Την περασμένη Παρασκευή, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης ταξίδευε προς τις ΗΠΑ για τις αποφοιτήσεις των παιδιών του και για τις εκδηλώσεις που έχει ετοιμάσει η Ελλάδα εν όψει της ανάληψης της προεδρίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, 47 αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων και ηγέτες βασικών ευρωπαϊκών και διεθνών θεσμών βρίσκονταν στα Τίρανα για τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας (EPC).
Σε αυτήν συμμετείχαν οι ηγέτες της ΕΕ, ο βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ και ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κώστα Τασούλα, τον οποίο το Μέγαρο Μαξίμου απέτρεψε να παρευρεθεί στην κηδεία του Πάπα Φραγκίσκου επειδή, όπως αφέθηκε να διαρρεύσει, η εκπροσώπηση θα έπρεπε να είναι υψηλού επιπέδου.
Η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας διεξήχθη την ίδια μέρα με τις πρώτες απευθείας ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα στη Ρωσία και στην Ουκρανία στην Κωνσταντινούπολη. Οι φωτογραφίες και μόνο θα έπρεπε να προβληματίσουν βαθιά την ελληνική διπλωματία, γιατί αποτυπώνουν καλύτερα από κάθε ανάλυση την αλλαγή ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή. Στο μέσον του τραπεζιού ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και αριστερά και δεξιά του οι αντιπροσωπείες των δύο χωρών.
Το συνδηλούμενο ήταν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για τις διαπραγματεύσεις εφόσον δεν θα πήγαινε ούτε ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ανέθεσε ωστόσο τη μεσολάβηση στην Τουρκία και έστειλε αμερικανούς αξιωματούχους για να παρακολουθούν τις συνομιλίες. Οι διαπραγματεύσεις Ρωσίας – Ουκρανίας δεν σημείωσαν πρόοδο, αλλά αυτό δεν αλλάζει τη μεγάλη εικόνα για την Τουρκία.

Ο πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ και ο γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς συζητούν κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας την Παρασκευή στα Τίρανα. Η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε στη Σύνοδο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κώστα Τασούλα
Η θέση Γεραπετρίτη
Η θέση του έλληνα υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη, ο οποίος το ίδιο διάστημα παρευρισκόταν στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια, θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά άβολη. Και αυτό γιατί έβλεπε τη θέση της Τουρκίας να δυναμώνει κάθε στιγμή και ταυτόχρονα να αλλάζει η στάση των συμμάχων απέναντί της. Αυτές τις ημέρες έγινε φανερό ότι η μεγάλη διπλωματική επένδυση της Τουρκίας, η οποία δεν επιθυμεί να είναι απλώς μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη αλλά ένας παγκόσμιος παίκτης, χρήσιμος και ωφέλιμος, αποδίδει καρπούς.
Τα πλεονεκτήματα που καλλιέργησε τα προηγούμενα χρόνια η Αγκυρα έγιναν εξαιτίας της συγκυρίας πολύτιμα. Αφενός η Τουρκία είναι ο μόνος συνομιλητής από την πλευρά του δυτικού κόσμου που συνομιλεί με όρους εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας με τη Ρωσία και αφετέρου η αμυντική της βιομηχανία καθίσταται κρίσιμη για την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Η Αθήνα τώρα συνειδητοποιεί ότι τα ακριβά εξοπλιστικά προγράμματα δεν της προσφέρουν ούτε ασφάλεια ούτε συμμαχικές εγγυήσεις, γιατί το ίδιο διάστημα που η Ελλάδα αγόραζε όπλα, η Τουρκία έστρεφε το ενδιαφέρον της στην κατασκευή τους. Η χώρα μας εξακολουθεί να ανήκει στους εισαγωγείς οπλικών συστημάτων, ενώ η Τουρκία στους εξαγωγείς, και μάλιστα πουλά και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ο συσχετισμός αποβαίνει σε βάρος της ελληνικής πλευράς σε σημείο η κατάσταση να καθίσταται μη βιώσιμη.
