Από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή, γίνεται πολύς λόγος για την «πρωτοφανή» πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας. Εχουμε κοντή μνήμη: οι ΗΠΑ είναι, από τη φύση τους, από την κατασκευή τους, κατακερματισμένες – η ιστορία τους είναι μια διαδοχή από συγκρούσεις, μεταξύ των οποίων ένας πολυαίμακτος πόλεμος όπου ο Νότος ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, αλλά όχι απαραιτήτως στο κοινωνικό εποικοδόμημα.

Η ιδεολογική πόλωση – οι πικρές διαφορές μεταξύ των πολιτικών-κομματικών τοποθετήσεων – και η συναισθηματική πόλωση – η αντιπάθεια και η δυσπιστία έναντι διάφορων κοινωνικών ομάδων – ήταν και παραμένει εξέχον στοιχείο της αμερικανικής ζωής. Αν και σήμερα τα αμερικανικά ΜΜΕ οξύνουν απροκάλυπτα τις ιδεολογικές διαμάχες, κάτι που δεν συμβαίνει με παρόμοια ένταση στις συγκρίσιμες δημοκρατίες, η «πόλωση» είναι σύμφυτη στο αμερικανικό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα: οι φυλετικές, οικονομικές και πολιτιστικές αποκλίσεις δημιουργούν βαθιά αντιτιθέμενα ιδεώδη και στόχους, ενώ την ασυμμετρία επιδεινώνουν οι παράγοντες του φεντεραλισμού και του δικαμεραλισμού.

Δεν έχω χώρο για να αφηγηθώ τη μακρά ιστορία του διχασμού στις ΗΠΑ. Απλουστεύοντας, αναφέρω τέσσερα σημεία που παρατηρούμε τα τελευταία 20 χρόνια:

  1. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει κινηθεί προς την ελευθεριακή, ανορθολογική και θρησκομανή δεξιά.
  2. Το Δημοκρατικό Κόμμα έχει υιοθετήσει την κουλτούρα woke.
  3. Εχουν συμβεί μετατοπίσεις που ξεκαθάρισαν την παλαιότερη ιδεολογική σύγχυση: π.χ., οι εναπομείναντες ρατσιστές του Νότου που ψήφιζαν παραδοσιακά το Δημοκρατικό Κόμμα προσχώρησαν στους Ρεπουμπλικανούς τους οποίους κάποτε προσελάμβαναν ως το κόμμα των φιλελεύθερων Γιάνκηδων.
  4. Ο δημόσιος διάλογος, που δεν είναι διάλογος, έχει μεταφερθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου έχουν καταργηθεί όλοι, όλοι ανεξαιρέτως, οι κανόνες της δημοκρατικής συμβίωσης. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω οι ψηφοφόροι των δύο κομμάτων δεν έχουν απλώς δυσμενείς απόψεις για τους αντιπάλους τους, αλλά τους σιχαίνονται.

Πράγματι, φαίνεται ότι μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ liberals και συντηρητικών Ρεπουμπλικανών, το οποίο ίσως είχε μειωθεί ελαφρώς στη δεκαετία του 1970, είχε αυξηθεί επί Ρόναλντ Ρέιγκαν στη δεκαετία του 1980, είχε ξαναμειωθεί ελαφρώς επί Τζορτζ Μπους senior και επί Μπιλ Κλίντον, είχε ξανααυξηθεί επί Τζορτζ Μπους junior και Μπαράκ Ομπάμα, για να πάρει τεράστιες διαστάσεις επί Ντόναλντ Τραμπ. Αλλά η πόλωση και η απειλή πολιτικής βίας δεν έλειψαν ποτέ: ακόμα και σε περιόδους που θεωρούνται λιγότερο πολωμένες από άλλες – όπως εκείνη της βραχυχρόνιας μεταπολεμικής «συναίνεσης» – οι πολιτικές δολοφονίες βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και οι πολιτευόμενοι εκφωνούσαν εμπρηστικούς λόγους εναντίον των αντιπάλων τους πυροδοτώντας εμφύλιες έριδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η ομιλία του Πατ Μπιουκάναν στο Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικανών το 1992 με την οποία ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως «παλαιοσυντηρητικός» κήρυξε πολιτιστικό πόλεμο.

