Οι πολιτικοί και ιδεολογικοί χώροι του ακραίου συντηρητισμού, της Ακροδεξιάς και του νεο-ναζισμού έχουν μακρά ιστορική διαδρομή στην Ελλάδα. Χρήσιμο είναι να αποφεύγεται η αυθαίρετη συνένωση και ομαδοποίησή τους – αλλά και να κατανοούνται οι συναντήσεις και διασταυρώσεις τους. Στο σύγχρονο πολιτικό τοπίο εντοπίζουμε τρεις μεγάλες κατηγορίες σε αυτό τον χώρο. Υπάρχουν δυνάμεις που αναπτύσσονται γύρω από τον πολιτικό και κοινωνικό συντηρητισμό. Μέσα από ποικίλες μεταλλάξεις του παλιού συνθήματος «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» επιδιώκουν την επιστροφή σε παραδοσιακά κοινωνικά και πολιτισμικά σχήματα και την αναβάθμιση του ρόλου της θρησκείας και του «νατιβιστικού» έθνους. Παράλληλα, άλλα ρεύματα αυτοπροσδιορίζονται ως «αντι-συστημικά», ενώ συνδυάζουν ετερόκλητες θέσεις και επιχειρηματολογία όπως την κριτική στον καπιταλισμό με την καχυποψία απέναντι σε επιστημονικές εξελίξεις, π.χ. τα εμβόλια κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Δεν είναι σπάνιο ρατσιστικοί, ομοφοβικοί ή σεξιστικοί λόγοι να οχυρώνονται πίσω από το επιχείρημα της «ελευθερίας της έκφρασης». H εκπαίδευση και η καλλιέργεια γνώσεων και ευαισθησιών που επιτρέπουν στους πολίτες σε κράτη δικαίου να διακρίνουν μεταξύ του ελεύθερου και του προσβλητικού, απαξιωτικού ή ρατσιστικού λόγου είναι απαραίτητες. Τέλος, σημαντική θέση καταλαμβάνουν δυνάμεις που βρίσκονται στον αστερισμό του «μετα-φασισμού». Ο όρος περιγράφει την καταγωγική σχέση ποικίλων ρευμάτων με τον φασισμό και τον εθνικο-σοσιαλισμό. Εχουν κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά (εθνικισμός, αντισημιτισμός, ρατσισμός, μιλιταρισμός, αυταρχισμός), αλλά παρουσιάζουν σύνθετες και αντιφατικές μεταλλάξεις.

Αντίθετα με το διαδεδομένο – ακόμη και στην επιστημονική βιβλιογραφία – στερεότυπο, η ανάπτυξη αυτών των πολιτικών και ιδεολογικών χώρων δεν αποτυπώνει την οπισθοδρόμηση ή την υπανάπτυξη της Ελλάδας απέναντι σε μια Ευρώπη της δημοκρατίας, του εκσυγχρονισμού και της προόδου. Αντιθέτως, αυτές οι δυνάμεις αποτελούν εκλεκτικές προσαρμογές αντίστοιχων ευρωπαϊκών πολιτικών και ιδεολογικών τάσεων, με αναφορές στη σκέψη του αντι-διαφωτισμού, του πολιτικού ανορθολογισμού και του ολοκληρωτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ανάγνωση της ελληνικής αρχαιότητας ή εκδοχών της όπως η αρχαία Σπάρτη, έξω από το ιστορικό πλαίσιο και την οικουμενική τους κληρονομιά, καθώς και η εργαλειακή σύνδεσή τους με αφηγήματα ρατσισμού, ευγονισμού, μιλιταρισμού που ανάγονται στον εθνικοσοσιαλισμό. Επίσης, η Ρωσία προσεγγίζεται στο πλαίσιο της ενότητας της Ορθοδοξίας στην ελληνική περίπτωση, σε συνάρτηση, όμως, με τα υλικά και συμβολικά κανάλια επικοινωνίας με τη ρωσική πολιτική εξουσία και τη σαγήνη που προκαλούν αυταρχικές πολιτικές ηγεσίες όπως του Βλαντίμιρ Πούτιν. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται σε αντίστοιχες πολιτικές κινήσεις στην Ευρώπη και διεθνώς.

Εχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι υπήρχαν ανέκαθεν και δεν χρειάζεται να υπερβάλλουμε γύρω από τη σημασία, τον ρόλο ή τις πολιτικές δυνατότητές τους. Αναμφίβολα, δεν χρειάζεται υπερβολή η οποία ενδεχομένως συμβάλλει και στην έμμεση υπερπροβολή τους. Να επισημάνουμε ωστόσο ότι η εκλογική απήχηση αυτών των χώρων κινείται την τελευταία δεκαετία σε διψήφιους αριθμούς, σε αντίθεση με την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η λειτουργία τους ως συγκοινωνούντων δοχείων και η ευρεία ενδο-κινητικότητα των ψηφοφόρων τους, χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς μετακίνησης. Αν αναλογιστούμε ότι δεν αναφερόμαστε μόνον σε ρεύματα πολιτικών ιδεών αλλά και σε σχηματισμούς που εγκαλούνται για τη σχέση τους με άτομα ή φορείς εμπλεκόμενους σε εγκληματικές ενέργειες, σίγουρα αξίζει να σκεφτούμε δυο φορές πριν χαρακτηρίσουμε το φαινόμενο ως ήσσονος σημασίας. Η δημοκρατία είναι ανοιχτός, ανεκτικός αλλά και υπερασπίσιμος χώρος.

Η κυρία Εφη Γαζή  είναι ιστορικός.