Την περίοδο της Μεταπολίτευσης, η Ακρα Δεξιά εμφανίστηκε ήδη από τα πρώτα της χρόνια και στις εκλογές του 1977 ως ίχνος της δικτατορίας. Μια τετραετία αργότερα, το ίχνος, μαζί με τις χουντικές αναφορές του, θα εξαφανιζόταν εντελώς από τον πολιτικό χάρτη. Ενα μέρος του 6,82% της «Εθνικής Παρατάξεως» είχε απορροφηθεί από τη Νέα Δημοκρατία, ένα άλλο – το πιο σκληροπυρηνικό – είχε διασκορπιστεί σε μικρότερους σχηματισμούς που φαινομενικά κινούνταν στα όρια της ανυπαρξίας.

Οπως αποδείχθηκε όμως ήταν εκεί ακριβώς που επωαζόταν το αβγό του φιδιού. Δεν είχαμε ξεμπερδέψει – κάθε άλλο. Με την οικονομική κρίση και από την Πάνω Πλατεία, η Ακρα Δεξιά επανασυστήθηκε στην πιο απεχθή της μορφή. Δεν ήταν πια χουντική, ήταν νεοναζιστική, ενώ μια πιο σοφτ, εθνικιστική εκδοχή έφτασε ως τα κυβερνητικά έδρανα.

Αυτό που παρατηρεί κανείς σήμερα είναι η ικανότητα του φιδιού όχι μόνο να αλλάζει δέρμα αλλά και να εμπλουτίζει τις αναφορές του. Στη χούντα, τον νεοναζισμό και τον εθνικισμό ήρθαν να προστεθούν ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, η συνωμοσιολογία και ο ανορθολογισμός, η πουτινοφιλία και η απέχθεια προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ο ταυτοτισμός και το μίσος απέναντι σε κάθε φυλετική ή άλλη μειονότητα.

Ασφαλώς και η καπηλεία των συμβόλων. Για να κρυφτεί η σβάστικα επιστρατεύτηκε μια περικεφαλαία, υπόγειες διαδρομές σκεπάστηκαν με σταυρούς και αγιαστούρες και περίεργες σχέσεις καλύφθηκαν με μοναστικά άμφια.

Ετσι, στη νέα Βουλή δεν φιλοξενείται μια «Εθνική Παράταξις», όπως εκείνα τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αλλά διάφορα μορφώματα. Η δοκιμασία για τη Δημοκρατία όμως παραμένει μία. Και έχει πάντα τη μορφή του φιδιού.