Βρισκόμαστε στο 1917. Στην κορύφωση δηλαδή του Εθνικού Διχασμού. Προηγουμένως, ήδη από το 1915, εκδηλώνεται η διαφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου όσον αφορά τη στάση της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παρά τη νίκη των βενιζελικών στις εκλογές του Μαΐου του 1916, ο βασιλιάς επιμένει στη γραμμή της ουδετερότητας και ο Βενιζέλος εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την εξουσία, σχηματίζοντας όμως λίγο αργότερα την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης.

Τον Νοέμβριο του 1916 πλοία της Αντάντ βομβαρδίζουν την Αθήνα και αποβιβάζουν στρατεύματα με αποτέλεσμα συμπλοκές με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις των «επιστράτων», που αποτελούνται από φιλοβασιλικούς απόστρατους αξιωματικούς.

Ταυτόχρονα, οι επίστρατοι προβαίνουν σε βιαιοπραγίες εναντίον των βενιζελικών της Αθήνας. Στα τέλη όμως της άνοιξης του 1917 ο βασιλιάς εξαναγκάζεται από τις δυνάμεις της Αντάντ να αποχωρήσει και οι βενιζελικοί επιστρέφουν στην εξουσία. Ηρθε λοιπόν η ώρα να τιμωρήσουν τους αντιπάλους τους.

Η παραπομπή

Ο καθηγητής Σπυρίδων Λάμπρος διετέλεσε πρωθυπουργός από τις 27 Σεπτεμβρίου 1916 μέχρι και την 21η Απριλίου 1917. Η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο των εκδόσεων Ευρασία «Σπυρίδων Λάμπρος, ο ιστορικός, το έργο και η εποχή του»

Ο Σπυρίδων Λάμπρος υπήρξε καθηγητής της Ελληνικής Ιστορίας και της Παλαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (και πατέρας της Λίνας Π. Τσαλδάρη, της πρώτης γυναίκας υπουργού το 1958). Αν είχε περιοριστεί στην καθηγητική του ιδιότητα, δεν θα γινόταν τόσος λόγος για το όνομά του παρά μόνο στα επιστημονικά συγγράμματα. Διέπραξε όμως το λάθος να αναλάβει πρωθυπουργός μίας από τις φιλοβασιλικές κυβερνήσεις της περιόδου του Εθνικού Διχασμού, από τις 27 Σεπτεμβρίου 1916 μέχρι και την 21η Απριλίου 1917.

Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του συνέβησαν και τα προαναφερθέντα «Νοεμβριανά». Ηταν λοιπόν προφανές ότι όταν οι βενιζελικοί θα ανέκαμπταν στην εξουσία, δεν θα έμενε ατιμώρητος. Και πράγματι τον Αύγουστο του 1917 αρχίζει η ποινική διαδικασία όχι μόνον εναντίον του, αλλά εναντίον ολόκληρης της κυβέρνησής του. Αντίστοιχη ποινική διαδικασία δρομολογήθηκε και εναντίον της προηγούμενης φιλοβασιλικής κυβέρνησης του Στέφανου Σκουλούδη.

Ειδικότερα, στις 20 Αυγούστου 1917 η Βουλή αποφασίζει, με 135 ψήφους υπέρ και 8 κατά, την παραπομπή της κυβέρνησης Λάμπρου. Παράλληλα συγκροτείται 12μελής προανακριτική επιτροπή με πρόεδρο τον Π. Μερλόπουλο και εισηγητή τον Π. Αραβαντινό, η οποία παραδίδει στις 3 Οκτωβρίου 1917 το πόρισμά της στη Βουλή.

Σελίδες από το πρωτότυπο χειρόγραφο του πορίσματος της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής για την παραπομπή της κυβέρνησης Λάμπρου

«Το Βήμα» παρουσιάζει σήμερα το πρωτότυπο πόρισμα της δωδεκαμελούς προανακριτικής επιτροπής της Βουλής με τις υπογραφές των μελών της στο τέλος. Με το πόρισμα αυτό, προτείνεται η παραπομπή του Λάμπρου και των υπουργών Α. Τσέλου (Εσωτερικών), Ευγ. Ζαλοκώστα (Εξωτερικών), Ι. Δαμιανού (Ναυτικών), Ι. Χατζόπουλου (Στρατιωτικών), Σ. Τζαναντουλέα (Οικονομικών), Μ. Σουλτάνη (Δικαιοσύνης) και Ε. Χαρίλαου (Επισιτισμού) για τέσσερις κατηγορίες:

– Πρώτον, ότι συνεργάστηκαν με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Δούσμανη, τον Μεταξά και τις κυβερνήσεις Σκουλούδη και Γούναρη προκειμένου να μεταβάλουν το πολίτευμα «διά βιαίων μέσων» σε μοναρχικό.

