Οι πρώτες 100 μέρες του Ντόναλντ Τραμπ ήταν από τις χειρότερες νέου αμερικανού προέδρου εδώ και πολλές δεκαετίες. Ως χαοτικές, αποκαρδιωτικές και σίγουρα αναποτελεσματικές τις περιγράφουν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και κάπως έτσι τις αντιμετωπίζουν και οι Αμερικανοί, όπως προκύπτει από τις έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης, οι οποίες φέρουν τα ποσοστά αποδοχής της νέας διακυβέρνησης να έχουν πέσει στα Τάρταρα.

Εξι στους δέκα Αμερικανούς ντρέπονται για την εκλογή Τραμπ και ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους του έχει μετανιώσει για την ψήφο του. Το σύνθημα «να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη», με το οποίο εξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ, δεν γοητεύει πια τους Αμερικανούς, καθώς αποδεικνύεται ανεδαφικό και εξαιρετικά επισφαλές. Και σε κάθε περίπτωση δεν υπηρετείται από τις πολιτικές, εσωτερικές και εξωτερικές, που εφαρμόζονται έως τώρα.

Αναξιοπιστία

Κοινή είναι λοιπόν η πεποίθηση ότι οι επιδόσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας είναι, αν μη τι άλλο, απογοητευτικές, καθώς οι πρωτοβουλίες της, ιδιαιτέρως η στροφή στον προστατευτισμό και η επιβολή δασμών, έφεραν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αντιμέτωπες σχεδόν με ολόκληρο τον πλανήτη, κλόνισαν την εμπιστοσύνη απέναντί τους και τις κατέστησαν σχεδόν αναξιόπιστο εταίρο και σύμμαχο.

Η επιθετική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί αρχικώς να αιφνιδίασε τη διεθνή κοινότητα προκαλώντας κύματα αβεβαιότητας στις αγορές, αλλά στη συνέχεια συνάντησε σοβαρές αντιδράσεις και αντιστάσεις, δεν βρήκε συμπαραστάτες, ούτε πολλούς προθύμους να συνεργαστούν μαζί του.

Εταιρικές σχέσεις μακράς διάρκειας κλονίστηκαν, παραδοσιακές φιλίες δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται πραγματικά, όλο το πλέγμα των μεταπολεμικών δεσμών και κανόνων διερράγη και μαζί ετέθη εν αμφιβόλω η εμπιστοσύνη προς το αποθεματικό  δολάριο, ως κυρίαρχο ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο. Το χειρότερο για τους Αμερικανούς είναι ότι αναπτύχθηκαν αντισυσπειρώσεις και αντί των διαπραγματεύσεων που επιδίωκε ο νέος αμερικανός πρόεδρος με κάθε έθνος χωριστά, είδαμε πρωτοβουλίες και κινήσεις από όλους σχεδόν τους θιγόμενους προς υπεράσπιση των αρχών και των κανόνων του ελεύθερου εμπορίου και του ανοιχτού κόσμου.

Ιδιαιτέρως η κινεζική ηγεσία δεν έδειξε καμία διάθεση συμβιβασμού, αντιμετώπισε τον Τραμπ ως διεθνή «νταή» και κινήθηκε δυναμικά προς αναζήτηση νέων εμπορικών εταίρων τόσο στη ζώνη της Ασίας και του Ειρηνικού, όσο και προς την κατεύθυνση της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ευρώπης. Ο πρόεδρος της Κίνας ανταπέδωσε στα ίσα τους αμερικανικούς δασμούς, επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, ακύρωσε τις παραγγελίες αμερικανικών αεροσκαφών και βεβαίως διέψευσε τις συνεχείς αναφορές της αμερικανικής ηγεσίας ότι αναπτύσσονται δίαυλοι επικοινωνίας και συνομιλιών.

Ειρηνοποιός

Για να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων απαίτησε σεβασμό, άρση των δασμών και μέχρι να γίνει αυτό προτίμησε να επισκεφθεί το Βιετνάμ, τη Μαλαισία και την Καμπότζη, όπου εμφανίσθηκε ως ειρηνοποιός που μόνο για τη συνεργασία και ανάπτυξη του κόσμου και την ευημερία των λαών ενδιαφέρεται.

