Ο ενδόμυχος φόβος της αδέσμευτης έκφρασης
Του Μάρκου Καρασαρίνη
Επιμέρους διαφωνίες για τον ορισμό του διανοουμένου υπάρχουν πολλές: ο ρόλος, τα χαρακτηριστικά, το χρέος του είναι σημεία προς συζήτηση εδώ και έναν αιώνα. Πάγια πεποίθηση όμως αποτελεί το γεγονός ότι το στοιχείο που οφείλει να τον διακρίνει είναι η παρρησία, η ελεύθερη γνώμη, η κριτική – της κοινωνίας, των ηγεσιών, της εξουσίας. Για τον γάλλο φιλόσοφο Ζιλιέν Μπεντά δεν αρκεί η απλή παραγωγή στοχασμού για να θεωρηθεί κάποιος διανοούμενος. Επιβάλλεται να λειτουργήσει και ως κτήτορας και φύλακας της ανεξάρτητης κρίσης, υπόλογος σε κανέναν άλλον παρά μόνο στην αλήθεια.
Το κριτήριο του Μπεντά επιβεβαιώθηκε σε πολλές περιπτώσεις στη διάρκεια του 20ού αιώνα (και διαψεύστηκε σε άλλες τόσες από πρόθυμους υπηρέτες καθεστώτων), διατηρεί όμως ακέραιη τη χρησιμότητά του καθώς επιτρέπει να γίνει κατανοητό το ισχυρό ρεύμα κατά των ειδημόνων που διαπερνά την τελευταία δεκαετία. Εκπορευόμενο από τον αυταρχικό, εθνολαϊκιστικό, νατιβιστικό χώρο ταυτίζει διανοουμένους, ακαδημαϊκούς και, εν τέλει, την ίδια τη γνώση (όπως υποδεικνύουν οι παλιότερες επιθέσεις του Βίκτορ Ορμπαν και οι πρόσφατες του Ντόναλντ Τραμπ κατά πανεπιστημιακών ιδρυμάτων) με μια ελίτ ταγμένη στα δικά της συμφέροντα, τα οποία αποκλίνουν από αυτά του «λαού».
Εδώ η αναβίωση του στερεοτύπου του επιστήμονα που κλεισμένος στον γυάλινο πύργο του ασχολείται με ζητήματα χωρίς πρακτικό αντίκτυπο συναντά τον τόπο της ρητορικής του «αντισυστημισμού» που συστηματικά αμφισβητεί το κύρος θεμελιωδών κοινωνικών θεσμών. Κοινό στοιχείο στον λόγο και τις ενέργειες αυτές, από την απόρριψη των ειδημόνων από τους Brexiters ως τον εκβιασμό του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ από την αμερικανική κυβέρνηση, είναι η ανεξαρτησία όσων βρίσκονται στο στόχαστρο.
Γιατί έστω κι αν ο ιταλός ιστορικός Εντσο Τραβέρσο υποδεικνύει τη συλλογική υποχώρηση του διανοουμένου στον σύγχρονο πολιτισμό της εικόνας αποδίδοντάς του μηδενικό πολιτικό αντίκτυπο, οι νέες μορφές διασύνδεσης του 21ου αιώνα επιτρέπουν τη μερική, οπωσδήποτε, σε σχέση με το παρελθόν, υπαρκτή παρ’ όλα αυτά δυνατότητα επιρροής σε ένα ομολογουμένως διάχυτο αλλά και πολύ πιο διευρυμένο κοινό από ό,τι στη θεωρούμενη χρυσή εποχή του. Εξ ου και ο αντιδιανοουμενισμός ως πολιτική πρακτική, ο διωγμός των διανοουμένων και η απαξίωση ακαδημαϊκών ιδρυμάτων σήμερα αποβλέπει στην αναστολή του επίφοβου ειδοποιού χαρακτηριστικού τους – του αστάθμητου παράγοντα της αδέσμευτης έκφρασης.
