Η ιδέα σε πρώτη οπτική φαινόταν αριστουργηματικά απλή. Ηταν πλέον εμφανές ότι παρά τις πολυετείς προσπάθειες άσκησης πίεσης στους παγκόσμιους κολοσσούς για μείωση άμεσης και έμμεσης εκπομπής ρύπων, αυτές συνέχισαν να διατηρούν την ανιούσα. Η απροθυμία αυτή των παραγωγών οδήγησε τις κυβερνήσεις στο να δώσουν κίνητρα στα παγκόσμια επενδυτικά κεφάλαια να χρηματοδοτούν μόνον εταιρείες με «πράσινο πιστοποιητικό», αυτές δηλαδή οι οποίες ακολουθούν κάποια κριτήρια βιωσιμότητας και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG). Ακολούθησε μία πολυετής καμπάνια άνευ προηγουμένου από κυβερνήσεις, think tanks και υπερεθνικούς οργανισμούς για μία πράσινη επανάσταση αιμοδοτούμενη από τον ίδιο τον μηχανισμό της αγοράς.

Η έμπνευση προήλθε από τα λεγόμενα ηθικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια εκ μέρους οργανισμών όπως η Εκκλησία και οι φιλανθρωπίες που απέφευγαν να επενδύουν σε μετοχές εταιρειών με αμφιλεγόμενα επιχειρηματικά μοντέλα (καπνοβιομηχανίες, κατασκευαστές όπλων). Τα ESG χαρτοφυλάκια άρχισαν να εμφανίζονται με εκθετικό ρυθμό, σε σημείο που το 2020 σχεδόν 35 τρισ. διαχειριζόμενων κεφαλαίων σύμφωνα με το Global Sustainable Investment Alliance φαίνονται να πληρούν τέτοιου είδους προϋποθέσεις.

Αυτά τα πράσινα funds επιδιώκουν να δικαιολογήσουν τη στροφή τους τονίζοντας ότι ο καπιταλισμός δεν πρέπει πλέον να κατευθύνει τα κεφάλαια σε ευκαιρίες με βραχυπρόθεσμο κέρδος αλλά να έχει μία μακροχρόνια οπτική, όπως τονίζει σε σχετική σειρά του BBC ο «επιστρατευμένος» πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Mark Carney.

Ολο και περισσότερες φωνές ωστόσο εξαπολύουν μύδρους έναντι αυτής της στροφής ως αναποτελεσματικής αν όχι υποκριτικής. Σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Τariq Fancy, πρώην υπεύθυνος βιώσιμων επενδύσεων στην Blackrock, χαρακτηρίζουν τις πράσινες επενδύσεις ως εργαλείο μάρκετινγκ και μία καλή δικαιολογία για τις επενδυτικές εταιρείες να χρεώνουν περισσότερο για τις υπηρεσίες τους. Χαρακτηριστική είναι η πίεση στις μετοχές των πετρελαϊκών τα τελευταία χρόνια επειδή θεωρούνται κόκκινο πανί για το περιβάλλον. Η έλλειψη χρηματοδότησης οδήγησε σε μειωμένες επενδύσεις εξόρυξης και άντλησης μειώνοντας την παραγωγή και οδηγώντας την τιμή του αργού στα ύψη. Τα πράσινα funds τοποθετούνται εναλλακτικά σε εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων παρά το γεγονός ότι συγκεκριμένα ζητήματα όπως η διαχείριση των απορριμμάτων που συνδέονται με τις μπαταρίες δεν έχουν πρακτικά λυθεί ενώ η κατανάλωση πετρελαιοειδών για την παραγωγή τους δημιουργεί έναν αμήχανο φαύλο κύκλο.

Υπάρχει μία χιουμοριστική χροιά στη διαπίστωση ότι ο πλανήτης ανέθεσε την πραγματοποίηση του πράσινου μέλλοντος στους «καρχαρίες» των αγορών που μόλις πριν 15 χρόνια βύθισαν τον πλανήτη στην απελπισία προστατεύοντας τα δικά τους πλούτη σύμφωνα με το λαϊκό ανάγνωσμα. Το ερώτημα είναι τεχνικό και ηθικό. Στην προσπάθειά τους να αναβαπτιστούν ως πράσινες οι εταιρείες ξεφορτώνονται τα «βρώμικα» περιουσιακά τους στοιχεία σε funds ιδιωτικών επενδύσεων που μόνο τους κριτήριο έχουν το κέρδος. Αυτά συνεχίζουν τη λειτουργία τους «κάτω από το χαλί», συμβάλλοντας σε έναν ιδιότυπο στρουθοκαμηλισμό της επενδυτικής κοινότητας.

Το ηθικό ερώτημα ωστόσο είναι πιο εκκωφαντικό. Είναι δίκαιο να τιμωρούνται επικερδείς εταιρείες επειδή παίζουν καλά ένα παιχνίδι που στόχο έχει την αποδοτικότερη απόδοση του κεφαλαίου; Μήπως οι μέτοχοι θα έπρεπε να δουλέψουν με τις διοικήσεις των εταιρειών αυτών ώστε να γίνουν πιο φιλικές για το περιβάλλον χωρίς καμία βεβιασμένη καταστροφή πλούτου; Σε τελική ανάλυση αν οι πράσινες επενδύσεις ήταν τόσο καλύτερες για το μέλλον του πλανήτη δεν θα έπρεπε η ίδια η αγορά να έχει προϋπολογίσει αυτή την εξέλιξη χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις; Ισως τελικά το πρόβλημα να βρίσκεται στον ανερμάτιστο πράσινο βολονταρισμό της κοινωνίας μας και η αγορά να είναι το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο.

Ο κ. Φάνης Βαρτζόπουλος είναι χρηματοοικονομικός αναλυτής στο Λονδίνο.