Δεν είναι εύκολο ένας οικονομολόγος να ορίζει την πολιτική ατζέντα μιας χώρας, μέχρι του σημείου μάλιστα να επηρεάζει την επιβίωση ή όχι της κυβέρνησης. Αν αυτή η χώρα είναι η Γαλλία, είναι λιγάκι πιο εύκολο για λόγους ιδιοσυγκρασιακούς. Αν βρίσκεται στη δυσχερή δημοσιονομική και πολιτική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Γαλλία, με την οικονομία της να στοχοποιείται από τις αγορές και τις κυβερνήσεις να εναλλάσσονται όπως στην Ιταλία την περασμένη δεκαετία, δεν πρέπει να προκαλεί και τόση εντύπωση το ότι ένας καθηγητής Οικονομίας είναι το πρόσωπο που κυριαρχεί στην επικαιρότητα με την πρότασή του να φορολογούνται με συντελεστή 2% ετησίως οι περίπου 1.800 γάλλοι πολίτες που διαθέτουν περιουσία άνω των 100 εκατ. ευρώ, προκειμένου να μπαίνουν κάθε χρόνο στα ελλειμματικά κρατικά ταμεία περί τα 20 ή και 25 δισ. ευρώ.

Στις 9 Σεπτεμβρίου, αμέσως μετά τον διορισμό του νέου πρωθυπουργού Σεμπαστιάν Λεκορνί, ο Γκαμπριέλ Ζικμάν έγραψε στο δίκτυο Χ: «Καλησπέρα, κύριε πρωθυπουργέ. Εφτασε η ώρα να φορολογήσετε τους δισεκατομμυριούχους».

Την επομένη ο νεαρός οικονομολόγος, ο οποίος στις 30 Οκτωβρίου κλείνει τα 39 έτη του βίου του, προσκλήθηκε στο κεντρικό δελτίο του κρατικού τηλεοπτικού καναλιού France 2 για να ακούσει τον οικοδεσπότη να τον αποκαλεί «Νέμεση των δισεκατομμυριούχων». Από εκείνο το «Δελτίο των 8» που εξήγησε σε ζωντανή μετάδοση γιατί «ένας φόρος στους υπερπλουσίους είναι αυτό που ζητούν οι Γάλλοι», ο Ζικμάν μετατράπηκε σε ροκ σταρ της Οικονομίας.

Δεξιά – Αριστερά

Η ιδέα του Ζικμάν δεν είναι ούτε καινούργια ούτε πρωτογενής. Τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου έχουν υποστηρίξει δημόσια ακόμα και αμερικανοί «κροίσοι» όπως ο Μπιλ Γκέιτς και ο Γουόρεν Μπάφετ, που προ ετών είχε δηλώσει έκπληκτος όταν διαπίστωσε ότι φορολογούνταν με χαμηλότερο συντελεστή από όσο η γραμματέας του.

Στη Γαλλία εν προκειμένω ο «φόρος Ζικμάν» συζητήθηκε και εγκρίθηκε τον Φεβρουάριο από τη Εθνοσυνέλευση, αλλά τρεις μήνες αργότερα απορρίφθηκε από τη Γερουσία. Την πρόταση έχουν υιοθετήσει με θέρμη τα εργατικά συνδικάτα και τα κόμματα της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του Σοσιαλιστικού – αν και διάφορα σημαίνοντα στελέχη του, όπως ο Φρανσουά Ολάντ, υποστήριξαν ότι ο φόρος «χρειάζεται κάποιες τροποποιήσεις».

Τα κόμματα της Κεντροδεξιάς, οι εργοδοτικές Ενώσεις (με πρώτη τη Medef), καθώς και εξέχουσες προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου της Γαλλίας απορρίπτουν ασυζητητί την ιδέα του νεαρού οικονομολόγου – «καταστροφική για τη γαλλική οικονομία» τη χαρακτήρισε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της LVMH Μπερνάρ Αρνό.

Επειτα από παλινωδίες, τον «φόρο Ζικμάν» απέρριψε και η λαϊκιστική Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν, καθώς υιοθέτησε το επιχείρημα που προβάλλει και η μετριοπαθής Δεξιά (και ο πρόεδρος Μακρόν) ότι, αν επιβληθεί ο φόρος, θα εγκαταλείψουν τη χώρα οι πλουσιότεροι κάτοικοί της.

