Ενώ το βλέμμα της παγκόσμιας κοινότητας είναι στραμμένο στις καταιγιστικές εξελίξεις του πολέμου Ισραήλ – Ιράκ, με τους γεωπολιτικούς κινδύνους να έχουν εκτοξευτεί, ο κόσμος οδηγείται, όπως αναφέρεται από τους ειδικούς, σε μία νέα παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών: ταχύτερη, πιο έξυπνη, πιο επικίνδυνη και πιο ακριβή από ποτέ.
Οι αμυντικές δαπάνες παγκοσμίως εκτοξεύτηκαν εξάλλου στο ρεκόρ των 2,72 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2024, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ετήσια πραγματική αύξηση (+9,4%) από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με ώθηση κυρίως από την Ευρώπη, την Ασία και τη Μέση Ανατολή, ενώ 100 και πλέον χώρες προχώρησαν σε αυξήσεις των αμυντικών τους προϋπολογισμών.
Στο 5% του ΑΕΠ
Στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 24-25 Ιουνίου, μάλιστα, φέρεται πως η σύσταση για τις αμυντικές δαπάνες θα είναι να αυξηθούν στο 5% του ΑΕΠ, εκ των οποίων το 3,5% του ΑΕΠ θα αφορά τις «σκληρές στρατιωτικές δαπάνες» και το 1,5% δαπάνες που σχετίζονται με την άμυνα (π.χ. υποδομές, κυβερνοασφάλεια κ.ά.).
Επίπεδα 5% του ΑΕΠ για τα μέλη του ΝΑΤΟ υπήρξαν τελευταία φορά το 1962, κατά την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας, ενώ στη συνέχεια, ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το ποσοστό αυτό υποχώρησε περίπου στο 3% του ΑΕΠ, για να καταρρεύσει σε λιγότερο από 1,5% του ΑΕΠ μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, με αποτέλεσμα το «μέρισμα της ειρήνης» να ενισχύσει τις κοινωνικές δαπάνες, την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση κ.ά.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ κυμαίνονταν επίσης στην περιοχή του 6% του ΑΕΠ, αλλά με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υποχώρησαν επίσης στο 3%-4% του ΑΕΠ. Το 2014, στη Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ δεσμεύτηκαν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη καθώς το περιόρισαν σε μέσα επίπεδα, στο 1,25% του ΑΕΠ. Οι αμυντικές δαπάνες άρχισαν να αυξάνονται πάντως μερικώς από το 2015, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Κριμαία, για να φθάσουν σήμερα στο 2,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Και νέοι παίκτες
Οι παραδοσιακοί εξαγωγείς όπλων, όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ρωσία, η Κίνα και η Γερμανία, συνεχίζουν να κυριαρχούν στην αγορά. Ωστόσο, αναδυόμενοι παίκτες, όπως η Ινδία, η Τουρκία και το Ισραήλ, αυξάνουν το μερίδιό τους. Μάλιστα, οι εξαγωγές του Ισραήλ στην άμυνα άγγιξαν το επίπεδο-ρεκόρ των 14,8 δισ. δολαρίων το 2024, με το 54% των πωλήσεων να καταλήγει στην Ευρώπη. Το 2024 η τουρκική αμυντική βιομηχανία σημείωσε επίσης άλλη μία χρονιά-ρεκόρ καταγράφοντας άνοδο 29% καθώς οι εξαγωγές της ανήλθαν σε 7,2 δισ. δολάρια, ενώ τρεις τουρκικές εταιρείες συγκαταλέγονται στη λίστα με τις «100 κορυφαίες εταιρείες παραγωγής όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών» παγκοσμίως.
Η σημερινή κούρσα των εξοπλισμών δεν αφορά μόνο την ποσότητα, αλλά και την τεχνολογία. Οι χώρες επενδύουν αδρά σε όπλα νέας γενιάς, συμπεριλαμβανομένων drones, υπερηχητικών πυραύλων, τεχνητής νοημοσύνης, δυνατοτήτων στον κυβερνοχώρο και διαστημικών συστημάτων. Οπως αναμένεται μάλιστα, η στρατηγική που ακολουθείται θα φέρει το τέλος συμφωνιών όπως η συνθήκη New START μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας που πρόκειται να λήξει τον Φεβρουάριο του 2026 και δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες για ανανέωση. Θα μπορούσαν επίσης να αναδυθούν νέα πεδία πολέμου: στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού γύρω από την Ταΐβάν, στην Ευρώπη στις χώρες που συνορεύουν με την Ουκρανία και στον κυβερνοχώρο μέσω παραπληροφόρησης και προπαγάνδας.