Σήμερα, όπως σε πολλές φάσεις της αμερικανικής ιστορίας, εκτυλίσσεται διελκυστίνδα ανάμεσα σε εκείνους που οραματίζονται μια δημοκρατία ευρωπαϊκού τύπου και σε όσους προσκολλώνται στην παράδοση των Πουριτανών επιδιώκοντας την ιδανική «χριστιανική δημοκρατία» (whatever that means…). Η διελκυστίνδα περιλαμβάνει διεστώτα περί οικονομίας, ρόλου και μεγέθους του κράτους, ηθών και τρόπου ζωής· οι δύο πόλοι έχουν εντελώς διαφορετική πρόσληψη του κόσμου και αντιδιαμετρικές ηθικές και πολιτικές αρχές.

Αυτό που έχει αλλάξει σήμερα είναι ότι οι Αμερικανοί εκφράζονται χωρίς συμφιλιωτικό φίλτρο. Οι οικογένειες έχουν πάψει να αναζητούν κοινό έδαφος: αν διαφωνούν ιδεολογικά, οι μεν κόβουν την καλημέρα στους δε. Στον έμμονο αμερικανικό διχασμό έχουν προστεθεί νέα ερωτήματα – π.χ., η κλιματική κρίση ή η τεκνοθεσία σε ομόφυλα ζευγάρια – ενώ δεν έχουν απαντηθεί τα παλιά: οι στρατιωτικές δαπάνες, ο ρόλος των ΗΠΑ στον κόσμο, η υγειονομική περίθαλψη, οι φόροι, η οπλοφορία, η μετανάστευση. Με λίγα λόγια, πολλαπλασιάζονται τα σημεία τριβής ανάμεσα σε φορείς αντικρουόμενων νοοτροπιών, ενώ, παραλλήλως, στην τοπική διοίκηση και στις ανεξάρτητες αρχές – στην αστυνομία, στη δικαιοσύνη – καταγράφεται αυταρχική, «δεξιά» ανάκρουση.

Η μετριοπάθεια δεν ήταν ποτέ το φόρτε της αμερικανικής δημοκρατίας. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα, που ενισχύει τις πλουτοκρατικές και θεοκρατικές τάσεις, όχι μόνο εμποδίζει τη συναίνεση, αλλά ευνοεί την αύξηση της πραγματικής ή της αντιληπτής πόλωσης: στις ΗΠΑ υπάρχουν θεσμικά εμπόδια εναντίον του εξτρεμισμού. Οσο για τις αιτίες αυτής της πραγματικής ή της αντιληπτής πόλωσης, πρέπει να αναζητηθούν από τη μια πλευρά στη ριζοσπαστικοποίηση των ελίτ που προσπαθούν να επιβάλουν ήθη τα οποία ο απαίδευτος αμερικανικός λαός θεωρεί απαράδεκτα, και από την άλλη στις χειριστικές λαϊκιστικές ηγεσίες που ενθαρρύνουν τις εκδηλώσεις του έξαλλου όχλου.

Αλλά, όπως είπα, αυτή η κατάσταση δεν είναι καινούργια: από το 1847, οι Αμερικανοί έχουν δολοφονήσει καμιά εκατοστή πολιτικά πρόσωπα – και σήμερα, σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ένας στους τέσσερις πιστεύει ότι η πολιτική βία είναι αναπόφευκτη για να σωθεί η χώρα. Να σωθεί από τι; Από τον σοσιαλισμό, από την ολίσθηση στα Σόδομα κι από την εισβολή του τρομερού Μακαρονοτέρατος.

Η κυρία Σώτη Τριανταφύλλου είναι συγγραφέας.