Το F-35, το υπερσύγχρονο μαχητικό αεροσκάφος των ΗΠΑ, αποτελεί σύμβολο στρατιωτικής και τεχνολογικής ισχύος. Ωστόσο, περισσότερα από 80 κρίσιμα εξαρτήματά του κατασκευάζονται από μια σχεδόν άγνωστη εταιρεία που εδρεύει σε ένα ήσυχο προάστιο της Δανίας.
Συνολικά το μαχητικό αεροσκάφος, που κατασκευάζει η Lockheed Martin, έχει περισσότερους από 1.900 προμηθευτές από περίπου δώδεκα χώρες, που παράγουν από μικροσκοπικά κυκλώματα μέχρι το κάθισμα εκτίναξης.
Η εκτεταμένη και πολυεθνική εφοδιαστική αλυσίδα του F-35 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ακόμη και η αμερικανική αμυντική βιομηχανία – η οποία εξάγει οπλικά συστήματα δισεκατομμυρίων δολαρίων και εισάγει ελάχιστα – μπορεί να επηρεαστεί από την εμπορική πολιτική της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ.
Οι δασμοί αυξάνουν το κόστος
Οι δασμοί απειλούν να αυξήσουν το κόστος πολλών εξαρτημάτων και πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στα σύγχρονα οπλικά συστήματα. Οι αμυντικές εταιρείες ήδη αντιμετωπίζουν τις συνέπειες και, όπως και σε άλλους τομείς, ασκούν πιέσεις στον Λευκό Οίκο για εξαιρέσεις. Εν τω μεταξύ, μεγάλο μέρος του πρόσθετου κόστους ενδέχεται να το επωμιστεί το Πεντάγωνο.
Η απουσία δασμών «υπήρξε καθοριστική ώστε η αεροδιαστημική και αμυντική βιομηχανία να διατηρήσει ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονάσματα μεταξύ των αμερικανικών βιομηχανιών εδώ και δεκαετίες» δήλωσε ο Κρίστοφερ Κάλιο, διευθύνων σύμβουλος της RTX, εταιρείας που κατασκευάζει τους αισθητήρες και τους κινητήρες του F-35. «Αλλά όπως και σε πολλές εταιρείες του κλάδου, η εφοδιαστική αλυσίδα και η πελατειακή μας βάση είναι παγκόσμιες. Εισάγουμε πρώτες ύλες, εξαρτήματα και υποσυστήματα από όλον τον κόσμο».
Η RTX αναμένει απώλειες ύψους 850 εκατ. δολαρίων λόγω των δασμών μέσα στο έτος, κυρίως σε δύο θυγατρικές της με εκτεταμένη εμπορική δραστηριότητα. Οι δασμοί μπορούν επίσης να καταστήσουν ακριβότερα τα οπλικά συστήματα που οι ΗΠΑ αγοράζουν από το εξωτερικό, όπως νορβηγικούς και ισραηλινούς πυραύλους, ενώ παράλληλα εντείνουν τις πιέσεις σε ορισμένους αγοραστές αμερικανικού εξοπλισμού για να αγοράζουν λιγότερα όπλα.
Ως απάντηση στους δασμούς, οι αμυντικές εταιρείες εξετάζουν τις προμηθευτικές τους συμβάσεις για μια πρόβλεψη – γνωστή ως «Κεφάλαιο 98» – που επιτρέπει την αδασμολόγητη εισαγωγή προϊόντων τα οποία η κυβέρνηση θεωρεί «υλικά πολεμικής ανάγκης», σύμφωνα με τον Ντακ Χάρντγουικ από την Ενωση Αεροδιαστημικής Βιομηχανίας.
Πάντως, ορισμένες αμυντικές εταιρείες δηλώνουν ότι οι δασμοί δεν θα επηρεάσουν σοβαρά τις δραστηριότητές τους. Η Northrop Grumman, για παράδειγμα, αναφέρει ότι μόλις το 5% των δαπανών της για την εφοδιαστική αλυσίδα κατευθύνεται στο εξωτερικό.
Η Lockheed, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι έχει αναπτύξει στρατηγική απορρόφησης των συνεπειών των δασμών, επισημαίνοντας ότι στις περισσότερες συμβάσεις η επιβάρυνση μετακυλίεται στους πελάτες.
«Για τη μεγάλη πλειοψηφία των εξωτερικών μας συμβάσεων, έχουμε προβλέψεις που επιτρέπουν την ανάκτηση κόστους» δήλωσε ο οικονομικός διευθυντής της Lockheed Εβαν Σκοτ.
Ορισμένα μέλη του Κογκρέσου ζητούν εξαίρεση από τους δασμούς των προϊόντων που σχετίζονται με την αμυντική βιομηχανία, ιδίως επειδή πολλά εξαρτήματα προέρχονται από συμμάχους των ΗΠΑ.