Οι αγορές
Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αυξάνονται για άλλη μία φορά, ενώ βραχυπρόθεσμα, όπως σημείωσε η Citigroup, η πορεία του πετρελαίου πιθανότατα θα καθορίσει και την πορεία των αγορών, καθώς ιστορικά τα γεωπολιτικά σοκ έχουν βραχύβιες επιπτώσεις στις χρηματιστηριακές αγορές, οι οποίες κινούνται ανοδικά μεσοπρόθεσμα μετά την αρχική αναταραχή, εκτός εάν οι εξελίξεις επηρεάσουν άμεσα την οικονομία μέσω της εκτίναξης των τιμών ενέργειας.
Αυτό συνέβη κατά την περίοδο των πετρελαϊκών κρίσεων του ’70 και ειδικότερα στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1973), που οδήγησε σε έκρηξη των τιμών του πετρελαίου, και κατά την περίοδο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, που εκτίναξε τις τιμές του φυσικού αερίου.
Σήμερα στα διάφορα σενάρια των αναλυτών η διακοπή της ροής πετρελαίου μέσω των Στενών του Ορμούζ δείχνει να αποτελεί τον ουσιαστικότερο κίνδυνο για τις αγορές και τις οικονομίες. Για την ING, το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ θα μπορούσε να οδηγήσει τις τιμές στα 120 δολάρια/βαρέλι, με αντίστοιχες επιπτώσεις και στην αγορά φυσικού αερίου. Από την άλλη πλευρά, στελέχη της πετρελαϊκής αγοράς ανέφεραν πως περαιτέρω επιθέσεις σε κρίσιμες ενεργειακές υποδομές θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές συνέπειες για την παγκόσμια προσφορά, αλλά και τις τιμές του μαύρου χρυσού και του φυσικού αερίου.
Ανθεκτικότητα
Σε αυτό το περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα, ενώ αναμένεται να συνεχίσει να υπεραποδίδει της ευρωζώνης, με την Τράπεζα της Ελλάδος να αναμένει πως ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2025 θα διαμορφωθεί στο 2,3%, για να υποχωρήσει στο 2% το 2026, πριν επιταχυνθεί οριακά στο 2,1% το 2027 με αιχμή την κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά.
Παράλληλα, οι διεθνείς επενδυτές συνεχίζουν να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης προς τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, με το κόστος δανεισμού της Ελλάδας να κυμαίνεται σε επίπεδα ελαφρώς χαμηλότερα της δεύτερης οικονομίας της ευρωζώνης, δηλαδή της Γαλλίας (το spread του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κυμαίνεται στο 0,78% έναντι 0,67% του αντίστοιχου γαλλικού και 0,97% του ιταλικού), ενώ το ελληνικό χρηματιστήριο κυμαίνεται σε υψηλά 15ετίας.
Οι πωλήσεις επενδυτικών θέσεων στις ΗΠΑ, απόρροια των πολιτικών Τραμπ, που διάβρωσαν τη θέση των τίτλων της χώρας ως ομολόγων αναφοράς χωρίς κίνδυνο, ευνόησε τη ζώνη του ευρώ, καθώς καταγράφηκαν καθαρές εισροές σε μακροπρόθεσμα ομόλογα αλλά και στην αγορά χρήματος.
Αύξηση της ζήτησης
Αυτό ευνόησε και την Ελλάδα, καθώς η σημαντική ενίσχυση της ζήτησης ελληνικών αξιογράφων εκ μέρους διεθνών επενδυτών έχει οδηγήσει συνολικά σε αύξηση των επενδυτικών θέσεων σε ελληνικές μετοχές κατά 11 δισ. ευρώ από το α’ τρίμηνο του 2023, διευκολύνοντας μεταξύ άλλων τη χρηματοδότηση ελληνικών εταιρειών μέσω του χρηματιστηρίου.
Επίσης, από το α’ τρίμηνο του 2023, δηλαδή λίγο πριν από την πρώτη αναβάθμιση στη επενδυτική κατηγορία του ελληνικού αξιόχρεου, έως το δ’ τρίμηνο του 2024 οι θέσεις διεθνών επενδυτών σε ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν αυξηθεί κατά 5,5 δισ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, οι συνεχιζόμενες αναβαθμίσεις των τραπεζών ασκούν μειωτική επίδραση στο κόστος χρηματοδότησής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αποδόσεις των τραπεζικών ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας έχουν μειωθεί κατά μέσο όρο περίπου 440 μονάδες βάσης από τον Απρίλιο του 2023, όταν ο οίκος S&P έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα.