– Δεύτερον, ότι οργάνωσαν ένοπλες ομάδες στη Λάρισα και στα Τρίκαλα με σκοπό να εισβάλουν στην ουδέτερη ζώνη που είχαν δημιουργήσει οι Γάλλοι.

– Τρίτον, ότι ανέχτηκαν ή και υποκίνησαν τα «Νοεμβριανά»,

– Τέταρτον, ότι ιδιοποιήθηκαν αυθαίρετα τη νομοθετική εξουσία.

Από το ανακριτικό υλικό (έκτασης 1.052 σελίδων) που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα», είναι σαφής η προσπάθεια της ανάκρισης να καταλογίσει στην κυβέρνηση Λάμπρου τις βιαιοπραγίες των «Νοεμβριανών».

Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο κεφάλαιο του πορίσματος, το οποίο προηγείται των πεπραγμένων της κυβέρνησης Λάμπρου και φέρει τον τίτλο «Η προϋφιστάμενη συνωμοσία»: «Η επισκόπησις της συνταγματικής και πολιτικής ιστορίας της Χώρας από της ενάρξεως του ευρωπαϊκού πολέμου… παρέχει αρκούσας κατά την κρίσιν της Επιτροπής ενδείξεις, ότι ο παραιτηθείς Βασιλεύς Κωνσταντίνος, αποσκοπών εις το να επιβάλη, ως προς τον διεθνή προσανατολισμόν της Ελλάδος απέναντι των εμπολέμων και εν γένει την εξωτερικήν αυτής πολιτικήν, την προσωπικήν εαυτού θέλησιν, αδιαφόρως ή και εν αντιθέσει προς την θέλησιν του Λαού, όστις, κατά το άρθρ. 21 του Συντάγματος, είναι η πηγή απασών των εξουσιών και συνεκδοχικώς ο κυρίαρχος ρυθμιστής της πολιτικής, τελεσιδίκως περί ταύτης αποφαινόμενος διά της εν εκλογαίς και διά πλειοψηφίας παρεχομένης υπ’ αυτού εμπιστοσύνης εις τους εκζητούντας ταύτην πολιτικούς Ηγέτας, συνώμοσε μετ’ άλλων, εν οις πρωτεύουσαν θέσιν κατέχουν οι τότε διευθύνοντες το Γενικόν Επιτελείον του Στρατού Υποστράτηγος Δούσμανης και Συνταγματάρχης Μεταξάς, και οι Γεώργιος Στρέιτ, Δημήτριος Γούναρης, οίτινες, συναποφασίσαντες και συνυποχρεωθέντες μετ’ αλλήλων, επεδίωξαν υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι να μεταβάλουν το καθεστώς πολίτευμα».

Το ανακριτικό υλικό και η απολογία Λάμπρου

Μετά την απόφαση της Βουλής στις 9 Οκτωβρίου 1917 και τη συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου λίγες ημέρες αργότερα, που υιοθέτησε το πόρισμα της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής, αρχίζει η ανακριτική διαδικασία. Εξετάζονται πολλοί μάρτυρες, οι οποίοι καλούνται να καταθέσουν κυρίως όσον αφορά τις βιαιοπραγίες των επιστράτων κατά τα «Νοεμβριανά» και την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.

Από το ανακριτικό υλικό (έκτασης 1.052 σελίδων) που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα», είναι σαφής η προσπάθεια της ανάκρισης να καταλογίσει στην κυβέρνηση Λάμπρου τις βιαιοπραγίες των «Νοεμβριανών». Περιέχονται επίσης πάρα πολλά διπλωματικά έγγραφα, κυρίως τηλεγραφήματα πρεσβειών, που επιχειρούν να καταδείξουν την προδοτική (κατά τους βενιζελικούς) στάση των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων.

Το έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών, που θέτει στη διάθεση του ανακριτή της υπόθεσης το διπλωματικό υλικό για τη στάση της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Είναι προφανές ότι στο κλίμα του Εθνικού Διχασμού δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια νηφάλια ανακριτική διαδικασία που πληροί τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι είχε ανασταλεί η ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών και είχαν απολυθεί ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, ο Λάμπρος είχε εξοριστεί από τον Φεβρουάριο του 1918 έως τον Μάρτιο του 1919 στη Υδρα και τη Σκόπελο, ενώ η περιουσία του είχε δημευθεί για την εξασφάλιση των αξιώσεων αποζημίωσης του Δημοσίου εις βάρος του.