«Χρειαζόμαστε τις κατάλληλες εξαιρέσεις που θα αναγνωρίζουν αυτές τις συμμαχίες» δήλωσε ο γερουσιαστής Κέβιν Κρέιμερ, Ρεπουμπλικανός από τη Βόρεια Ντακότα. Διαφορετικά «πώς να μην ακριβύνει το F-35; Φυσικά και θα ακριβύνει».
Ο Λευκός Οίκος και το υπουργείο Αμυνας δεν απάντησαν σε αιτήματα για σχόλιο. Με συνολικό κόστος άνω των 2 τρισ. δολαρίων κατά τη διάρκεια ζωής του προγράμματος, το F-35 έχει χαρακτηριστεί το ακριβότερο οπλικό σύστημα στην Ιστορία.
Το μαχητικό έχει εντυπωσιακή εξαγωγική επιτυχία: από το 2015 που τέθηκε σε υπηρεσία, έχουν πουληθεί περισσότερα από 1.100 αεροσκάφη σε 20 χώρες, εδραιώνοντας την κυριαρχία των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπόριο όπλων.
Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI), οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το 43% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων την πενταετία 2020-2024, αλλά μόλις το 3% των εισαγωγών. Ωστόσο, το F-35 χρησιμοποιεί εξαρτήματα από όλον τον κόσμο. Το πρόγραμμα συγχρηματοδοτήθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Δανία, των οποίων οι εταιρείες εξασφάλισαν συμβόλαια προμήθειας.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι βρετανικές εταιρείες συμβάλλουν με περίπου το 15% της αξίας κάθε αεροσκάφους, μεγάλο μέρος του οποίου παράγεται στη χώρα. Η BAE Systems κατασκευάζει στο Ηνωμένο Βασίλειο τμήματα της ατράκτου και τον μοχλό ελέγχου του πιλότου, ενώ η Rolls-Royce παρέχει την τεχνολογία κάθετης απογείωσης/προσγείωσης για ορισμένες εκδόσεις του F-35. Ακόμη και το κάθισμα εκτίναξης κατασκευάζεται στη Βρετανία.
Η Αυστραλία αναφέρει ότι η εγχώρια αμυντική της βιομηχανία έχει εξασφαλίσει συμβόλαια αξίας άνω των 3,2 δισ. δολαρίων για το F-35, κυρίως για υποσυστήματα αεροηλεκτρονικών και πρόωσης.
Στη Δανία, μία μόνο εταιρεία, η Terma, έχει κατασκευάσει μέχρι σήμερα περισσότερα από 30.000 εξαρτήματα για το πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένων των φορέων πολυβόλων για ορισμένες εκδόσεις του F-35.
Ολο και περισσότερες ξένες κυβερνήσεις επιδιώκουν ενεργότερη συμμετοχή στην παραγωγή των αμερικανικών οπλικών συστημάτων που αγοράζουν, σύμφωνα με τον Νταγκ Μπέρονσον της συμβουλευτικής εταιρείας Oliver Wyman.
Από τον ερχόμενο Ιούλιο, για παράδειγμα, η Rheinmetall θα παράγει τμήματα της ατράκτου του F-35 σε εργοστάσιο στη Γερμανία.
Παράλληλα, μια γερμανική μονάδα θα κατασκευάζει πυραύλους για το σύστημα Patriot, ενώ μια ισπανική εταιρεία θα προμηθεύει επιμέρους εξαρτήματα.
Οι απαραίτητες σπάνιες γαίες
Οι δασμοί επηρεάζουν επίσης τα εξαρτήματα και τις πρώτες ύλες που προμηθεύονται οι αμερικανικές εταιρείες εντός των ΗΠΑ. Η νομοθεσία επιβάλλει τη χρήση χάλυβα αμερικανικής προέλευσης, του οποίου η τιμή έχει εκτιναχθεί λόγω των εισαγωγικών δασμών.
Η ζήτηση για σπάνιες γαίες από αμερικανικές πηγές αναμένεται να αυξηθεί μετά την επιβολή δασμών στα κινεζικά προϊόντα και τα αντίμετρα που έλαβε ως απάντηση το Πεκίνο. Τα ορυκτά αυτά είναι απαραίτητα για πολλά οπλικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένου του F-35. Η Lockheed έχει δηλώσει ότι διαθέτει απόθεμα για να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμα τις ελλείψεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας, η διευθύνουσα σύμβουλος της General Dynamics Φίμπι Νοβακόβιτς αρνήθηκε να σχολιάσει τους δασμούς σε πρόσφατη επικοινωνία μας. «Ο,τι κι αν πω για το θέμα, δεδομένης της περιορισμένης πληροφόρησής μας, θα είναι σχεδόν σίγουρα λάθος» είπε χαρακτηριστικά.