Τα αρνητικά σενάρια
Οι κίνδυνοι του πολέμου για την ελληνική οικονομία
Αν οι γεωπολιτικές εξελίξεις κορυφωθούν στη Μέση Ανατολή και επιβεβαιωθούν αρνητικά σενάρια, τότε οι συνέπειες στην ελληνική οικονομία, σε τομείς όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία, το εμπόριο, το ενεργειακό κόστος κ.ά., θα επηρεάσουν και την ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα εξάλλου με τα μοντέλα κορυφαίων οργανισμών, για κάθε αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 10 δολ. το βαρέλι ο αρνητικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ της Ελλάδας υπολογίζεται στο 0,4%, έναντι πτώσης 0,3% σε περίπτωση αντίστοιχης αύξησης των (κατά 10%) των τιμών του φυσικού αερίου.
Τυχόν αύξηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου για μεγάλο διάστημα θα έχει άμεσο αντίκτυπο στις μεταφορές (οδικές, ακτοπλοΐα, αεροπορικές), στο κόστος παραγωγής, στην οικιακή θέρμανση και στο ηλεκτρικό ρεύμα και γενικότερα σε επιβάρυνση του πληθωρισμού στην Ελλάδα, ιδιαίτερα για τρόφιμα και ενέργεια.
Προβλήματα στα Στενά του Ορμούζ και την Ερυθρά Θάλασσα, όπως εκτιμάται, θα μπορούσαν να οδηγούν σε αύξηση ναύλων και ασφαλίστρων, σε rerouting πλοίων μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας (Αφρική), σε καθυστερήσεις και μειωμένη αξιοπιστία logistics, ενώ οι ελληνόκτητες ναυτιλιακές θα δουν άνοδο λειτουργικού κόστους και πιθανές πιέσεις σε ναυλώσεις.
Ηδη ναυτιλιακές εταιρείες επανεξετάζουν δρομολόγια, κόστη ασφάλειας και ασφαλιστικές καλύψεις. Εάν η ένταση παραταθεί ή επεκταθεί, το κόστος μεταφορών αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά, επηρεάζοντας και την εφοδιαστική αλυσίδα. Για την Ελλάδα αυτό μεταφράζεται σε αυξημένες τιμές εισαγόμενων προϊόντων, πιθανές καθυστερήσεις παραδόσεων και αναταράξεις στις εξαγωγές.
Ο τουρισμός
Παράλληλα, θα μπορούσε να επιβαρυνθεί η τουριστική εικόνας της χώρας με λιγότερες κρατήσεις σε νησιά και περιοχές κοντά στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και με προβλήματα στα πακέτα κρουαζιέρας.
Ορισμένοι στην αγορά κάνουν λόγο για πιθανή μείωση 10%-15% στις αφίξεις και απώλεια τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ σε έσοδα εάν η ένταση διαρκέσει για τρίμηνο ή περισσότερο. Ειδικότερα, η κρουαζιέρα, που είχε παρουσιάσει δυναμική ανάκαμψη τα τελευταία χρόνια, πλήττεται ήδη από αλλαγές δρομολογίων και ακυρώσεις.
Για τη θερινή περίοδο 2025 είχαν προγραμματιστεί εξάλλου πάνω από 1 εκατ. αεροπορικές θέσεις από το Ισραήλ (+41%), αλλά οι εξελίξεις οδηγούν σε ακυρώσεις κρατήσεων και αλλαγές προορισμού.
Αμεσα τα έσοδα από τον τουρισμό από το Ισραήλ είχαν διαμορφωθεί πάντως πέρυσι στα 621 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 2,86% των συνολικών τουριστικών εσόδων της χώρας για το έτος και στο 0,3% του ΑΕΠ της Ελλάδας. Επίσης, οι ελληνικές εξαγωγές προς το Ισραήλ υπολογίζονται σε 1 δισ. ευρώ για το 2024, που αντιστοιχούν στο 2% των συνολικών εξαγωγών της χώρας.
Υψηλές αμυντικές δαπάνες η Ελλάδα
Από την ίδρυση του ΝΑΤΟ, το 1949, οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κυμαίνονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, ενώ το 2024 διαμορφώθηκαν σε 3,08%, το 5ο υψηλότερο στο σύνολο των κρατών-μελών. Ωστόσο το 55,9% αυτών αφορά λειτουργικό κόστος (μισθοδοσία στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού, συντάξεις κ.ά.), το 36,1% δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων αυτών για έρευνα και ανάπτυξη, το 7,7% δαπάνες συντήρησης και λοιπές λειτουργικές δαπάνες και το 0,3% δαπάνες για την κατασκευή στρατιωτικών υποδομών.
Αυξηση δαπανών
Οι αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας) αυξήθηκαν κατά 17% το 2024, στα 693 δισ. δολάρια, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 5,7% φθάνοντας τα 997 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι πέντε χώρες με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες – οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ρωσία, η Γερμανία και η Ινδία – έφθασαν συνδυαστικά τα 1,64 τρισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας το 60% του συνόλου παγκοσμίως.