Ταυτόχρονα επέτυχε κοινή αντιμετώπιση των αμερικανικών δασμών από τις χώρες-μέλη της πολυπληθούς πια ομάδας των BRICS, τα βρήκε ακόμη με τον μέχρι πρότινος εχθρικό Καναδά  και βεβαίως οι υπουργοί του ταξίδεψαν και ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, υπογράφοντας συμφωνίες διμερούς εμπορίου, κατά προτίμηση σε τοπικά νομίσματα, ενισχύοντας τις ήδη εδώ και χρόνια ενεργές τάσεις αποδολαριοποίησης. Τις προηγούμενες μέρες μετέβη στα γραφεία της Αναπτυξιακής Τράπεζας των BRIGS στη Σανγκάη ακριβώς για να τις ενισχύσει.

Επιπλέον, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης κατακλύζονται καθημερινά από προβολές τεχνολογικών και άλλων επιστημονικών κινεζικών επιτευγμάτων που επιβεβαιώνουν και δηλώνουν τη δυναμική των νέων παραγωγικών συνθηκών στην άλλοτε περίκλειστη χώρα του Μάο. Ακόμη και την εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ στην αγορά των κρίσιμων για την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών chips φαίνεται να ξεπερνούν διεκδικώντας ακόμη και την πρωτιά στην παραγωγή ημιαγωγών παγκοσμίως στην επόμενη πενταετία.

Αλλά δεν είναι μόνο η Κίνα που στέκεται απέναντι στον Τραμπ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει πεισθεί ότι η εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ έχει οριστικά σπάσει και πλέον αναπτύσσει πολιτικές αποδέσμευσης από την αμερικανική αμυντική ομπρέλα. Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία κινείται δυναμικά τελευταία και για την αναγέννησή της η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ επισπεύδει τις πρωτοβουλίες για ταχύτερη ενοποίηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών με σκοπό να πολλαπλασιάσει τις χρηματοδοτικές δυνατότητες του ευρωσυστήματος.

Πλούσια αγορά

Οικονομολόγοι και αναλυτές επικρίνουν έντονα τον Ντόναλντ Τραμπ και την ομάδα που τον περιβάλλει. Θεωρούν  ότι δεν διαθέτουν τις επεξεργασίες που απαιτούνται για να κατανοήσουν τις δυναμικές του σύγχρονου κόσμου. Δεν αντιλαμβάνονται το εύρος της αλληλεξάρτησης, ούτε τις μετατοπίσεις παραγωγικής και καταναλωτικής ισχύος που έχουν συντελεστεί τις προηγούμενες δεκαετίες.

Ο Τραμπ και οι επιτελείς του νομίζουν ότι ο κόσμος, η Κίνα και η Ευρώπη, εξαρτούν την πρόοδό τους από τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την πρόσβαση στην αγορά τους. Αυτό μπορεί να συνέβαινε το 2000 και εν μέρει ακόμη και το 2008, αλλά το 2025 οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές. Μόλις των 13% των κινεζικών εξαγωγών κατευθύνεται στις ΗΠΑ και μόλις το 8% των ευρωπαϊκών.

Επιπλέον, η Κίνα έχει δημιουργήσει μια τεράστια και πλούσια εσωτερική αγορά, η μεσαία της τάξη προσεγγίζει τα 400 εκατομμύρια μέλη, όσο δηλαδή όλος ο πληθυσμός των ΗΠΑ και επιπλέον η ευρύτερη ζώνη του Ειρηνικού και του παγκόσμιου Νότου πλούτισε και αυτή τις προηγούμενες δεκαετίες, οι αγορές της Ασίας τείνουν να γίνουν καταναλωτικές, οι οικονομίες του Βιετνάμ, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας, της Ταϊλάνδης, της Βραζιλίας, της Ινδίας και άλλες αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια και η Κίνα προσθέτει δυνατότητες αφήνοντας την αγορά της ανοιχτή και διευκολύνοντας τις εμπορικές σχέσεις με την ανάληψη δύσκολων έργων υποδομής, όπως λιμάνια, γέφυρες, αεροδρόμια, οδικούς άξονες και άλλα.

