Η Σοφία Κόκκαλη υποδύεται τη Μαρία, την 55χρονη ιδιοκτήτρια του νυχτερινού κέντρου στη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη – σκηνοθεσία Γιάννος Περλέγκας, Θέατρο Τέχνης. Κι αν η όψη της 34χρονης ηθοποιού δεν σε προδιαθέτει για τον ρόλο, ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που τον ανέλαβε.

Με ξεχωριστές ερμηνείες στον κινηματογράφο και στη σκηνή, η Σοφία Κόκκαλη ακολουθεί τον δρόμο της. Είναι αδύνατον να μην την προσέξεις. Και συνεχίζει: Τέλη Φεβρουαρίου θα είναι στη Σφενδόνη με τον Χάρη Φραγκούλη για την «Αφιέρωση» του Μπότο Στράους ενώ την άνοιξη θα κάνει μια ταινία με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη.

 

Ποια είναι τα κριτήρια στις επιλογές σας;

«Οι άνθρωποι, κυρίως, ο σκηνοθέτης και οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Περνάς ένα τρίμηνο τουλάχιστον στο θέατρο, οπότε μπορεί να είναι πολύ επίπονη διαδικασία ή μια πολύ καλή περίπτωση. Επειδή έχω και το σινεμά να δραπετεύω, δεν μπαίνω όπου να ‘ναι στο θέατρο. Από εκεί και πέρα στερεύουν οι δυνατότητες και οι επιλογές, γι’ αυτό και μου αρέσει που συνεργάζομαι με τους ίδιους – θα το έκανα επ’ αόριστον. Μου δίνει ασφάλεια, κάτι προχωράει. Είναι πιο πλούσιο. Θέλω όμως και να απομονώνομαι λίγο, να φεύγω, να βλέπω τον εαυτό μου σε άλλο περιβάλλον».

Στη «Στέλλα» τι σας οδήγησε;

«Πέρα από το ότι εκτιμώ τρομερά όλους τους ηθοποιούς, ήταν και η ιδέα του Γιάννου να παίξω τον ρόλο της Μαρίας – ήθελα και να δουλέψω μαζί του. Ο ρόλος έχει ενδιαφέρον. Το συγκεκριμένο έργο είχε κάτι το βαθιά συγκινητικό, μου άρεσε ο λόγος του. Ειδικά ο ρόλος μου φάνηκε μεγάλος, πλούσιος, ανοιχτός. Αρπάχτηκα απ’ αυτό. Θεωρούσα ότι θα είναι κάτι που με μετακινεί».

Προσεγγίζετε διαφορετικά τους θεατρικούς από τους κινηματογραφικούς ρόλους;

«Ναι. Εχει σημασία ότι στο θέατρο κάνεις τρεις μήνες πρόβα. Κάθε φορά νιώθω ότι μπαίνω από την αρχή, έστω κι αν έχω δυναμώσει ή έχω μάθει κάτι παραπάνω. Κάτι θα βαθύνει, θα πλουτίσει, θα γίνει πιο σύνθετο με έναν άλλον τρόπο. Κι αυτό μπορεί να σε επισκεφθεί αργότερα. Ενώ στο σινεμά, οσμίζεσαι το περιβάλλον, βλέπεις τα στοιχεία σου, κάνεις πολλές κουβέντες με τον σκηνοθέτη, έχεις μια άποψη και μετά πας στη στιγμή. Αλλη γοητεία το ένα, άλλη το άλλο. Διαφορετικές τεχνικές. Η λειτουργία μπορεί να είναι ίδια. Το θέατρο έχει κάτι πιο εσωστρεφές, μεγαλύτερη έκθεση».

Μιλήστε μου για τη Μαρία…

«Ετών 55, ιδιοκτήτρια νυχτερινού κέντρου. Λειτουργικά είναι αυτή που τρέχει το μαγαζί, δίνει στέγη και οικογένεια σε πολλούς. Με αυτή την έννοια είναι κάπως χειραφετημένη. Εχει την αίσθηση της αλληλεγγύης, με ένα ρίσκο προσωπικό, επιτρέπει σε κάποιους να έχουν την ψευδαίσθηση ότι ζουν τη ζωή τους με τους όρους τους, χωρίς να συνδιαλέγονται με το απ’ έξω. Το ψυχικό της χαρακτηριστικό, πέρα από την εκφραστικότητά της – είναι πλουμιστή – είναι ότι από την πάστα της είναι αθώα, ανοιχτή σε ανθρώπους και καταστάσεις».

Είναι, όπως και η Στέλλα, σύμβολο για την εποχή της;

«Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Είναι κάποια σκαλιά κάτω από τη Στέλλα αλλά κάτι εμπεριέχει από αυτήν. Η Στέλλα είναι σύμβολο. Για τότε, για σήμερα ακόμα, κάνει μια πολύ ακραία επιλογή, κοπανάει το κεφάλι της στον τοίχο, για κάτι ιδανικό που έχει, όχι εγκεφαλικό αλλά ψυχικό. Εχει να κάνει με την αξία που δίνει στον εαυτό της και την ελευθερία της. Από εκεί και πέρα δεν σημαίνει ότι η ίδια δεν είναι γεμάτη αντιφάσεις. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό της που νομίζω ότι διαβάσαμε πολύ καλά με τον Γιάννο: είναι μια γυναίκα που δεν θέλει ποτέ να πάψει να γοητεύει. Είναι απλό αυτό που λέει η Στέλλα: «Θέλω να δουλεύω, δεν μπορείς να μου στερήσεις το δημιουργικό μου κομμάτι»».

