Οι συλλογές του σεΐχη του Κατάρ Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θανί εδώ και πολλά χρόνια εκτίθενται τμηματικά στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου: από τη Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο, ως το Λονδίνο, την Αγία Πετρούπολη, το Τόκιο και το Πεκίνο. Στο Παρίσι θα οργανώνονται δύο θεματικές εκθέσεις τον χρόνο ως το 2041. Η γαλλική Υπηρεσία Μνημείων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς νοικιάζει στον σεΐχη 750 τ.μ. ενός κτιρίου του 18ου αι. στην καρδιά του Παρισιού, στην Place de la Concorde, για 20 χρόνια έναντι 23 εκατομμυρίων ευρώ. Σχεδόν παραπάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ ενοίκιο κάθε χρόνο για 750 τ.μ.

Το κτίριο, πρώην υπουργείο Ναυτικών ως το 2015, ανήκε στην Υπηρεσία Φροντίδας Εξοπλισμού των οκτώ βασιλικών ανακτόρων (έπιπλα, χαλιά, ταπετσαρίες γκομπλέν, σερβίτσια σεβρ, βασιλικά δώρα, διακοσμητικά αντικείμενα, όπλα, κοσμήματα και τιμαλφή) του Λουδοβίκου ΙΕ’ και του διαδόχου του ΙΣΤ’. Κατά σύμπτωση, κάποιοι από τους χώρους αυτούς, με εκθέματα από την παραπάνω βασιλική προίκα, ήταν ανοιχτοί στο κοινό κάθε Τρίτη, μία φορά τον μήνα, από τον Απρίλιο ως τον Νοέμβριο. Ετσι αυτή η βασιλική περιουσία σε κοινή θέα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτέλεσε τον πυρήνα του πρώτου μουσείου του Παρισιού, πριν οι βασιλικές συλλογές του Λούβρου ανοίξουν για το κοινό, ως δημόσια περιουσία πλέον.

Τα «διαμάντια στο στέμμα» του εμίρη

Ως τις 18 Μαΐου εκτίθεται ένα μέρος της συλλογής με τίτλο «Αναγεννησιακοί θησαυροί». Περιλαμβάνονται 60 έργα μικροτεχνίας και μικρογλυπτικής από πολύτιμα υλικά, ημιπολύτιμους και πολύτιμους λίθους, ορεία κρύσταλλο, σμάλτο, χρυσό και άργυρο. Είναι έργα τέχνης που παραγγέλλονται από τους ηγεμόνες του 15ου και 16ου αι., κοσμούν ανά τους αιώνες σπουδαίες συλλογές και αποτελούν πλέον τα «διαμάντια στο στέμμα» του εμίρη. Αυτά τα αντικείμενα συνθέτουν το περιεχόμενο τριών αιθουσών. Μια τέταρτη εκθέτει «κατά χρώμα» 80 αντικείμενα από ανατολικούς πολιτισμούς: αντικείμενα διαφορετικών υλικών, χρήσεων και γεωγραφικής προέλευσης, χρώματος κόκκινου, κίτρινου, γαλάζιου, πράσινου και λευκού.

Πολυτέλεια των υλικών των προθηκών (τιτάνιο, μετάξι και ολόσωμες βάσεις από γρανίτη, επενδεδυμένες με κρύσταλλο καμπυλωμένο), ακρίβεια συναρμογής τους, αφανείς συνδέσεις και κοστοβόρα επεξεργασία μόνο με την πολυτιμότητα και την έξοχη επεξεργασία των εκθεμάτων μπορούν να συγκριθούν. Και σωστά έκανε ο σχεδιαστής της έκθεσης, ο ιάπωνας, εγκατεστημένος στο Παρίσι, αρχιτέκτονας Τσουγιόσι Τάνε. Αφού μάλιστα χρεία χρημάτων δεν υπήρχε. Η εντυπωσιακή μάλιστα είσοδος στην έκθεση, με τα χιλιάδες αναρτημένα από την οροφή και καθρεφτιζόμενα ολούθε μεταλλικά άνθη, σε εισάγει σε έναν κόσμο της μίας και χίλιες νύχτες. Ο Tάνε ερμηνεύει το σύνολο ως αναφορά στα rocaille (διακόσμηση κήπων με πέτρες, χαλίκια και μικρά φυτά) των βασιλικών κήπων του 18ου αι., αν και το εύρημα αυτό ο ίδιος σχεδιαστής χρησιμοποιεί συστηματικά σε εκθέσεις του για ρολόγια από το 2014 και δώθε.