***
Από τους διανοουμένους στους influencers
Της Χριστίνας Κουλούρη
Τι σκεφτόμαστε αλήθεια όταν ακούμε σήμερα τη λέξη «διανοούμενος»; Θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα παράδειγμα διανοουμένου και τι χαρακτηριστικά θα είχε; Ποιος είναι ο ρόλος των διανοουμένων στην «ψηφιακή εποχή» και πώς τα νέα μέσα επικοινωνίας και οι νέες τεχνολογίες έχουν επηρεάσει τη σχέση των ανθρώπων της επιστήμης και της τέχνης με το ευρύ κοινό; Υπάρχει κάποια κρίση αυθεντίας της πνευματικής ελίτ που επιτρέπει την οξεία επίθεση εναντίον πανεπιστημιακών και πανεπιστημίων όπως εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ εδώ και λίγο καιρό; Είναι βεβαίως σαφές ότι δεν ζούμε πλέον στην εποχή του Σαρτρ και του Ράσελ και ότι δύσκολα θα εντοπίζαμε έναν δημόσιο διανοητή υψηλού κύρους, συνήθως φιλόσοφο, που έχει τη δυνατότητα να τοποθετείται σε ένα ευρύ φάσμα επιστημών και να ασκεί ισχυρή επίδραση στο ευρύ κοινό. Στην εποχή των think tanks και της διαδικτυακής αλληλεπίδρασης, θα πρέπει να προσεγγίσουμε με άλλους όρους τον σύγχρονο διανοούμενο και να τον συγκρίνουμε – όσο προκλητικό κι αν μοιάζει – με τον influencer.
Βεβαίως οι διανοούμενοι δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με θετικό πρόσημο και σίγουρα η απαξίωση της «κουλτούρας» από την Αμερική του Τραμπ δεν αποτελεί καινοφανή στάση. Η σύνδεση της διανόησης με το κυρίαρχο «καθεστώς» και τις ελίτ, ο έμμεσος συνειρμός για αλαζονική στάση απέναντι στον αμαθή «όχλο», η στερεοτυπική εικόνα του «κουλτουριάρη» ανευρίσκονται ήδη από τον 19ο αιώνα, με ποικίλες μορφές και διατυπώσεις, σε πολιτικές θέσεις και σατιρικά κείμενα, για να αποκτήσουν περίοπτη θέση στα φασιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου. Eκτοτε, ο αντι-διανοουμενισμός αποτέλεσε συστατικό στοιχείο των ακροδεξιών ιδεολογικών τάσεων, κάτι που επιβεβαιώνεται και στις μέρες μας. Αυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα, εξάλλου, είναι εχθρικά προς τους διανοουμένους γιατί συνήθως οι διανοούμενοι αμφισβητούν την εξουσία και τα κυρίαρχα αφηγήματα και προωθούν την κριτική σκέψη, αποτελώντας απειλή για καθεστώτα που στηρίζονται στον ιδεολογικό έλεγχο της πληροφορίας και τη χειραγώγηση των μαζών. Αντιπροσωπεύοντας την ανεξαρτησία της σκέψης, οι διανοούμενοι μπορούν να κινητοποιήσουν τη μαζική διαμαρτυρία και αντίσταση απέναντι στην καταπιεστική εξουσία. Υπό την έννοια αυτή, στο σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον, ένας/μια influencer, με μεγάλη απήχηση στους «ακολούθους» του/της, θα μπορούσε να λειτουργήσει εξίσου απειλητικά για ένα καθεστώς, εφόσον τοποθετούνταν κριτικά απέναντί του.
