, ο Λίβανος, το Ισραήλ, η Κύπρος, η Αίγυπτος και η Λιβύη. Από ό,τι φαίνεται η πρόθεση του Πρωθυπουργού δεν εκδηλώνεται αυτόνομα, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο αμερικανικό σχέδιο για την περιοχή, το οποίο λέγεται ότι κινεί ο συμπέθερος του Ντόναλντ Τραμπ, Μασάντ Μπούλος. Η επιθυμία του αμερικανού προέδρου, την οποία δεν έχει κρύψει από την ημέρα της ορκωμοσίας του, είναι η ενεργειακή κυριαρχία της χώρας του. Και, όπως έχουμε δει, ασκεί ασφυκτικές πιέσεις προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Σε αυτή την πρώιμη φάση, ο Κ. Μητσοτάκης για πρώτη φορά περιέλαβε και την Τουρκία στις συνομιλίες, μολονότι όταν ο Ερντογάν έκανε ανάλογη πρόταση το 2020 είχε αποκλείσει την Κύπρο – την ίδια πρόταση χωρίς λεπτομέρειες επανέλαβε στην ομιλία του στον ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο.
Παράλληλα, κινούνται ενδιαφέρουσες εξελίξεις. Οι διεργασίες με τη Chevron εντατικοποιούνται και η Exxon Mobil ενδιαφέρεται για την ίδια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Που σημαίνει ότι η αμερικανική πλευρά έχει λόγο να διευθετηθεί το ζήτημα των θαλασσίων ζωνών. Επίσης, στις 5 Νοεμβρίου έρχεται στην Αθήνα ο υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, Κρις Ράιτ, επικεφαλής μεγάλης αντιπροσωπείας εκπροσώπων εταιρειών ενέργειας και αξιωματούχων της κυβέρνησής του. Οι Αμερικανοί βλέπουν την Ελλάδα ως ενεργειακό κόμβο και την Αλεξανδρούπολη ως την πύλη εισόδου του δικού τους φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Ο Ράιτ δεν θα συναντήσει μόνο τον Σταύρο Παπασταύρου, αλλά ακόμα 20 υπουργούς Ενέργειας από την Κεντρική, την Ανατολική και τη Νότια Ευρώπη. Εκτός από τις αμοιβαίες φιλοφρονήσεις, αναμένεται να υπογραφούν εμπορικές συμφωνίες σε ένα εντατικό διήμερο στο Ζάππειο. Και, ασφαλώς, θα ήταν λάθος να παραγνωρίζεται ο ρόλος της νέας πρέσβεως Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, που όσοι τη συνάντησαν την περιγράφουν ως «οδοστρωτήρα» – έναν χαρακτηρισμό που ορισμένοι χρησιμοποιούν και για τον Τραμπ – και η οποία ασχολείται πολύ ενεργητικά με τις ελληνικές υποθέσεις. Η Γκίλφοϊλ αναμένεται στην Αθήνα προς τα τέλη του μήνα και ο Ράιτ θα είναι ο πρώτος υπουργός που θα υποδεχθεί.
Ολα αυτά φαίνονται πολύ καλά. Με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση πατάει γερά στα πόδια της και ξέρει τι ζητάει και μέχρι πού φτάνουν τα όριά της. Γιατί ο Τραμπ δεν γνωρίζει όρια όταν θέλει να πετύχει κάτι και ούτε πολυσκοτίζεται για τις ευαισθησίες των συνομιλητών του. Τα δημόσια παθήματα του Ζελένσκι και του Ερντογάν δεν είναι να τα παίρνει κάποιος αψήφιστα. Σε ένα τέτοιο πολυμερές σχήμα, προφανώς, λίγα μπορεί να ελέγξει ο Κ. Μητσοτάκης ακόμα και αν είναι ο οικοδεσπότης. Σε μια φάση που η ελληνική διπλωματία μοιάζει να σέρνεται και στο εσωτερικό δεν έχει γίνει ούτε μισό βήμα συναίνεσης στα εθνικά, με ευθύνη του, τι θα κάνει ο Πρωθυπουργός αν οι άλλοι δεν αποδεχθούν τις θέσεις μας; Η Τουρκία λίγο-πολύ ξέρουμε τι θέλει, η Λιβύη και η Αίγυπτος δεν είναι τόσο ευανάγνωστες. Αν λειτουργήσει ως πρότυπο η συμφωνία Ισραήλ – Λιβάνου για την ανακήρυξη ΑΟΖ, η οποία επετεύχθη με αμερικανική διαμεσολάβηση, ενδέχεται να διευκολυνθούν τα πράγματα καθώς θα αποφευχθεί η ανάγκη προσφυγής στο δικαστήριο της Χάγης. Αν όχι, μήπως θα ήταν προτιμότερο να διευθετήσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία με διμερείς συνομιλίες, όπως πιστεύει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που τις θεωρεί την πιο «ασφαλή μέθοδο», και τις ζητεί παραδοσιακά ο Ερντογάν; Γιατί και διεθνής διάσκεψη και τσαμπουκάς για το καλώδιο κάπου δεν συμβαδίζουν.





