Οι στα όρια της πολιτικής υστερίας αντιδράσεις της προέδρου του κόμματος Πλεύση Ελευθερίας Ζωής Κωνσταντοπούλου έναντι του ενδεχομένου ο πρώην πρωθυπουργός κ. Αλ. Τσίπρας να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο, ως επικεφαλής ενός νέου κόμματος, πιθανόν να εκπλήσσουν κάποιους, αλλά όχι όσους ενδεχομένως θα περίμενε κανείς. Ισως γιατί δεν είναι και οι μοναδικές αντιδράσεις. Από την απρόσμενα επιθετική στάση της κυβέρνησης, ως την αμήχανη που καταγράφεται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ή τα κόμματα που δημιουργήθηκαν από τις διασπάσεις του, και τη φαινομενικά αδιάφορη που εμφανίζει το ΠαΣοΚ, οι πιθανές προθέσεις του κ. Τσίπρα εκ των πραγμάτων συνταράσσουν το ούτως ή άλλως ανήσυχο πολιτικό σκηνικό.

Ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους να ανησυχεί. Από τις γενικότητες του είδους, ότι τίποτε καλό δεν προκύπτει όταν ανακατεύεται και ξαναμοιράζεται η τράπουλα, μέχρι τα ειδικότερα, που αφορούν την Κεντροαριστερά, αλλά και την ίδια την κυβέρνηση. Ενα νέο κόμμα στον χώρο αυτόν, παρά τα «ντεσαβαντάζ» που εκ των πραγμάτων κουβαλάει η παρουσία ως επικεφαλής του κ. Τσίπρα, θα δοκιμάσει σκληρά τις αντοχές του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των κομμάτων που δημιουργήθηκαν από τις διασπάσεις του – πέντε τον αριθμό!

Οσο κι αν τα στελέχη των κομμάτων αυτών έχουν απογαλακτιστεί από τον πρώην αρχηγό τους, και αρκετοί από τους υποστηρικτές των κομμάτων αυτών έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί έναντι του «τοτέμ» που συνιστούσε για την Αριστερά ο πρώην πρωθυπουργός, εν τούτοις υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι ψηφοφόρων το οποίο εξακολουθεί να συγκινείται από αυτόν και να προσβλέπει στην επανάκαμψή του.

Με ζητούμενο αν η μαζική μετακίνηση οπαδών τους προς το κόμμα του κ. Τσίπρα είναι ικανή να δημιουργήσει συνθήκες απίσχνασης ή και εξαέρωσης για κάποια από τα κόμματα αυτά, αντιδράσεις όπως της κυρίας Κωνσταντοπούλου ή παλαιότερα του κ. Τσακαλώτου ή ακόμη και του κ. Πολάκη, δεν πρέπει να θεωρούνται παράξενες, ούτε υπερβολικές. Η επανάκαμψη του κ. Τσίπρα, δύο μόλις χρόνια μετά την παραίτησή του από τον ΣΥΡΙΖΑ ως απόρροια της δεινής ήττας στις εθνικές εκλογές του 2023, απειλεί ευθέως την πολιτική τους ύπαρξη, δεδομένης και της πρόθεσής του να μη χρησιμοποιήσει «παλιά» και ως εκ τούτου «φθαρμένα» στελέχη, της περιόδου που ηγείτο του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι αντιδράσεις αποκαλύπτουν φόβο και ανασφάλεια και η παρατεινόμενη σιωπή εκείνου ως προς αυτές εντείνει τις αγχώδεις κινήσεις που τις συνοδεύουν και τις χαρακτηρίζουν. Για τις ηγεσίες των πέντε κομμάτων, αν και όχι με την ίδια ένταση, ένας πιθανός νέος πολιτικός φορέας υπό τον κ. Τσίπρα αποτελεί επικίνδυνη εξέλιξη, και αυτό ίσως εξηγεί και την οξύτητα των επιθέσεων με βαρύτατες, στα όρια της συκοφαντικής δυσφήμησης, κατηγορίες που εξαπολύει εναντίον του, επί του παρόντος μόνο, η κυρία Κωνσταντοπούλου. Είναι βέβαιο όμως ότι όταν αποσαφηνίσει τις προθέσεις του, οι επιθέσεις αυτές θα λάβουν μαζικό χαρακτήρα και θα καλύψουν ολόκληρο το φάσμα των κομμάτων που προήλθαν από τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Και το ΠαΣοΚ; Οπως προαναφέρεται, φαινομενικά αδιαφορεί. Οχι αδίκως. Οριακές θα είναι οι απώλειες για έναν χώρο τον οποίο ο κ. Τσίπρας δοκίμασε πολλές φορές στο παρελθόν να εξαφανίσει λεηλατώντας τον και δεν τα κατάφερε. Γιατί να το πετύχει τώρα;

Αν για όλους αυτούς όμως η κατάσταση είναι λίγο-πολύ «ορατή», εντυπώσεις δημιουργεί η παρατεταμένη επίθεση, εφ’ όλης της ύλης, που έχει εξαπολύσει εναντίον του κ. Τσίπρα η κυβέρνηση και ο επικοινωνιακός μηχανισμός τον οποίο ελέγχει. Δεν υπάρχει ημέρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να μη συμπεριλάβει στο briefing μια απάντηση, συνήθως σκληρή και επιτηδευμένα απαξιωτική, για τον πρώην πρωθυπουργό, ο οποίος, σημειωτέον, δεν έχει άλλη ιδιότητα – επί του παρόντος τουλάχιστον – πλην αυτής του βουλευτή. Το πράγμα δεν ξενίζει απλώς. Δημιουργεί την αίσθηση ότι είναι επί τη βάσει ενός σχεδιασμού, που στον πυρήνα του έχει την προσπάθεια της κυβέρνησης να «σπρώξει» τον κ. Τσίπρα να προχωρήσει στο εγχείρημά του. Ο κ. Μητσοτάκης για άλλη μια φορά πειραματίζεται, με τον βασικό αντίπαλο (που θέλει να έχει) στις προσεχείς εκλογές. Καθώς όλα τα υπαγορεύουν οι συνεχείς μετρήσεις της κοινής γνώμης, φαίνεται ότι σε αυτή τη φάση οι μετρήσεις αυτές προκρίνουν ως πλέον εύκολο αντίπαλο τον κ. Τσίπρα. Θεωρούν ότι η σύγκριση μεταξύ των δύο ανδρών θα είναι καταλυτικά υπέρ του σημερινού πρωθυπουργού. Καθότι, όπως πιστεύουν, στη συλλογική μνήμη εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή η καταστροφική περίοδος της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Είναι όμως; ΄Η μήπως έχει ξεθωριάσει από την απολύτως προβληματική και εξ αυτού του λόγου δυσοίωνη, για τον κ. Μητσοτάκη, δεύτερη τετραετία διακυβέρνησης; Δύσκολη η απάντηση. Αλλωστε όπως και στα μαθηματικά, το «όπερ έδει δείξαι» ισχύει και για την πολιτική…