Αυτό πράγματι έχει συμβεί με ακτιβίστριες που έχουν χρησιμοποιήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως η Λουτζέιν αλ Χαδλούλ (Σαουδική Αραβία) και η Νασρίν Σοτουντέ (Ιράν), αλλά ο κυρίαρχος τύπος influencer συνήθως ενισχύει τις δημοφιλείς τάσεις και ευθυγραμμίζεται με το κυρίαρχο αφήγημα. Σε αντίθεση με τον διανοούμενο που, κατά κανόνα, θεωρείται ότι διακρίνεται για τη γνώση και την κριτική του σκέψη, ασχολούμενος συχνά με αντιδημοφιλή θέματα, ο influencer ενδιαφέρεται για αλγοριθμική ορατότητα και δημοφιλία, ασχολούμενος με το λαϊφστάιλ και θέματα μαζικής απήχησης. Ωστόσο, τόσο ο διανοούμενος όσο και ο influencer μπορούν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη, φτιάχνοντας τα δικά τους ακροατήρια και επηρεάζοντας τον τρόπο που οι άνθρωποι σκέφτονται, αισθάνονται ή δρουν. Oλο και περισσότερο οι σύγχρονοι διανοούμενοι διαγκωνίζονται με τους ποικίλους εποίκους του Διαδικτύου για ψηφιακό έδαφος με blogs, podcasts, Facebook και άλλα μέσα δημόσιας παρέμβασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν εξακολουθούν να αξιοποιούν πιο παραδοσιακά μέσα διάχυσης των απόψεών τους, όπως βιβλία, αρθρογραφία, συμμετοχή σε δημόσιες συζητήσεις.
Εν τούτοις, το Διαδίκτυο άνοιξε διάπλατα τις πόρτες για την αμφισβήτηση της αυθεντίας των «ειδικών», των «διανοουμένων» και των επιστημόνων, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε και στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης. Σωστότερα, το Διαδίκτυο, προσφέροντας βήμα σε ένα ευρύτατο σύνολο από «φωνές», έδωσε τα καθ’ όλα δημοκρατικά εργαλεία για να δημιουργηθεί η «κοινή αυθεντία» ή «αυθεντία από κοινού» («shared authority» σύμφωνα με τον Μάικλ Φρις). Η αμφισβήτηση της αυθεντίας αποδυνάμωσε τους διανοουμένους και έκανε ευάλωτη την εξειδικευμένη γνώση και την υψηλή παιδεία σε πολιτικές επιθέσεις. Στον ψηφιακό κόσμο οι influencers υποκατέστησαν σε μεγάλο βαθμό τους διανοουμένους ως διαμορφωτές γνώμης, αλλά υπάρχουν ευδιάκριτα όρια ως προς τον βαθμό και τα πεδία επιρροής. Ας θυμηθούμε ότι οι πλέον δημοφιλείς αμερικανοί καλλιτέχνες, με τα εκατομμύρια ακολούθους, είχαν τοποθετηθεί εναντίον του Τραμπ, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.
***
Αντιδιανοουμενισμός και πολιτική
Του Ηλία Μαδεμλή
Ο αντιδιανοουμενισμός (anti-intellectualism) που διαπερνά την πολιτική και πολιτισμική ζωή των σύγχρονων κοινωνιών εμφανίζεται σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών συμπεριφορών, εκτεινόμενος από την αμφισβήτηση της επιστημονικής τεκμηρίωσης έως και την αποδόμηση του ρόλου των διανοουμένων στη δημόσια σφαίρα. Ο αντιδιανοουμενισμός δεν συνιστά απλώς μια ρητορική στρατηγική ή μια ιδεολογική στάση, αλλά συγχρόνως εκφράζει κρίση εμπιστοσύνης προς τη γνώση, την επιστήμη και τους θεσμούς της.
Παρότι οι μορφές του αντιδιανοουμενισμού δεν είναι ενιαίες (θρησκευτικός ανορθολογισμός, λαϊκιστικός αντιελιτισμός, ανεπεξέργαστος εργαλειακός πραγματισμός), η απόρριψη της γνώσης ως εργαλείου εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος συνιστά απειλή για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Ο αντιδιανοουμενισμός δεν αποτελεί σκεπτικισμό ή εχθρική στάση απέναντι σε ορισμένους εκπροσώπους της διανόησης, αλλά στρατηγική υποβάθμισης της γνώσης, η οποία αντιμετωπίζεται ως εργαλείο χειραγώγησης στα χέρια μιας αποξενωμένης ελίτ: των διανοουμένων. Οι διανοούμενοι παρουσιάζονται ως αποσυνδεδεμένοι από τις πρακτικές ανάγκες των πολιτών και ως υπερόπτες καθοδηγητές που αποφεύγουν να λογοδοτήσουν για τις συνέπειες των ιδεών και των προτάσεών τους. Η αποξένωσή τους από τις λαϊκές τάξεις, η προσκόλλησή τους σε αφηρημένες οικουμενικές αξίες και η εικόνα τους ως υπέρμαχων ενός κοσμοπολιτισμού που αντιμάχεται τις εθνικές ταυτότητες ενισχύουν τις αντιλήψεις περί ελιτισμού οι οποίες διαμορφώνουν τη δημόσια πρόσληψη της διανόησης.
