Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την εξέλιξη των πραγμάτων στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο την εποχή που γίνεται η μετάβαση από τη δικτατορία του ’67 στη μεταπολίτευση, πρέπει να πιάσουμε το νήμα από πολύ νωρίτερα, δηλαδή από την περίοδο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Η δεκαετία του ’60 ήταν και στην Ελλάδα εποχή πνευματικής άνοιξης και ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να μείνει έξω από το γενικότερο κλίμα. Δύο προσωπικότητες συνέβαλαν την περίοδο εκείνη στην προώθηση της καλλιτεχνικής διάστασης του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος τότε ήταν στα χέρια ολιγάριθμων εταιρειών παραγωγής που αντιμετώπιζαν τις ταινίες ως εμπόρευμα με αποκλειστικό στόχο το σίγουρο κέρδος:

ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος ως μοναχικός καλλιτέχνης αναζητούσε από τότε καινοτόμες αισθητικές φόρμες, και ο Παύλος Ζάννας (στη φάση της μεταπολίτευσης, μάλιστα, αυτοί οι δύο έμελλε να πρωταγωνιστήσουν στη θεσμοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων για την ενίσχυση του σινεμά του δημιουργού).

Το 1960, με πρωτοβουλία κυρίως του Παύλου Ζάννα, ξεκίνησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που έδινε βήμα στους πρωτοπόρους σκηνοθέτες να παρουσιάσουν τη δουλειά τους και, έτσι, ενθάρρυνε πολλούς ταλαντούχους καλλιτέχνες να πειραματιστούν δραματουργικά και να δημιουργηθεί ένα καινοτόμο καλλιτεχνικό κίνημα από μια πλειάδα σκηνοθετών που αναζητούσε νέους τρόπους κινηματογραφικής έκφρασης.

Το πραξικόπημα του ’67 βέβαια διέκοψε απότομα την πορεία του καλλιτεχνικού σινεμά στην Ελλάδα μέσω της επιβολής αυστηρής λογοκρισίας, της αλλαγής προσανατολισμού του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και των πολιτικών διώξεων αρκετών κινηματογραφιστών.

Πολλοί καλλιτέχνες έφυγαν από την Ελλάδα για να αποφύγουν τις διώξεις, άλλοι σιώπησαν ως μια μορφή αντίστασης στη δικτατορία και άλλοι απομονώθηκαν εντελώς. Όσοι έφυγαν στο εξωτερικό, παρά τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης στον νέο τόπο εγκατάστασης, μπόρεσαν να ανοίξουν τους ορίζοντές τους και να εμβαθύνουν στο αντικείμενό τους. Όσοι έμειναν βίωσαν πολλές αντιξοότητες, σιγά-σιγά όμως κάποιοι βρήκαν τρόπους να αποφεύγουν τους σκοπέλους της λογοκρισίας, οδηγούμενοι έτσι σε μια ελλειπτική γραφή.

Δικτυώθηκαν μεταξύ τους και, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, άρχισαν τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας να παράγουν τις ταινίες τους. Από τον Σεπτέμβριο του 1969 είχε ξεκινήσει η έκδοση του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος», το οποίο αποτέλεσε εξαρχής ισχυρό πόλο προβληματισμού γύρω από την αισθητική του κινηματογράφου.

Την ίδια περίοδο ο εμπορικός κινηματογράφος χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως μέσο προπαγάνδας της χούντας, με ταινίες πολεμικές ή κομεντί που παρουσιάζουν μια ροζ εικόνα της καθημερινότητας. Ομως με την ίδρυση της τηλεόρασης αρχίζουν να μειώνονται τα εισιτήρια και ο αριθμός των παραγομένων ταινιών.

Με την πτώση της χούντας οι αυτοεξόριστοι καλλιτέχνες επιστρέφουν από το εξωτερικό και με πρωτοβουλία του Νίκου Κούνδουρου, ως συμβούλου κινηματογραφίας επί υπουργίας Ανδρέα Ανδριανόπουλου, η εποπτεία του κινηματογράφου περνάει από το υπουργείο Βιομηχανίας στο υπουργείο Πολιτισμού, ενώ το 1980 διοργανώνεται και το 1ο Συνέδριο για τον κινηματογράφο.

Έναν χρόνο μετά, με την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία, η Μελίνα Μερκούρη αναλαμβάνει το ΥΠΠΟ και ο Παύλος Ζάννας γίνεται πρόεδρος στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου έχοντας ως βασικό όραμα τη στήριξη του σκηνοθέτη-παραγωγού, προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία της έκφρασης των καλλιτεχνών. Ετσι, έχουμε τη δεύτερη άνοιξη στο ελληνικό σινεμά, που δεν είναι παρά η συνέχεια της πρώτης, μετά την υποχρεωτική διακοπή της Επταετίας.

Ο κ. Βασίλης Βαφέας είναι σκηνοθέτης.