«Δεν είναι αυτή η πόλη που γνωρίσαμε. Αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους» έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης για τις αλλαγές στη μεταπολεμική καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης, που έβγαινε κατακρεουργημένη από την εξόντωση της ακμάζουσας εβραϊκής της κοινότητας και τα πολλαπλά τραύματα του εμφυλίου.

Τους θυμήθηκα με αφορμή τον όχλο των μαυροντυμένων νεαρών που επιχείρησαν να λιντσάρουν δύο τρανς άτομα που τόλμησαν να βγουν βόλτα, Σάββατο βράδυ Αποκριάς, στην πλατεία Αριστοτέλους, την κεντρική πλατεία της πόλης.

Παντού στον δυτικό κόσμο, εκφράζοντας μια γενικευμένη ψυχική κόπωση και ασύγγνωστη δυσανεξία, πολλά νέα παιδιά που αναζητούν απεγνωσμένα ταυτότητα για να «ανήκουν» κάπου, συμμετέχουν σε αυτή τη γοητευτική τελετουργία της βίας που μεταδίδεται μάλιστα ζωντανά και ακαριαία με τα κινητά τηλέφωνα.

Στην Αθήνα, για παράδειγμα, σκηνοθετείται στα Εξάρχεια, σε τακτική βάση, μια μορφή τελετουργικής επίθεσης με μολότοφ στα κομματικά γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη, πάντοτε Σάββατο βράδυ, που επαναλαμβάνεται χρόνια με συμπρωταγωνιστές που παριστάνουν τις δυνάμεις καταστολής για τους δικούς τους αδιευκρίνιστους λόγους.

Στη Θεσσαλονίκη, που είναι κοινωνικά πιο ενιαία και συμπαγής και πολεοδομικά μονοκεντρική, αυτές οι τελετουργικές παραστάσεις (που εκκολάπτονται κυρίως στην άγρια, δυτική πλευρά της πόλης) «ανεβαίνουν» συνήθως στην Αριστοτέλους, για να γεμίσουν με κάποιο νόημα τη «Μεγάλη Πλατεία» του Νίκου Μπακόλα που, στερημένη πλέον από τις πολυάνθρωπες πολιτικές συγκεντρώσεις, τους υποδέχεται φιλόξενα και τους απορροφάει στη δίνη του δικού της αχανούς χωρικού κενού.

Στα μόνιμα αίτια που προκάλεσαν τα άγρια επεισόδια της Θεσσαλονίκης τις τελευταίες μέρες συνέβαλε πιστεύω και η σύγχυση που προκάλεσε η λυτρωτική ψήφιση του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια στο συντηρητικό ακροατήριο της πόλης. Εύφλεκτη ύλη προστέθηκε ίσως και από τους ακραίους του οπαδικού χουλιγκανισμού, που τους τελευταίους μήνες είχαν στερηθεί τις δικές τους εκκρίσεις αδρεναλίνης. Και αυτό το εκρηκτικό μείγμα συνδυάστηκε συγκυριακά με τη διάχυτη πάντοτε ελευθεριότητα του καρναβαλισμού που, όταν δεν μπορεί να εκφραστεί ζωτικά με χορό ή ερωτική επιθυμία (όπως γίνεται στη Βραζιλία), καταντάει θλιβερή έκφραση στείρας αρρενωπότητας και χοντροκομμένης επαρχιώτικης πλάκας.

Υπάρχει όμως πάντα και η άλλη όψη της πραγματικότητας: τις ίδιες σκοτεινές μέρες, στα γραφεία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, έφτασε η απίστευτης ευγένειας και γλυκύτητας επιστολή του νέου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Φιλόθεου που, με διακριτικότητα και σαφήνεια, εξέφραζε την αντίθεσή του για την αφίσα μιας ταινίας ντοκιμαντέρ, χωρίς όμως να κηρύσσει «ιερό πόλεμο» με κανέναν.

Το ίδιο πολιτισμένη ως προς το ύφος και ταυτόχρονα συγκροτημένη και ειλικρινής ήταν η άψογη απάντηση που συνέταξε η γενική διευθύντρια του φεστιβάλ (Ελίζ Ζαλαντό) που, με σεβασμό στη διαφορετική άποψη, τόνιζε τη σημασία της συμπερίληψης και την αυτονόητη ανάγκη απόρριψης κάθε είδους λογοκρισίας.

Κι έτσι, σαν να φύσηξε ξαφνικά ένα ευεργετικό βοριαδάκι (που συνηθίζεται στα μέρη μας) και σκόρπισε μακριά τα σύννεφα που σκέπαζαν τη Θεσσαλονίκη, μια πόλη σαφώς θηλυκή, που θα συνεχίσει ανέμελα να ονειρεύεται ένα πολύχρωμο μέλλον χωρίς βία, μίσος και μισαλλοδοξία, κατηφορίζοντας αισιόδοξη προς την Αριστοτέλους για να ενωθεί επιτέλους με τη θάλασσα.

Ο κ. Σπύρος Βούγιας είναι ομότιμος καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης.