Η Ιαπωνία είναι ιδανική χώρα για να ζεις εάν είσαι ακοινώνητος. Από την επαφή μου με τον ιαπωνικό λαό έχω συμπεράνει ότι η πολυθρύλητη ευγένειά τους δεν προέρχεται από κάποια εγγενή τάση να είναι γλυκούληδες. Οι Ιάπωνες τηρούν αποστάσεις – η απόσταση είναι μια έκφραση τιμής.
Πολλοί λαοί καλλιεργούν αντιλήψεις της τιμής. Νομίζω πως τα πιο εκρηκτικά ταπεραμέντα, που κλίνουν προς συμπαγείς κοινότητες, όπως στον ευρωπαϊκό Νότο ή στην Κεντροανατολική Ασία, συνδέουν την τιμή με το know-how εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος. Για αυτούς, η τιμή είναι το «καθαρό κούτελο», η εικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι για εσένα, η παραδεκτή ποιότητά σου ως μέλους της κοινότητας. Για πιο εσωστρεφείς λαούς, όπως της Βόρειας Ευρώπης ή της Ανατολικής Ασίας, των οποίων η κουλτούρα βρίσκεται σε διαρκή διαδικασία νοηματοδότησης και ανανοηματοδότησης μιας (μη επιτεύξιμης) ενότητας, αφού οι κοινότητές τους δεν είναι τόσο συμπαγείς, η τιμή αφορά περισσότερο την αυτοεικόνα, την ποιότητά σου ως ατόμου. Οι Ιάπωνες ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. Είναι λαός ως σύνολο ατόμων, όχι ως διευρυμένο σόι, όπως αντιλαμβανόμαστε εαυτόν οι Νοτιοευρωπαίοι. Τούτο τούς παρωθεί να εργάζονται για την εσωτερική ποιότητα, τον τρόπο με τον οποίο καθένας προσλαμβάνει εαυτόν, τον βαθμό στον οποίο υπηρετεί ένα γραμμικό πλέγμα αξιών και καθηκόντων. Είναι, πράγματι, καλοί άνθρωποι – αλλά περισσότερο επειδή απολαμβάνουν την υποταγή στους κώδικές τους παρά επειδή τους βγαίνει αυθόρμητα να στέκονται αγαπητικά απέναντι στον άλλον.
Ετσι, εν μέρει η ιαπωνική τιμή αφορά ένα σύστημα καλών τρόπων, που απαιτεί όσο το δυνατόν περισσότερη απόσταση και όσο το δυνατόν λιγότερη αλληλεπίδραση, ώστε να αποφεύγεται η τριβή. Εν τούτοις, οι άνθρωποι εκ φύσεως έχουν ανάγκη να αλληλοεπιδρούν. Η αποξένωση και οι αυτοκτονίες στις μεγάλες ιαπωνικές πόλεις δεν οφείλονται μόνο στους εξαντλητικούς ρυθμούς της καθημερινότητας, αλλά στους ασφυκτικούς κώδικες. Οι Ιάπωνες δεν στηρίζονται ο ένας στον άλλον, με την έννοια ότι δεν μπορείς να περιμένεις ποτέ από κάποιον τρίτο να μοιραστεί το ατομικό σου καθήκον ως μέλους της κοινότητας. Πρέπει πάντα, κάθε στιγμή, να κάνεις όσα οφείλεις. Είναι ένα παράδοξο πάνω στο οποίο έχουν δομήσει τον τρόπο ζωής τους. Για κάποιους είναι συντριπτικό, για άλλους βολικό, για άλλους σύνηθες.
Φυσικά, η μοναξιά είναι εμπορεύσιμη, όπως τα πάντα στις μητροπόλεις. Στην Ιαπωνία, δεν υπάρχει τίποτα φυσιολογικότερο από το να επισκέπτεσαι χώρους εστίασης μόνος. Πολλά καφέ ή εστιατόρια, μάλιστα, έχουν τρόπους να ενισχύουν την ιδιωτικότητα των πελατών, με τραπεζάκια για έναν, διαχωριστικά, πάγκους με καρεκλίτσες στραμμένες μπροστά. Σ’ εμένα φαίνονται υπέροχοι τέτοιοι χώροι. Δεν ξέρω πώς θα ένιωθα αν ήμουν ντόπια, πάντως τώρα μου αρέσει.
Κάποτε, βρισκόμουν στο Ματσούντο, μια πόλη στην Τσιμπά, στα νοτιοανατολικά, που γενικά δεν μοιάζει με τη Χαλκιδική, αλλά μοιάζει κάπως με το Περιστέρι. Ημουν σε ένα μικρό εστιατόριο, που φαινόταν περισσότερο με συνοικιακό κατάστημα επιδιόρθωσης ενδυμάτων. Υπήρχε απλώς ένας ξύλινος πάγκος, φορτωμένος δεκάδες μπιμπελό, απ’ όπου ξεπρόβαλλαν μπουκαλάκια με σάλτσες. Πίσω υπήρχε ένα μπαρ με μια κοπέλα και κάπου στο βάθος, υπέθετες, η κουζίνα, που προσέφερε τοστ, ομελέτες, μελωμένο κρέας με ρύζι ή πατάτες και κρεατόσουπα. Η κοπέλα παραξενεύτηκε λίγο αλλά χαμογέλασε, κατευθύνοντάς με στο μενού όσο εγώ φαντασιωνόμουν ότι ήμουν η Ούμα Θέρμαν και τη διέκοπτα λέγοντας ένα συνθηματικό, ας πούμε «Ενα οντέν με έξτρα μουστάρδα», που θα σήμαινε «πήγαινέ με στον συνταξιούχο νίντζα παππού σου στον πάνω όροφο για να μου πουλήσει μια κατάνα με την οποία θα τακτοποιήσω τον πρώην μου, εκείνη τη γειτόνισσα που μισεί τα σκυλιά μου ή όποιον έγινε η αιτία να φύγει ο Χένρι Κάβιλ από το Witcher».
Τελικά, πήρα εκείνο το μελωμένο κρέας και το έφαγα μόνη, σ’ εκείνον τον πάγκο με τα μπιμπελό, πιο αργά απ’ ό,τι θα έπρεπε, αφού στο μεταξύ μπήκαν κάμποσοι, γευμάτισαν μόνοι κι έφυγαν. Το κρέας ήταν καλό και ακόμα καλύτερη ήταν η αίσθηση ότι κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί μου – οριακά ούτε και με την κοπέλα πίσω από τον πάγκο. Κάποιοι κουβαλούσαν σακούλες με χρειώδη, καταλάβαινες πως έμεναν εκεί γύρω, όμως δεν υπήρξαν βροντερές χαιρετούρες ούτε ψιλές κουβέντες, μόνο άνθρωποι με κινήσεις γαλήνιες που πηγαινοέρχονταν γαλήνια. Υπέθεσα πως κάποιοι θα ένιωθαν μόνοι, θα ήθελαν να πιάσουν ψιλή κουβέντα, να στρογγυλοκαθίσουν κουτσομπολεύοντας πάνω από μια λιμνοθάλασσα από σάλτσα. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν θα ήθελαν, επειδή δεν θα ήξεραν πώς να υπάρχουν έτσι.
Απόμεινα να φαντάζομαι πώς θα ήταν αν άνοιγα μια επιχείρηση εστίασης εδώ. Ενα μικρό εστιατόριο. Ενα μικρό εστιατόριο με χαρακτηριστικό ότι θα εξυπηρετούσε τους πελάτες του αποκλειστικά για μία και μοναδική φορά καθέναν. Απαράβατος κανόνας: Μόνο μία φορά καθένας, ισοβίως. Μια κοπελίτσα σαν ετούτη θα καθόταν στην είσοδο παίρνοντας ένα δακτυλικό αποτύπωμα από κάθε πελάτη, για να το περάσει σε ένα σύστημα που θα εξασφάλιζε ότι δεν θα τον σερβίραμε περισσότερες από μία φορές. Μέρα τη μέρα, θα μας μάθαιναν όλο και περισσότεροι. Θα σχηματίζονταν τεράστιες ουρές, ως και στην άλλη άκρη της πόλης, από ανθρώπους που θα ήθελαν να βιώσουν, για μία φορά, την ατομικότητά τους να γίνεται μοναδικότητα. Το μενού θα ήταν στοιχειώδες. Θα κάναμε θραύση απλώς επειδή το να σε σερβίρουμε θα ήταν το τρίτο «μοναδικότερο» πράγμα που θα έκανες, μετά το να γεννηθείς και να πεθάνεις.
Προφανώς, το τάργκετ γκρουπ δεν θα ήταν βουδιστές, αλλά θα σερβίραμε αρκετούς σιντοϊστές. Σύντομα θα έρχονταν απ’ όλο τον κόσμο. Θα γινόμασταν θέμα σε διδακτορικά ανθρωπολόγων που θα υποστήριζαν ότι οι υπηρεσίες μας είναι αυτό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα, αφού και τα ζώα γεννιούνται και πεθαίνουν, αλλά μόνο οι άνθρωποι τρώνε εδώ για μία και μοναδική φορά στη ζωή τους.
Αρχικά, φαντάστηκα κάτι άλλο: ένα εστιατόριο που θα σερβίριζε, όχι μία φορά κάθε πελάτη για όλη του τη ζωή, αλλά έναν και μοναδικό πελάτη τη μέρα. Αλλά δεν θα ήταν βιώσιμο, αφού έτσι η επιτυχία θα ερχόταν υπερβολικά αργά. Οι περισσότεροι στη λίστα αναμονής μας θα πέθαιναν (άπαξ, πλην των βουδιστών) προτού μας επισκεφτούν. Επιπλέον, υπήρχε και άλλο πρόβλημα. Κάποιοι πελάτες μπορεί να μην ήθελαν να κάνουν κάτι μοναδικό, αλλά να γίνουν οι ίδιοι κάτι μοναδικό για εμάς. Θα μας επισκέπτονταν επειδή, για μία ημέρα, θα ήταν το κέντρο του κόσμου μας. Το καινούργιο κουτάβι στο σπίτι. Κάποιοι μπορεί να κατάφερναν να κλείσουν μια θέση για πολλές μέρες σερί. Ισως για χρόνια. Ενα μέρος που θα σέρβιρε μόνο έναν και μοναδικό άνθρωπο στον πλανήτη; Οχι, όχι, πολύ μπερδεμένο. Γι’ αυτό και όταν η κοπέλα πίσω από τον πάγκο, που μάλλον με παρακολουθούσε να χάσκω, με ρώτησε χαμογελαστή εάν ήμουν εντάξει με το φαγητό, ένευσα, πλήρωσα και την έκανα, για να μη φοβηθεί ότι δεν σκόπευα να φύγω ποτέ.
Μια παράλληλη τάξη πραγμάτων
Οι εικόνες που μου προσφέρει ο κόσμος έρχονται συχνά σε σουρεαλιστικούς συνδυασμούς. Μέσα στην ίδια ημέρα, είδα έναν τυφλό νεαρό στο μετρό να υπομένει μειδιώντας την τσιρίδα μιας γυναίκας που, προκειμένου «να μην την πάρει σβάρνα με το κοντάρι», όπως είπε, βάλθηκε να του δίνει οδηγίες σαν ζωντανό GPS, ενώ, κατόπιν, σε ένα στενό, είδα ένα ημιυπόγειο κομμωτήριο που δούλευε χωρίς φώτα, μάλλον λόγω διακοπής ρεύματος.
Είχαν στριμώξει τους πελάτες δίπλα στη μισερή τζαμαρία, για να εκμεταλλεύονται το λιγοστό φως του απομεσήμερου, και τους κούρευαν χαμογελαστοί έτσι, στο περίπου. Φαντάστηκα για μια φορά τον κόσμο αντίστροφα: ό,τι κάνουμε τώρα στο φως να το κάνουμε στο σκοτάδι, ό,τι κάνουμε τώρα στο σκοτάδι να το κάνουμε στο φως. Να κουρεύουμε ή να χειρουργούμε τα μεσάνυχτα, να ξαπλώνουμε στις ταράτσες στις δύο το μεσημέρι για να κοιμηθούμε κάτω από το ηλιόφως. Παράξενος κόσμος.