Αυταπάτες

Η αντίσταση λοιπόν στους αμερικανικούς δασμούς διευρύνεται όσο περνούν οι μήνες και όλα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι οδεύουμε προς ήττα του σχεδίου Τραμπ. Οι περισσότεροι των αναλυτών εκτιμούν ότι ο αντισυστημισμός και ο αναθεωρητισμός του νέου αμερικανού προέδρου πνίγονται στον κύκλο των αυταπατών και ψευδαισθήσεων και στην ελλειμματική αξιολόγηση των συνθηκών του σύγχρονου κόσμου. Ιδιαιτέρως αποκαλύπτεται η ανοησία του όλου σχεδίου, που ήθελε μέσω των δασμών να προικοδοτείται άκοπα ο  αμερικανικός προϋπολογισμός με τρισεκατομμύρια δολάρια χωρίς πληθωριστικές συνέπειες και χωρίς επιπτώσεις στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Τώρα αποκαλύπτεται πόσο απαράσκευη και οικονομικά ανόητη είναι η ομάδα Τραμπ που πίστευε ότι οι υπέρογκοι δασμοί βαραίνουν τις εξαγωγικές χώρες και θα απορροφηθούν πλήρως από τους αμερικανούς καταναλωτές χωρίς συνέπειες για την αμερικανική οικονομία. Ηδη οι μεγάλοι λιανοπωλητές, όπως ο Τζεφ Μπέζος της Amazon, αμφισβητούν την πολιτική των δασμών και προειδοποιούν για άνοδο των τιμών και άδεια ράφια στις ΗΠΑ.

Μεγάλα αδιέξοδα

Επίσης έγκυρα διεθνή οικονομικά έντυπα, όπως ο «Economist» και οι «Financial Times», πυροβολούν στην κυριολεξία την αμερικανική οικονομική πολιτική, φανερώνουν τα μεγάλα αδιέξοδά της και προεξοφλούν την ταχεία αποκαθήλωσή της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ χαρακτήρισε μη βιώσιμη την πολιτική των δασμών και ο ίδιος ο Τραμπ άρχισε τις εκπτώσεις, με αποτέλεσμα σχεδόν το σύνολο των διεθνών οικονομικών αναλυτών να προβλέπει μια μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα από τον αμερικανό πρόεδρο. Κοινή είναι η πεποίθηση ότι σύντομα η διακυβέρνηση Τραμπ θα αναγκαστεί να αλλάξει στάση και να προσαρμοστεί αναλόγως.

Κατόπιν αυτών, οι περισσότεροι των διεθνών οικονομικών αναλυτών μεταφέρουν το ενδιαφέρον τους από τις οικονομικές στις γεωπολιτικές συνέπειες της απαράσκευης και ατελούς οικονομικής πολιτικής του νέου αμερικανού προέδρου. Επισημαίνοντας κυρίως ότι ο Ντόναλντ Τραμπ με την πολιτική του ανέδειξε τις κινεζικές δυνατότητες, φανέρωσε την παραγωγική της ισχύ και επιτάχυνε την κινητοποίησή της σε διεθνές επίπεδο. Μετά την κρίση των δασμών η Κίνα εμφανίζεται ισχυροποιημένη και παίζει φανερά πλέον τον ρόλο ηγέτιδας δύναμης στον πλανήτη, που αντιστοιχεί στις δυνατότητες και στην πρόοδό της. Είναι αυτή ίσως η σοβαρότερη συνέπεια της πολιτικής του νέου αμερικανού προέδρου. Στο εξής κανείς δεν θα μπορεί να αγνοεί την κινεζική υπεροχή και τη διεκδίκηση συμμετοχής της στη διακυβέρνηση του κόσμου.

Κοινώς οδεύουμε με ταχύτητα προς αυτό που το Πεκίνο αποκαλεί πολυπολικό κόσμο και άπαντες οφείλουν προσαρμογές. Τα διεθνή συμφέροντα αναπόφευκτα θα αναδιαταχθούν, οι εμπορικές σχέσεις θα επαναπροσδιοριστούν, το μοντέλο της χάρτινης οικονομίας θα δοκιμαστεί, τα παραγωγικά πρότυπα θα αλλάξουν και βεβαίως η εποχή της μιας και μόνης υπερδύναμης φαίνεται να οδεύει προς το τέλος της.