Αυτό φαίνεται και από τις ερωτήσεις που υποβάλλονται στον Λάμπρο κατά την απολογία του τον Απρίλιο του 1919. Οι ερωτήσεις αυτές δεν ήταν πάντοτε νηφάλια διατυπωμένες, αφού λ.χ. γινόταν λόγος για «άσπλαχνη» κυβέρνηση. Της απέδιδαν, μεταξύ άλλων, ότι υποκίνησε ή ανέχτηκε μια σειρά από παράνομες ενέργειες, όπως τη συνεχή ανάμειξη του βασιλιά στα έργα της κυβέρνησης, τη δημοσιοποίηση πλαστών επιστολών εις βάρος του Ελευθερίου Βενιζέλου και την παύση βενιζελικών εφημερίδων και την επανακυκλοφορία τους μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα προσχωρούσαν στο φιλοβασιλικό στρατόπεδο.

Η δίκη κατά των υπουργών του Λάμπρου δεν ξεκίνησε ποτέ και η «αυλαία έπεσε» με την επάνοδο στην εξουσία των αντιβενιζελικών και το βασιλικό διάταγμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 που αμνήστευσε όλα τα πολιτικά εγκλήματα

Οι αλλεπάλληλες ανακριτικές ερωτήσεις καταλογίζουν ακόμη στον Λάμπρο ότι έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα γενικευμένης ένοπλης σύρραξης με τις δυνάμεις της Αντάντ και ότι δεν εμπόδισε τη διάδοση ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών που είχαν κατασκευαστεί από τους Γερμανούς και εκ της «αποκρύφου Κυβερνήσεως, τουτέστιν του Γεν. Επιτελείου, του Στρέιτ και άλλων παραγόντων».

Η πρώτη σελίδα της απολογίας του Σπυρίδωνος Λάμπρου

Ο Λάμπρος όμως δεν απαντάει σε καμία ερώτηση και περιορίζεται να πει: «Από του Ιανουαρίου 1918 απηλάθην εντεύθεν εις Υδραν και έπειτα εις Σκόπελον, όπου προ μηνών ησθένησα βαρύτατα εκ γρίπη μετ’ επιπλοκών πνευμονίας και νεφρίτιδος, εξ ης χρονίως πάσχω, και διήλθον σοβαρώτατον κίνδυνον, ένεκα δε της επί μακρόν διαρκεσάσης ασθενείας μου ταύτης, ης δεν απαλλάγην εισέτι, και της εντεύθεν και ως εκ της ηλικίας μου μεγάλης εξαντλήσεως μου, οι ιατροί απηγόρευσαν απολύτως, ως λίαν επικίνδυνον, πάσαν εργασίαν ή κόπωσιν μου σωματικήν ή πνευματικήν… Μόλις προ ολίγων ημερών επετράπη η εις Αθήνας επάνοδός μου, αλλ’ ένεκα των ανωτέρω, ήτοι της καταστάσεως της υγείας μου, δεν δύναμαι ήδη ν’ απολογηθώ και απαντήσω εις τας αποδιδομένας μου άνω κατηγορίας και εις τα διάφορα σχετικά ερωτήματα… Διά τούτο, παρακαλώ να μου επιτραπή να επιφυλαχθώ και άμα ως η κατάστασις της υγείας μου επιτρέψη και δυνηθώ να εργασθώ και μελετήσω, θα υποβάλω εν καιρώ την εφ’ όλων των ανωτέρω απάντησίν μου, διά σχετικού εγγράφου υπομνήματός μου».

Το τέλος της διαδικασίας

Ο Λάμπρος ωστόσο δεν απολογήθηκε ποτέ. Λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο του 1919, άφησε την τελευταία του πνοή. Η δίκη του έτσι δεν τελείωσε ποτέ. Ούτως ή άλλως, η ποινική διαδικασία δεν προχωρούσε γρήγορα και οι βενιζελικοί δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Λάμπρου, αφού η κυβέρνησή του δεν περιλάμβανε προβεβλημένα ονόματα του αντιβενιζελικού κόσμου. Ο βασικός αντίπαλος «είχε φύγει πλέον από το κάδρο». Ετσι, η δίκη κατά των υπουργών του Λάμπρου δεν ξεκίνησε ποτέ και η «αυλαία έπεσε» με την επάνοδο στην εξουσία των αντιβενιζελικών και το βασιλικό διάταγμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 που αμνήστευσε όλα τα πολιτικά εγκλήματα και έπαυσε τις ποινικές διώξεις κατά των υπουργών της κυβέρνησης Λάμπρου.

Σήμερα, εκατό και πλέον χρόνια μετά, είναι ίσως χρήσιμο να θυμόμαστε αυτές τις ιστορίες, μέσα από τις οποίες ξετυλίγεται και ο Εθνικός Διχασμός στο σύνολό του. Για να θυμόμαστε πού μπορούν να οδηγήσουν τα εμφύλια πάθη και πού καταλήγουμε όταν ο πολιτικός αντίπαλος γίνεται εχθρός. Και κάτι τελευταίο: Η ιστορία της παραπομπής της κυβέρνησης Λάμπρου μας θυμίζει τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η ανάμειξη της πολιτικής με τις ποινικές διαδικασίες.