Πριν από τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, οι πρωτοπόροι της γενιάς του ’30 – και άλλοι με ακόμα τολμηρότερες ιδέες – αγαπούσαν την Αθήνα και δεν ντρέπονταν να το πουν. Ο Θεοτοκάς θα υμνήσει τη Συγγρού στο Ελεύθερο Πνεύμα το 1929. Αργότερα ο Σεφέρης θα της αφιερώσει ομώνυμο ποίημα, για να τιμήσει την ανακάλυψη αυτής της μοντέρνας προοπτικής που συνδέει τον πυρήνα της πόλης με τον μεγάλο ορίζοντα του Φαλήρου και την ψυχική δυναμική που ο Θεοτοκάς ενοράστηκε στο βάθος της. Το 1963 ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα προβιβάσει τη Φιλελλήνων σε δίαυλο ψυχικής υπέρβασης και αποκαλυπτικής εμπειρίας.
Οι μοντέρνοι του μεσοπολέμου έβλεπαν στη μακρά άσφαλτο και στο οπλισμένο σκυρόδεμα των νέων πολυκατοικιών μια έμπρακτη αναγέννηση της πόλης και του ψυχισμού των ανθρώπων της. Δεν ήταν ότι υποκλίνονταν στον ορθολογισμό της αστικής ανάπτυξης. Από το βίωμα της καινούργιας Αθήνας περισσότερο προσδοκούσαν την ανάδυση νέων εμπειριών, την αναβάθμιση των αισθήσεων και την αναμόχλευση των συναισθημάτων. Εκείνων που δεν θα καταπιέζονταν ανάμεσα στην εγγενή φτώχεια και τον γερμανοτραφή κλασικισμό της παλιάς – για αυτούς πια – Αθήνας. Μια νέα αστική ζωή μπορούσε να ξεκινήσει στα διαμερίσματα της μπετονένιας και ηλεκτρικής καθημερινότητας. Μια άλλη περιπλάνηση γινόταν δυνατή, με τροχήλατες ταχύτητες και τα μάτια των ανθρώπων να μην προλαβαίνουν να αφομοιώσουν τις φωτεινές εναλλαγές του δρόμου. Και νέα συναισθήματα θα ξεπερνούσαν τα παλιά: στερεωμένα στην ατομικότητα μα ανοιχτά στον κόσμο, στους άλλους, στην έλλογη σκέψη και την παράφορη απόλαυση μαζί. Και όλα αυτά θα ήταν ελληνικά, δεν θα εμπόδιζαν τη σταθερή επίσκεψη στην παράδοση ή το δικαίωμα ύστατης καταφυγής στην αρχαία γνώση.
Και το όραμά τους για την πόλη δικαιώθηκε. Η Αθήνα και οι μεγάλες πόλεις έγιναν αυτό το πεδίο μετά τον πόλεμο και την ανοικοδόμηση. Οσοι ήρθαν, πέρασαν και έφυγαν, έμειναν για πάντα σε αυτές, ένιωσαν τις χαρές και τις λύπες τους μέσα στη δομημένη πυκνότητα. Κρύφτηκαν και αποκαλύφθηκαν πάνω στα οικοδομικά υλικά ενός μοντέρνου κόσμου, που εν τω μεταξύ είχε έρθει στα πραγματικά του μέτρα, σε αυτά μιας μικροαστικής αλλά αναπτυσσόμενης και γεμάτης αντιφάσεις κοινωνίας. Μα το βίωμα αυτό δεν νομιμοποιήθηκε ποτέ από την επίσημη σκέψη, τον σχολικό καθωσπρεπισμό της έκθεσης ιδεών, δεν μπήκε ποτέ στο στόμα των καθημερινών ανθρώπων (παρά μόνον πρόσφατα μέσα από αμφιβόλου αξίας εξωτισμούς που περισσότερο γεννιούνται στο μυαλό κάποιων flaneurs εξωτερικού παρά στην ψυχή των σημερινών κατοίκων). Σε εκείνη την ορθοδοξία της αγροτικής νοσταλγίας και των ρομαντικών αναπολήσεων της «αυθεντικής» κοινότητας που χάνεται στα τσιμέντα και τη δήθεν απροσωπία της πόλης, συνέπεσαν εξάλλου δεξιοί και αριστεροί ηθικολόγοι. Ο λόγος περί αστυφιλίας, τα αναθέματα στα σπίτια-κλουβιά από μπετόν ήταν η πρώτη, και ατυχής, εθνική μας συμφιλίωση.
Σήμερα καταργούνται επιτέλους τα τρόλεϊ αλλάζοντας δραστικά την εικονολογία της Αθήνας. Τα τρόλεϊ ευτύχησαν να υμνηθούν (με την «Ωδή» που τους αφιέρωσε ο Κώστας Κρεμμύδας το 1995) και η νοσταλγία για τον υπόκωφο συριγμό των μετασχηματιστών, την ατυπική ευγένεια των εισπρακτόρων τους, τη γλυκιά μονοτονία των απογευματινών τους διαδρομών τους δεν πρέπει να λοιδορηθεί. Υπήρξαν μια επιλογή αμφιλεγόμενου εκσυγχρονισμού της συγκοινωνίας υποκαθιστώντας το απαρχαιωμένο τραμ που επανήλθε αργότερα – χωρίς να προσφέρει, όπως ξέρουμε, όσα καλλιεργούσε η οικολογική και συγκοινωνιολογική φαντασία των ιδεολόγων της σταθερής τροχιάς. Η αποξήλωση της εναέριας ηλεκτροφόρας εγκατάστασης, του πλέγματος συρμάτων και κολόνων, θα ξεκουράσει το βλέμμα από τον οπτικό τους θόρυβο χωρίς να πλήττεται η ευεργετική ηλεκτροκίνηση.
Ομως η μνήμη της πόλης, η μνήμη μιας μοντέρνας ζωής που ήθελε σώματα και αισθήματα να ενώνονται σε δύο εμβληματικές γειτονιές με τσιμεντένια διαμερίσματα που τα ένωνε το τρόλεϊ μπορεί να διατηρηθεί. Κυψέλη – Παγκράτι. Και αν είναι λεωφορείο, ας είναι κίτρινο και χωρίς διαφημίσεις, μα να ακολουθήσει τα χνάρια του τρόλεϊ, στην ίδια διαδρομή μιας παλιάς, μοντέρνας, αστικής επίσκεψης.
O κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.