Το σκηνικό είναι ακόμα πιο περίπλοκο για την Ελλάδα. Από τα χρήματα του ευρωπαϊκού προγράμματος ReArm, το 1/3 θα διατεθεί σε χώρες εκτός ΕΕ. Η Τουρκία επιδιώκει να μπει στην ευρωπαϊκή άμυνα και σχεδόν όλες οι χώρες τη θέλουν επειδή τα οπλικά της συστήματα είναι πιο ανταγωνιστικά από αυτά των Αμερικανών ή των Αγγλων και ρίχνουν τις τιμές. «Εμείς δεν έχουμε σοβαρή αμυντική βιομηχανία, δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρονικός ορίζοντας να την αναπτύξουμε και βρισκόμαστε σε καθεστώς πίεσης» ομολογεί διπλωματική πηγή που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στον τομέα της άμυνας. «Μια ισχυρή αμυντική βιομηχανία αυξάνει αλματωδώς τον γεωπολιτικό αντίκτυπο μιας χώρας» προσθέτει.
Στην Αττάλεια ο Γ. Γεραπετρίτης είχε μακρά κατ’ ιδίαν συνομιλία με τον Μαρκ Ρούτε. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ είχε ήδη χαρακτηρίσει τον Ερντογάν επί μακρόν φίλο του. «Ο πρόεδρος Ερντογάν είναι ένας απίστευτος ηγέτης εντός του ΝΑΤΟ και κάποιος που χαίρει πραγματικού σεβασμού από τους συναδέλφους του» δήλωσε και πρόσθεσε ότι η Τουρκία διαδραματίζει τεράστιο ρόλο εντός του ΝΑΤΟ σε πολλά μέτωπα.
Χωρίς δικαίωμα βέτο
Σε αυτό το κλίμα, ο υπουργός Εξωτερικών επιχείρησε, σύμφωνα με πληροφορίες, να θέσει το επιχείρημα ότι ανεξαρτήτως αν η Τουρκία γίνεται ωφέλιμη στην παρούσα συγκυρία, οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να εντάσσονται στην ευρύτερη σφαίρα της κοινής αμυντικής πολιτικής. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι επηρέασε τον Ρούτε καθώς στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, στις 24-26 Ιουνίου στη Χάγη αναμένεται να αποφασιστεί η αύξηση των προϋπολογισμών άμυνας των μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας κατά 3,5% στις εξοπλιστικές δαπάνες και 5% στο σύνολο ως το 2032.
Η δική μας αμυντική βιομηχανία δεν έχει τον χρόνο να αναπτυχθεί επαρκώς μέσα σε έξι χρόνια και επιπλέον οι αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ που θα αφορούν τους διαγωνισμούς και τις προμήθειες οπλικών συστημάτων δεν θα εμπίπτουν στον κανόνα της ομοφωνίας. Δηλαδή, η Ελλάδα δεν θα έχει δικαίωμα βέτο έναντι της Τουρκίας και το μόνο που απομένει είναι να προσεγγίζουν ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών τους άλλους ηγέτες σε τετ α τετ συναντήσεις και να τους παραθέτουν τα επιχειρήματά τους με την ελπίδα να τους πείσουν ότι έχει σημασία ποιος πουλάει και ποιος αγοράζει.
Η κρίσιμη συνάντηση
Ακόμα και αυτή η συζήτηση μπορεί να είναι ήδη ξεπερασμένη μετά την ανακοίνωση του Τραμπ ότι η Αμερική αναπτύσσει αεροσκάφη F-55, που σημαίνει ότι σε λίγο καιρό τα F-35 θα θεωρούνται παλιά. Αρα το στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας μας θα εξανεμιστεί, ιδίως αν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να πουλήσουν F-35 στην Τουρκία, παρά τις αντιδράσεις της Ελλάδας και του Ισραήλ.
Στο πλαίσιο αυτό αποκτούν ιδιαίτερη σημασία το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, το οποίο θα διεξαχθεί κάποια στιγμή μέχρι το τέλος Ιουλίου στην Αγκυρα, και η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Αν και όπως διαπιστώνουν στην ελληνική κυβέρνηση, η τουρκική πλευρά όλο και λιγότερο ασχολείται με τα ελληνοτουρκικά, τα οποία έχει υποβαθμίσει ως προτεραιότητα της εξωτερικής της πολιτικής, έχοντας στρέψει σε άλλα μέτωπα τα ενδιαφέροντά της.