«Η παραγωγικότητα δεν είναι το παν. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, είναι σχεδόν το παν». Η περίφημη ρήση του Πολ Κρούγκμαν υπενθυμίζει ότι οι προοπτικές μιας χώρας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά της να αυξάνει την απόδοση της εργασίας. Στον τομέα αυτόν, η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, οι σχετικοί δείκτες παραμένουν σταθερά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το χάσμα με τις πιο ώριμες οικονομίες διευρύνεται – ιδίως στον ψηφιακό μετασχηματισμό, την καινοτομία και τις παραγωγικές επενδύσεις.
Θεωρητικά, η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να λειτουργήσει ως «μεγάλος εξισωτής», μια σπάνια ευκαιρία για μικρότερες οικονομίες να καλύψουν τη διαφορά. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο πιθανό ένας μικρός παίκτης, λαμβάνοντας το «μαγικό φίλτρο», να φτάσει – ή και να ξεπεράσει – έναν εδραιωμένο οργανισμό. Μεγάλοι τεχνολογικοί κολοσσοί βλέπουν ήδη τα βασίλειά τους να απειλούνται. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η Κίνα έκανε ραγδαία άλματα στην ΤΝ, αφήνοντας πίσω τη Δύση, ανατρέποντας παγκόσμιες ισορροπίες και παραδοχές δεκαετιών.
Σε αυτή τη «γουτεμβέργεια στιγμή», όπως πολύ εύστοχα ειπώθηκε σε πρόσφατο συνέδριο του ΣΕΒ, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν τα πρώτα βήματα, ωστόσο πρέπει να ανεβάσουν στροφές. Η πρόκληση δεν αφορά μόνο το αν επενδύει κανείς στην τεχνολογία αλλά και το πώς. Η υιοθέτηση εργαλείων χωρίς στρατηγική, χωρίς οργανωτική προσαρμογή, δεν οδηγεί στον απαιτούμενο μετασχηματισμό. Στην καλύτερη περίπτωση, οδηγεί σε ημίμετρα. Στη χειρότερη, σε αδράνεια με ψηφιακή επίφαση.
Η νέα τεχνολογία μπορεί να αποτελέσει μεγάλη ευκαιρία και να λειτουργήσει ως καταλύτης μόνο για όσους κινηθούν έγκαιρα και μεθοδικά. Οσοι αδρανήσουν δεν θα μείνουν απλώς πίσω. Θα τεθούν εκτός παιχνιδιού.