Τι σας έσπρωξε στο θέατρο;

«Πάντα το ήθελα. Η φαντασία μου έτρεχε συχνά σε κόσμους λίγο δίπλα από τον πραγματικό. Και ήρθε κάπως σαν ευχή, ότι εκεί θα μπορώ να νιώσω καλά, να συναντηθώ με κάτι που έχω μέσα μου. Το αποφάσισα – μου πήρε καιρό. Σιγά-σιγά κατάλαβα τα βήματα, τη διαδικασία».

Συναντήσατε δυσκολίες;

«Ηρθαν πολύ απαλά και γλυκά τα πράγματα, σαν να υπήρχε μια μαγική ροή. Δούλεψα σε μια ταινία ήδη από τη σχολή, μετά ήρθε η «Μικρά Αγγλία», ο Παντελής Βούλγαρης, η μεγάλη παραγωγή. Στο θέατρο, αυτοί που ήθελα να δουλέψω, κάπως, μετά από λίγο χρόνο, ερχόντουσαν. Υστερα ήρθε ο Αλέξανδρος Βούλγαρης μέσω του Παντελή.

Εγώ το σινεμά ήθελα πρώτο, το θέατρο το αγάπησα μετέπειτα. Απλώς πήγαινε πολύ αργά το σινεμά, δεν έχουμε τη βιομηχανία, οπότε είχα μεγάλα διαστήματα που έμενα άπραγη. Εκεί λοιπόν πιέστηκα λίγο και σε σχέση με αγαπημένους ανθρώπους του θεάτρου, το αγάπησα. Ετσι ήρθε η ισορροπία, μια θέατρο, μια σινεμά. Εχω επενδύσει αρκετά στο σινεμά, στερήθηκα πράγματα. Δεν είναι μόνον καλοτυχία και ροή. Το έβλεπα και σαν καριέρα. Το θέατρο δεν το είδα έτσι – είναι οικογένεια, μαγικές στιγμές ή μέτριες στιγμές που δεν θες να επαναλάβεις. Το σινεμά είναι το δικό μου όχημα και θέλω να συνεχίσω, αν μπορώ, να το φροντίζω για να με πάει μέχρι τέλους. Το θέατρο δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το αντέξω. Εχει μια δυσκολία στην καθημερινότητα, βλέπω μια μιζέρια, μια παραίτηση – οι δικές μου περιπτώσεις είναι πολύ καλές, δεν είναι παντού έτσι. Δύσκολο να ζεις από το θέατρο. Το θέατρο μπορεί να σε πληγώσει αρκετά».

Η δημοσιότητα σας κεντρίζει;

«Δεν πάω με τη δημοσιότητα. Σαν άνθρωπος είμαι πιο κλειστός – ήμουν περισσότερο. Τώρα μπορώ να ανοιχτώ ευκολότερα, να χειριστώ πράγματα. Είμαι δυνατή στη δουλειά μου, γιατί την αγαπάω. Δεν είμαι φτερό στον άνεμο – δεν ξέρω πώς φαίνομαι. Το βλέπω και σαν δουλειά. Ζω από τη δουλειά μου, αν και θα ‘θελα να ζω καλύτερα…».

Η τηλεόραση είναι στις επιδιώξεις σας;

«Εχω κάνει δύο μικρές συμμετοχές – πέρυσι στην «Καρτ Ποστάλ», και στο «Milky Way» του Βασίλη Κεκάτου, για του χρόνου (Mega). Δεν θα έλεγα όχι στην τηλεόραση, αλλά δεν θα μπορούσα να αντέξω καθημερινό επί μήνες. Θέλω να κάνω δουλειές με κινηματογραφικούς όρους».

Αποτίμηση της πανδημίας…

«Τρόμαξα πάρα πολύ αλλά ταυτόχρονα μου έκανε και πολύ καλό. Είναι μια κομβική στιγμή που θέλω να θυμάμαι. Ηταν τρομακτικό. Πέρα από τον αντικειμενικό κίνδυνο της αρρώστιας για τους δικούς μου, κυρίως, και την έννοια του εγκλεισμού, ήταν το υπαρξιακό. Σταμάτησα να είμαι ηθοποιός, έχασα την ταυτότητά μου κι αυτό ήταν πολύ. Αναρωτήθηκα τι είμαι. Στην καταναγκαστική παύση ήρθα αντιμέτωπη με τον πυρήνα του εαυτού μου. Είδα πώς είναι να μην ορίζεσαι από την ταυτότητα του ηθοποιού, του επαγγέλματός σου. Και μου φάνηκε εμπνευστική η εμπειρία για να μην έχω φοβίες, να μην είμαι ανελεύθερη. Δεν ξέρεις αύριο-μεθαύριο τι γίνεται. Η ζωή είναι μεγάλη και ο πλούτος της αστείρευτος. Ασχολήθηκα με τον ψυχισμό και την καθημερινότητα μου, που την είχα παραμελήσει».