Ουάσιγκτον, Ανταπόκριση
Είναι μια ιστορία που ξεκίνησε και μάλλον θα τελειώσει από τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο λόγος για τις περίφημες κυρώσεις CAATSA που οδήγησαν στην αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 τον Δεκέμβριο του 2020. Πλέον το μήνυμα που εκπέμπεται από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση είναι ότι «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Τουρκία θα βγει κάποια στιγμή από το καθεστώς των κυρώσεων».
Πράσινο φως από την Ουάσιγκτον
Σύμφωνα με πληροφορίες από την Ουάσιγκτον, πρόκειται για μια κατευθυντήρια γραμμή που έχει χαραχθεί στο υψηλότερο πολιτικά επίπεδο και πλέον η αμερικανική γραφειοκρατία έχει λάβει εντολές να κάνει τις προπαρασκευαστικές κινήσεις προκειμένου να προετοιμάσει το έδαφος. Από εκεί και πέρα, όμως, ο δρόμος για τα F-35 δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα για την Τουρκία.
Κατ’ αρχάς, για τις ΗΠΑ δεν τίθεται πλέον θέμα επιστροφής της Αγκυρας στο πρόγραμμα παραγωγής. Ετσι, το καλύτερο σενάριο στο οποίο μπορεί να ελπίζει η Αγκυρα μετά την ενδεχόμενη άρση των κυρώσεων είναι μια γρήγορη αγορά και απόκτηση νέων F-35.
Επίσης, τα πισωγυρίσματα στο θέμα της συμφωνίας για τα F-16 ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία της πώλησης των F-35, καθώς, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει «Το Βήμα», πολλοί νομοθέτες στο Κογκρέσο θα ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. «Δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει ένα νέο σημαντικό εξοπλιστικό πρόγραμμα ενώ θα έχουμε ακόμα αυτή την εκκρεμότητα» σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Τα πρώτα έξι και η αγορά επιπλέον
Εάν βρεθεί η φόρμουλα για να ξεπεραστούν οι κυρώσεις CAATSA, τότε σε πρώτο στάδιο θα προχωρήσει η διαδικασία για την παράδοση μόνο των πρώτων έξι F-35 που έχουν ήδη πληρωθεί από την Τουρκία. Τα συγκεκριμένα μαχητικά παραμένουν διαθέσιμα γιατί βρίσκονται ακόμα δεσμευμένα στις ΗΠΑ. Αλλά θα χρειαστεί χρόνος προκειμένου να καταστούν επιχειρησιακά.
Οσον αφορά την απόκτηση επιπλέον F-35, οι πληροφορίες από το Καπιτώλιο αναφέρουν ότι πρέπει να υποβληθεί ένα νέο αίτημα FMS στο Κογκρέσο, ένα Σώμα όπου οι ισραηλινές και ελληνικές απόψεις για το συγκεκριμένο θέμα εξακολουθούν να βρίσκουν ευήκοα ώτα. «Η διακομματική αίσθηση του Κογκρέσου παραμένει ίδια. Το ερώτημα είναι εάν οι Ρεπουμπλικανοί θα θελήσουν να σταθούν πολιτικά απέναντι στον Τραμπ».
Βεβαίως ο αμερικανός πρόεδρος μπορεί να ξεπεράσει τις όποιες αντιρρήσεις στο Κογκρέσο. Οπως, λοιπόν, στην περίπτωση των κυρώσεων CAATSA, έτσι και στη διαδικασία FMS οι νομοθέτες έχουν περιορισμένο περιθώριο ελιγμών που ναι μεν τους δίνει τη δυνατότητα να ασκήσουν συμβολικά κάποια πολιτική πίεση, αλλά στην ουσία τούς επιτρέπει απλώς να παίξουν ένα σύντομο παιχνίδι καθυστερήσεων.
Ελληνο-ισραηλινή συμμαχία
Παρά την ενόχληση του Ισραήλ και των αμερικανο-εβραϊκών οργανώσεων για την Τουρκία, η αλήθεια είναι ότι η ισραηλινή πλευρά δεν είχε δαπανήσει πολιτικό κεφάλαιο για να αντιμετωπίσει την Αγκυρα στην Ουάσιγκτον.
Αυτό άλλαξε μετά την πτώση του καθεστώτος στη Συρία, όταν οι Ισραηλινοί άρχισαν να ενεργοποιούνται, βάζοντας στο κάδρο των προτεραιοτήτων τους για πρώτη φορά τα F-35.
Παρ’ όλο που οι εξελίξεις δείχνουν ότι τα πράγματα βαίνουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, το παιχνίδι για την άρση των κυρώσεων CAATSA δεν θεωρείται ότι έχει λήξει οριστικά.