Η πρόσφατη έξαρση του αντιδιανοουμενισμού ανέδειξε τη σύνδεσή του με τον πολιτικό λαϊκισμό. Στις ΗΠΑ, κάθε φορά που αμφισβητείται η ρατσιστική και κοινωνική διάσταση της «αμερικανοκεντρικής εξαιρετικότητας», η στρατηγική του αντιδιανοουμενισμού χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που απαιτούν αλλαγές ως απειλή για τη σταθερότητα της χώρας. Παράδειγμα αποτελεί η κυβέρνηση Τραμπ, η οποία υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι «εγγενώς άδικη και ρατσιστική χώρα… αλλά μια χώρα που διαθέτει ξεχωριστή ταυτότητα και ευγενείς παραδόσεις, τις οποίες οι πολίτες της πρέπει να υπερασπίζονται σθεναρά, όχι να τις αμφισβητούν». Κάτι αντίστοιχο παρατηρήθηκε και στη Γαλλία, όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν προέβη σε ακραίους χαρακτηρισμούς σε βάρος των Σαρτρ, Καμί, Mοριάκ και Σιμόν Βέιλ, της οποίας η «προδοσία» ήταν διπλή, αφού «απέκλινε τόσο από την πραγματική ζωή όσο και από την πραγματική θηλυκότητα». Πίσω από τον αντιδιανοουμενισμό, εν τέλει, κρύβεται μια ιδεολογία διαρκούς και συστηματικής υποτίμησης της ιδέας του πολιτισμού υπέρ της ιδέας της φύσης – μια ιδεολογία που διαρρηγνύει θεμελιώδεις δεσμούς με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία.
Στην καρδιά όμως του σύγχρονου αντιδιανοουμενισμού βρίσκεται και η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς και η αναζήτηση εναλλακτικών αφηγήσεων. Η παγκοσμιοποίηση, η αποβιομηχάνιση και η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων δημιούργησαν ένα υπόστρωμα απογοήτευσης, στο οποίο η επιστημονική αυθεντία και η τεχνοκρατική διοίκηση θεωρούνται ανεπαρκείς ή και συνυπεύθυνες για την απώλεια της κοινωνικής συνοχής. Οι μηχανισμοί δαιμονοποίησης των διανοουμένων είναι ενσωματωμένοι σε διαδικασίες με τις οποίες άτομα ή ομάδες, αντιμέτωπα με ένα τραυματικό παρόν, επιδιώκουν να προστατευτούν από το αίσθημα αποσταθεροποίησης. Η απόρριψη της επιστημονικής γνώσης – όπως φάνηκε στην περίπτωση της κλιματικής κρίσης ή της πανδημίας – αποτελεί όχι μόνο στάση αμφισβήτησης, αλλά και μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας. Ο λαϊκισμός αξιοποιεί συχνά την απόρριψη των διανοουμένων ως εργαλείο υπονόμευσης και απονομιμοποίησης των καθιερωμένων μορφών εξουσίας.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη απειλή για τη δημόσια σφαίρα είναι η σκόπιμη και οργανωμένη αποδόμηση της γνώσης από ισχυρά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Στη νέα εκδοχή του ο αντιδιανοουμενισμός δεν αποτελεί απλώς έκφραση λαϊκής δυσαρέσκειας, αλλά εργαλείο εξουσίας που αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, στη χειραγώγηση της δημόσιας συζήτησης και στη συντήρηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η δυσφήμηση, δηλαδή, των διανοουμένων και των επιστημονικών θεσμών δεν αποβλέπει στον δημοκρατικό έλεγχο, αποσκοπεί στη συντήρηση αφανών, δυσερμήνευτων και ανισότιμων σχέσεων ισχύος.