Ο Τραμπ μέσα από τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις του έδρασε σαν καταλύτης της εξελισσόμενης εδώ και χρόνια μεγάλης αλλαγής. Ολα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι έχουμε εισέλθει στον ασιατικό αιώνα, εκεί συγκεντρώνεται πια ο νέος πλούτος και από εκεί πλέον εκκινούν τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια και πλάνα.

Αυτή την εξελισσόμενη νέα γεωπολιτική και οικονομική συνθήκη αναγνωρίζει και η Ευρώπη, η οποία προσπαθεί να τοποθετηθεί ώστε να αποφύγει να γίνει όμηρος της πιθανής αμερικανικής υποχώρησης. Και μαζί της βεβαίως η Ελλάδα, η οποία επιβάλλεται εκ των συνθηκών να παρακολουθήσει με αξιώσεις την παραγωγική μετατόπιση και να κερδίσει μερίδιο από την εξελισσόμενη γεωπολιτική ανασύνταξη και την εξ αυτής επερχόμενη οικονομική ανασυγκρότηση. Η χώρα μας εμφανώς έχει απόλυτη ανάγκη από ένα νέο σχέδιο. Τα παρόν μοιάζει εγκλωβισμένο σε προηγούμενες δημοσιονομικές προτεραιότητες και εξοντωτικές πειθαρχίες, που δεν αντέχουν στον χρόνο.

Αντιοικονομική

Η σωτηριολογική γραμμή των υπερπλεονασμάτων έχει εξαντληθεί και τείνει να μετατραπεί σε απολύτως αντιοικονομική. Το 2024 η δημοσιονομική διαχείριση απέδωσε υπερπλεόνασμα 11,4 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 4,8% του ΑΕΠ, ποσοστό που δεν είχε επιτευχθεί ούτε στα μνημονιακά χρόνια. Και στο πρώτο τρίμηνο του 2025 το υπερπλεόνασμα προσέγγισε τα 4,5 δισ. ευρώ. Αν διατηρηθούν αυτές οι τάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, το υπερπλεόνασμα στα τέλη του 2025 θα ανέλθει σε 18 δισ. ευρώ. Δηλαδή το κράτος θα έχει δεσμεύσει απίστευτους πόρους αντί να τους διοχετεύσει σε παραγωγικές επενδύσεις. Ο διακηρυγμένος στόχος της δημοσιονομικής σταθερότητας υπηρετείται προφανώς και με μικρότερα πλεονάσματα.

Η δε διαχείρισή του από την κυβέρνηση, ο διαμοιρασμός του δηλαδή με γνώμονα αμιγώς εκλογικές στοχεύσεις, αποδεδειγμένα δεν είναι ο καλύτερος δυνατός. Χαρακτηριστικό είναι το μέτρο της επιδότησης ενοικίου. Η κυβέρνηση αναγνώρισε μεν το μείζον πρόβλημα της στέγης, αλλά επέλεξε ένα οριζόντιο μέτρο ενίσχυσης των πληττομένων, αποφεύγοντας μια γενναία παρέμβαση στο σκέλος της προσφοράς που θα άλλαζε τα δεδομένα της αγοράς ακινήτων. Εχει επιστημονικά και εμπειρικά καταγραφεί ότι τέτοιες κρίσεις στις αγορές ακινήτων μόνο με νέες κατασκευές λαϊκών κατοικιών αντιμετωπίζονται.

Στις παρούσες γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες η χώρα είναι προφανές ότι έχει ανάγκη από ένα κύμα παραγωγικών επενδύσεων, ικανών να δημιουργήσουν πραγματικό νέο πλούτο και να πολλαπλασιάσουν τις ευκαιρίες ευημερίας των πολιτών. Ολα τα άλλα κινούνται στην πεπατημένη και μοιάζουν αποσπασματικά έως πυροσβεστικά, χωρίς το απαιτούμενο βάθος και βάρος που οι περιστάσεις επιβάλλουν.