Η διπλή απογοήτευση στη Νέα Υόρκη που προκλήθηκε από τη ματαίωση της συνάντησης ΜητσοτάκηΕρντογάν  και από τη θριαμβευτική υποδοχή του δεύτερου από τον Τραμπ σηματοδοτεί τη σημερινή επικαιρότητα.

Το ζήτημα που παραμένει να λυθεί είναι ποιο είναι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το άμεσο μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Πρώτα από όλα θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το καθεστώς των ήρεμων νερών που για σχεδόν τρία χρόνια υπήρξε ο κεντρικός άξονας στις σχέσεις αυτές έχει τεθεί προ πολλού υπό αίρεση: για να υπάρχουν ήρεμα νερά προϋποτίθεται η ακινησία στο Αιγαίο ή η προηγούμενη συναίνεση της Τουρκίας σε κάθε ενέργεια της Ελλάδας, ακόμα και εάν αυτή είναι απόλυτα νόμιμη και σύμφωνη με το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτή είναι η ερμηνεία που δίνει η γειτονική μας χώρα στη Διακήρυξη των Αθηνών, όσο στρεβλή και αν είναι μια τέτοια εκδοχή.

Αυτή, όμως, η ερμηνεία δεν αντέχει στον χρόνο. Και πολύ σύντομα η γειτονική μας χώρα θα κληθεί να πάρει αποφάσεις για την αντίδρασή της σε δύο ενδεχόμενες ενέργειες της Ελλάδας: η πρώτη αφορά την πόντιση του καλωδίου σύνδεσης με την Κύπρο που αφορά στο στάδιο αυτό τις έρευνες για τη γεωμορφολογία του βυθού, και που στο πρόσφατο παρελθόν η Τουρκία παρεμπόδισε με την αποστολή πολεμικού πλοίου.

Το επεισόδιο, το οποίο συνέβη στα ανοικτά της Κάσου, κινδυνεύει να επαναληφθεί μετά  την απόφαση της Ελλάδας να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και να συνεχίσει την έρευνα. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει την αποστολή τουρκικού πλοίου, όπως και στο πρόσφατο παρελθόν, και εμπλοκή με το ή τα πολεμικά της Ελλάδας, που οπωσδήποτε θα συνοδεύουν το ερευνητικό πλοίο.

Ουδείς γνωρίζει την εξέλιξη ενός τέτοιου δυσοίωνου σεναρίου, αλλά η πιθανότητα γενίκευσης της σύγκρουσης δεν μπορεί να αποφευχθεί, ιδιαίτερα τώρα που ο Ερντογάν έχει τις εγγυήσεις που του δίνει ο αμερικανός πρόεδρος.

Πάντως ένα τέτοιο επεισόδιο ή ακόμα και η γενίκευσή του πρέπει να προβληματίσουν τον Τούρκο τρόεδρο, καθώς θα είναι η ταφόπλακα στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, κάτι το οποίο δεν μπορεί να αγνοήσει. Και είναι βέβαιο ότι, παρά τη συγκυριακή παρακμή της ΕΕ και παρά την «ανεξάρτητη πολιτική» της Τουρκίας, η χώρα αυτή προσβλέπει στην ΕΕ, έστω και για μια αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης.

Αναφορικά με τις έρευνες υδρογονανθράκων, η εμπλοκή σε αυτές της αμερικανικής Chevron, που θα τις εκτελέσει, κάνουν τη θέση του Ερντογάν εξαιρετικά προβληματική. Γιατί εδώ έχουμε την άμεση παρέμβαση ενός κολοσσού ο οποίος θα έχει την προστασία της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Και παρά τις ενισχυμένες σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, ο αμερικανός πρόεδρος δεν νομίζω να διστάσει ούτε μια στιγμή να αποστείλει τα πολεμικά του πλοία στην περιοχή των ερευνών για να προστατεύσει τα εθνικά, συναλλακτικά του συμφέροντα.

Είπαμε, καλές και άγιες οι σχέσεις με την Τουρκία, αλλά όταν οικονομικά συμφέροντα διακυβεύονται, τότε αυτά υπερισχύουν. Εκτός αν μετά τη συνάντηση της Νέας Υόρκης, ο Τραμπ πειθαναγκάσει τη Chevron να αποσυρθεί, κάτι που θεωρώ ως απίθανο σενάριο.

Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι το ενδεχόμενο σοβαρής πολεμικής αναμέτρησης με την Τουρκία παραμένει ισχνό, χωρίς πάντως να αποκλείεται. Και η Νέα Υόρκη έχει τη βαρύτητα ενός προέδρου του οποίου η πολιτική είναι μεταβαλλόμενη και ευμετάβλητη και όπου η θέση της Ελλάδας στη συνείδησή του, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να συγκριθεί με τη θέση της Τουρκίας, είναι υπολογίσιμη, και δύσκολα θα θυσιαστεί για έναν γείτονα που με το ένα πόδι πατάει στη Δύση και με το άλλο στην Ανατολή.

Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υφυπουργός.