Απέναντι σε αυτή τη σύνθετη πρόκληση οι διανοούμενοι οφείλουν να επανακαθορίσουν τη θέση τους στη δημόσια σφαίρα, αποφεύγοντας την αυτάρεσκη εσωστρέφεια και τη μεμψίμοιρη λογική του αποκλεισμού, εντείνοντας τη συμβολή τους στον δημόσιο διάλογο ως γέφυρα ανάμεσα στη γνώση και τη βιωμένη εμπειρία. Η διανόηση, όταν απεγκλωβίζεται από την «ivory tower mentality» και συνδέεται με τις κοινωνικές ανάγκες, μπορεί να λειτουργήσει ως δύναμη εκδημοκρατισμού, δημιουργικότητας και θεσμικής ανανέωσης.
Η υπεράσπιση της πνευματικής ζωής ισοδυναμεί με την ελεύθερη αναζήτηση της αλήθειας, της τεκμηρίωσης και του διαλόγου. Αν οι διανοούμενοι δεν επιδιώξουν να αποκαταστήσουν τη σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία, τότε ο αντιδιανοουμενισμός θα αποτελέσει προάγγελο μιας μετα-δημοκρατικής εποχής, όπου η γνώση δεν θα έχει θέση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι διανοούμενοι δεν είναι αλάνθαστοι, ούτε υπεράνω κριτικής· ωστόσο, η αποδοχή της γνώσης τους, όταν είναι τεκμηριωμένη και διαφανής, αποτελεί θεμέλιο μιας ορθολογικής και πλουραλιστικής κοινωνίας.
Ο κ. Ηλίας Μαδεμλής είναι διδάκτορας Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Paris VIII.
***
Η τραμπική επίθεση στην επιστήμη
Της Τζένης Λιαλιούτη
«Θα επιβιώσει η αμερικανική επιστήμη της προεδρίας Τραμπ;» ήταν το ερώτημα που έθεσε πριν από λίγες ημέρες το, διεθνούς φήμης, επιστημονικό περιοδικό «Nature». Το ερώτημα, που παλιότερα θα ηχούσε ως παραδοξολογία, πυροδοτήθηκε από την επίθεση Τραμπ στις εκπαιδευτικές και ερευνητικές υποδομές των Ηνωμένων Πολιτειών. Από τις πιο ηχηρές εκφάνσεις της επίθεσης υπήρξε η δραστική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης προς τα κορυφαία πανεπιστήμια της χώρας, καθώς και ο περιορισμός της διάθεσης ερευνητικών κονδυλίων. Η κίνηση αυτή συνδέθηκε από τον αμερικανό πρόεδρο με μία άνευ προηγουμένου πολιτική παρέμβαση στο περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ομως, αυτή η εξέλιξη αποτελεί μία μόνο όψη της ρήξης που καταγράφεται στη σχέση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τον εκπαιδευτικό και ερευνητικό ιστό της χώρας. Εξίσου κρίσιμες πτυχές αυτής της ρήξης αποτελούν η διαμόρφωση μιας εχθρικής στάσης έναντι των μη αμερικανών ακαδημαϊκών και φοιτητών, καθώς και η αμφισβήτηση της εγκυρότητας και της αξίας της επιστημονικής γνώσης. Οι επιλογές αυτές σηματοδοτούν μία τομή στη σχέση της αμερικανικής κυβέρνησης με την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, για λόγους που αφορούσαν και τη γεωπολιτική συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης μέσα από τη θεαματική ενίσχυση της κρατικής χρηματοδότησης. Συγχρόνως, ανέδειξε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε τόπο υποδοχής επιστημόνων, καθώς και σε χώρα διάχυσης επιστημονικών και τεχνολογικών προτύπων. Το τρίπτυχο αυτό – κρατική υποστήριξη της έρευνας, προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων, διαμόρφωση διεθνικών δικτύων διάδοσης των αμερικανικών επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων – θεμελίωσε την επιστημονική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία αποτέλεσε παράλληλα με την οικονομική και στρατιωτική ισχύ, προϋπόθεση της αμερικανικής ηγεμονίας.