Οι πιέσεις της Αθήνας ο ρόλος του Κογκρέσου
Η ελληνική πλευρά, σε συνδυασμό με το Ισραήλ, συνεχίζει να πιέζει παρασκηνιακά, καλώντας τους Αμερικανούς να δουν τη μεγάλη εικόνα, καθώς σε μακροχρόνιο ορίζοντα μια υπεροπλισμένη Τουρκία θα αποτελέσει υπονομευτικό παράγοντα για τα αμερικανικά συμφέροντα και τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.
Αυτό είναι ένα επιχείρημα που μπορεί να γίνεται αντιληπτό στο Κογκρέσο, όχι όμως και στη γραφειοκρατία του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, καθώς χωρίς το ζήτημα των S-400 δεν θα είχε ιδιαίτερες ενστάσεις να δει την Τουρκία να εξοπλίζεται με τα F-35.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν σεβόταν τον θεσμικό ρόλο που διαδραματίζει το Κογκρέσο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής την ανάγκασε να προχωρήσει σε μια σειρά κινήσεων που εμμέσως πλην σαφώς αναγνώριζαν ότι η Ελλάδα θα διατηρούσε ένα ποιοτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας για λόγους αποτροπής.
Ωστόσο αμερικανικές διπλωματικές πηγές υπενθυμίζουν ότι, σε αντίθεση με το Ισραήλ, η αντίληψη περί ενός ποιοτικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας δεν εξελίχθηκε σε νομικά κατοχυρωμένη υποχρέωση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Ισραήλ υπάρχει σχετική τροπολογία στον Νόμο περί Ελέγχου Εξαγωγής Οπλων που διασφαλίζει το στρατιωτικό πλεονέκτημά του έναντι άλλων χωρών στη Μέση Ανατολή.
Η απουσία, όμως, μιας τέτοιας νομικής κατοχύρωσης δεν απέτρεψε την αμερικανική κυβέρνηση των ΗΠΑ από το να προσπαθήσει να καθησυχάσει επανειλημμένως όχι μόνο την Αθήνα αλλά και το ίδιο το Κογκρέσο, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα δεν απειλείται από το πρόγραμμα των τουρκικών F-16 λόγω του προβαδίσματος που της δίνουν τα F-35.
Οι διαβεβαιώσεις αυτές αποσκοπούσαν στο να πείσουν το Κογκρέσο και την Αθήνα να συναινέσουν στην πρόοδο του προγράμματος για τα F-16 της Τουρκίας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά την τότε υφυπουργό Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ που είχε διατυπώσει το ίδιο επιχείρημα στους έλληνες συνομιλητές της όταν είχε επισκεφτεί την Αθήνα το 2022.
Η επιστολή Μπλίνκεν και το νέο πρόβλημα
Και φυσικά υπήρχε η επιστολή του τότε υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν προς τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία, κινούμενη στη λογική του ποιοτικού πλεονεκτήματος, υποσχόταν την παροχή μεταχειρισμένων οπλικών συστημάτων στο πλαίσιο του Προγράμματος Πλεονάζοντος Εξοπλισμού (EDA).
Αυτή η δέσμευση δεν προχώρησε για πρακτικούς λόγους, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση το παράδειγμα των δύο αμερικανικών C-130. Τα συγκεκριμένα αεροσκάφη ήταν παλαιότερο μοντέλο από αυτά που ήδη διαθέτει η Ελλάδα και το κόστος για την ανακαίνισή τους θα ήταν παρόμοιο με εκείνο για την αγορά νέων.
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα και το ελληνο-αμερικανικό λόμπι κατάφεραν να βελτιώσουν τη θέση τους στην Ουάσιγκτον και να σημειώσουν σημαντικές επιτυχίες γιατί αντιλήφθηκαν πώς να παίζουν σωστά το «παιχνίδι» στο Κογκρέσο.
Το πρόβλημα είναι ότι με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο αυτή η δυναμική έχει ανατραπεί. Πρόκειται για ένα διαφορετικό σκηνικό όπου το Κογκρέσο δεν μπορεί να παίξει τον ίδιο εξισορροπητικό ρόλο, με αποτέλεσμα η επιρροή της Ελλάδας και του Ισραήλ προς τον Λευκό Οίκο να υποβαθμίζεται αντιστοίχως. Οπως άλλωστε δείχνουν οι εξελίξεις με τις κυρώσεις CAATSA και τα F-35, τα παλαιά εγχειρίδια στην Ουάσιγκτον του Τραμπ δεν ισχύουν.