«Τρομερό παιδί»

Μια ρύθμιση του φόρου που προβάλλουν ως εξόχως αρνητική οι πολέμιοί του είναι το ότι στον υπολογισμό της περιουσίας των 100 εκατ. ευρώ περιλαμβάνονται και οι συμμετοχές του φορολογουμένου σε εταιρείες. Οι διαφωνούντες – μεταξύ αυτών και η Ενωση αυτοαπασχολουμένων και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων – φοβούνται ότι θα στερηθούν κεφάλαια οι νεοφυείς εταιρείες του τεχνολογικού κλάδου, που μπορεί να έχουν μεγάλη χρηματιστηριακή αξία αλλά δεν εμφανίζουν ακόμα κέρδη. Περιέργως αποσιωπάται ότι ο Ζικμάν προτείνει να φορολογηθούν μόνο οι συμμετοχές ιδιωτών σε εταιρείες με κέρδη άνω των 15 δισ. ευρώ ετησίως.

Το «κακό» με τον Γκαμπριέλ Ζικμάν είναι ότι αφενός διαθέτει το θεωρητικό υπόβαθρο για να υποστηρίξει όσα υποστηρίζει, αφετέρου δεν έχει εμπλακεί με την πολιτική για να «στιγματιστεί» κομματικά – εντάξει, ιδεολογικά δεν θα τον κατέτασσε κανείς στη συντηρητική παράταξη.

Παιδί ερευνητών-γιατρών του Παρισιού, αποφοίτησε από «Grande Ecole» και μετά σπούδασε στην Οικονομική Σχολή του Παρισιού, στην οποία σήμερα είναι καθηγητής. Διδάσκει επίσης Οικονομία στα θερινά τμήματα του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Καλιφόρνιας, ενώ είναι και διευθυντής του εδρεύοντος στο Παρίσι Ευρωπαϊκού Φορολογικού Παρατηρητηρίου (το EU Tax Observatory ιδρύθηκε το 2021).

Ο Ζικμάν δανείστηκε και εξέλιξε την ιδέα για φορολόγηση του μεγάλου πλούτου από τον καθηγητή και πνευματικό μέντορά του, συγγραφέα οικονομολόγο Τομά Πικετί, ο οποίος χάρη στο ευπώλητο δοκίμιο «Ο καπιταλισμός στον 21ο αιώνα» εξελίχθηκε σε παγκόσμιο «ροκ σταρ της Οικονομίας».

Κραυγαλέες ανισότητες

Αυτό όμως είναι ουσιαστικά το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής που υποστήριξε (υπό την εποπτεία του Πικετί) το 2014 ο Γκαμπριέλ Ζικμάν και στην οποία διατριβή βασίστηκε το βιβλίο του «Ο Κρυφός Πλούτος των Εθνών: Η Μάστιγα των Φορολογικών Παραδείσων», που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά. Επίσης, μια ομάδα ανεξάρτητων οικονομολόγων που συμβουλεύει τη γαλλική κυβέρνηση διαπίστωσε ότι μια τέτοια φυγή πλουσίων δεν θα είχε σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο, αποδυναμώνοντας αυτό το επιχείρημα.

Πρόσφατη δημοσκόπηση που διενήργησε η εταιρεία Ifop για λογαριασμό του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, διαπίστωσε ότι το 86% των Γάλλων βλέπει θετικά τον φόρο Ζικμάν. «Στη Γαλλία, μια χώρα παθιασμένη με την ισότητα, ο απλός πολίτης γνωρίζει τον φόρο Ζικμάν» δήλωσε στο περιοδικό «Politico» ένας πρώην φορολογικός εμπειρογνώμονας του ΟΟΣΑ.

Ομως η πρόταση για φορολόγηση του υπερβολικού πλούτου, που ουσιαστικά επανέφερε στην επικαιρότητα ο Ζικμάν, ξεπερνά τα γαλλικά σύνορα. Συζητείται εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ και στις άλλες χώρες της Δύσης στις οποίες οι εισοδηματικές ανισότητες των πολιτών έχουν διευρυνθεί σε πρωτοφανές επίπεδο έπειτα από τέσσερις και πλέον δεκαετίες απορρύθμισης των οικονομιών και των αγορών. Το ζητούμενο της φορολογικής δικαιοσύνης προβάλλει ως ερώτημα επιβίωσης τόσο για τον σύγχρονο καπιταλισμό όσο και για τη φιλελεύθερη δημοκρατία.