Η επιδίωξη της ισχύος παραμένει ασφαλώς προτεραιότητα της προεδρίας Τραμπ. Μεταβάλλει, όμως, τους τρόπους επιδίωξής της. Με αιχμή του δόρατος τις θεωρίες συνωμοσίας που επικεντρώνονται στον κορωνοϊό και στην κινεζική απειλή, ο Τραμπ επιχειρεί με πρόσφατο εκτελεστικό διάταγμα να περιχαρακώσει την ιατρική έρευνα στα όρια του έθνους-κράτους δυσχεραίνοντας τις συνέργειες με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Η στάση του Ντόναλντ Τραμπ στην πανδημία του κορωνοϊού υπήρξε, άλλωστε, ενδεικτική της ευθείας αμφισβήτησης της επιστήμης και των φορέων της. Ωστόσο, τα παραπάνω δεν θα πρέπει να συνδεθούν μονοσήμαντα με το πρόσωπο του Τραμπ. Από πολλές απόψεις, συνιστούν συνέχεια του αμερικανικού συντηρητισμού και των «πολέμων της κουλτούρας», όπως εκτυλίσσονται τις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός συντηρητισμός πολιτικοποίησε το διδακτικό πρόγραμμα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ταυτίζοντας συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία με την αποκαλούμενη πολιτική ορθότητα και την κυριαρχία των φιλελεύθερων ελίτ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η μάχη κατά της θεωρίας της εξέλιξης στα σχολεία. Ετσι, όταν το 2015 ο Τραμπ στο βιβλίο του για την «τραυματισμένη Αμερική» έγραφε πως το «στρατόπεδο της πολιτικής ορθότητας έχει καταλάβει τα σχολεία μας», αυτό απηχούσε ένα οικείο μοτίβο του συντηρητικού λόγου.
Στοιχεία συνέχειας με όσα εφαρμόζονται από την προεδρία Τραμπ έναντι των εκπαιδευτικών και ερευνητικών θεσμών μπορούμε να εντοπίσουμε και στο ογκώδες μανιφέστο Project 2025 που εξέδωσε, το 2023, ο συντηρητικός οργανισμός παραγωγής ιδεών Heritage Foundation. Το μανιφέστο θέτει στο στόχαστρό του τα ερευνητικά κέντρα των ΗΠΑ, και ιδιαίτερα το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH). Το τελευταίο δαιμονοποιείται για τη δράση του σε μη αποδεκτά, από τον οργανισμό, πεδία έρευνας, ενώ υποδεικνύεται ως πιθανός υπαίτιος για τη δημιουργία του κορωνοϊού. Επιπλέον, καλεί σε συρρίκνωση ερευνητικών φορέων όπως το Γραφείο Ωκεάνιας και Ατμοσφαιρικής Ερευνας, στο οποίο καταλογίζει ότι μέσω της «θεωρητικής επιστήμης» τροφοδοτεί έναν ατεκμηρίωτο πανικό για την κλιματική αλλαγή. Το ίδιο κείμενο παρουσιάζει τα αμερικανικά πανεπιστήμια ως διαβρωμένα από τη «woke» κουλτούρα, αλλά και από την κινεζική προπαγάνδα, ενώ στηλιτεύει την ηγεσία των κορυφαίων πανεπιστημίων της χώρας ως ξένη προς την κουλτούρα και την ιδεολογία του μέσου Αμερικανού. Αξίζει επίσης να προσεχτεί ότι κάνει λόγο για μια «επιστήμη των πολιτών», η οποία θα πρέπει να μπορεί να ελέγχει και να εγκαλεί τη θεσμική επιστήμη για «σφάλματα». Ταυτίζοντας την επιστήμη με τις ελίτ και βάζοντας σε αντιπαράθεση τον μέσο άνθρωπο με τους φορείς της επιστημονικής γνώσης, ο τραμπισμός, αλλά και κύκλοι του αμερικανικού συντηρητισμού, υπονομεύουν την επιστημονική κατανόηση του κόσμου, και άρα τη δυνατότητα της ορθολογικής οργάνωσής του.
Η κυρία Τζένη Λιαλιούτη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης στο ΕΚΠΑ.