Θαυμασμός αλλά και δύο ερωτήματα

Ωστόσο, πέρα από τον θαυμασμό μας για τα μοναδικά εκθέματα της συλλογής, τα ερωτήματα που τίθενται είναι δύο. Το ένα αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα αμύθητης αξίας αντικείμενα αποκτώνται σήμερα. Το δεύτερο, και κυριότερο για εμάς ως επισκέπτες, είναι πώς γίνεται αυτά τα τόσο πολλαπλώς σημαίνοντα για την ιστορία του δυτικού πολιτισμού αντικείμενα να εκτίθενται χωρίς ένταξη σε ένα οποιοδήποτε συγκείμενο, όπως και αυτά των ανατολικών να ομαδοποιούνται απλώς ανά χρώμα.

Το πρώτο δεν είναι άγνωστο στην ιστορία της τέχνης. Οι πλούσιοι και ισχυροί κάθε εποχής, αλλά και κράτη με λεφτά και ισχύ, πολλαπλασιάζουν ανέκαθεν την περιουσία και τη συμβολική ισχύ τους με τις αγορές σπάνιων ή και διάσημων έργων τέχνης ή και ολόκληρων συλλογών. Ομως άλλο να το διαβάζεις στην ιστορία και άλλο να το βλέπεις να συμβαίνει σε χρόνο παρόντα, με αντικείμενα που δεν είναι του παρόντος αλλά αντιπροσωπεύουν σπανιότατα δείγματα πολιτιστικής δημιουργίας, εθνικής σημασίας για τις χώρες προέλευσης. Βέβαια είναι ένας τρόπος να αντιλαμβάνεται κανείς και τις γεωπολιτικές του σήμερα και τι άλλο μπορεί να αγοράζεται και να πουλιέται με την ίδια ευκολία… Και τα πρόσφατα σκάνδαλα που πριν από έναν χρόνο είδαν το φως στις Βρυξέλλες μάλλον είναι μέρος της ίδιας πολιτικής ισχύος που μπορεί να ασκηθεί και στην ευρωπαϊκή γειτονιά μας.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η πρόθεση ή μάλλον η αδιαφορία του όντως εξαιρετικού ιάπωνα σχεδιαστή της έκθεσης ή και της επιμελήτριας να δημιουργήσουν ένα οποιοδήποτε νοηματικό πλαίσιο για τα εκθέματα. Ωστόσο, στο εισαγωγικό σημείωμα για τις τρεις αίθουσες με τα κοσμήματα, τη μικρογλυπτική, τα λειτουργικά εκκλησιαστικά ή κοσμικά σκεύη υπήρχε η επισήμανση ότι αναδεικνύουν τις διάφορες τεχνικές. Εννοούσαν μάλλον να τις ανακαλύψουμε.

Σε ό,τι δε αφορά την τέταρτη αίθουσα, η κατά χρώμα ομαδοποίηση των εκθεμάτων μάλλον θυμίζει στους κάποιας ηλικίας έλληνες επισκέπτες, που μεγαλώσαμε με τη «Λιλιπούπολη» της Μαριανίνας Κριεζή, τη γνωστή ιστορία: Το μουσείο που είχε το δωμάτιο με τα βαριά πράγματα, τα ελαφριά ή τα κίτρινα, όπου η «κίτρινη» Κινέζα έπρεπε να χτυπάει τα πόδια της για να μην κόψει η «κίτρινη» μαγιονέζα! Η δε υπεσχημένη στα εισαγωγικά κείμενα ανάδειξη των τεχνικών ή της συμβολικής των χρωμάτων δεν αναμένεται να εκπληρωθεί στις πυκνογραμμένες λεζάντες χωρίς έστω μία στοιχειώδη ομαδοποίηση της πληροφορίας.

Κάθε φορά που ξοδεύονται χρήματα μόνο για το φαίνεσθαι (δεν το υποτιμώ καθόλου) ενώ για το είναι και την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης δεν χρειάζονται σχεδόν καθόλου (είναι γνωστό πόσο λίγο αμείβεται η πνευματική εργασία) θλίβομαι βαθιά, γιατί σκέφτομαι πόσοι μουσειολόγοι, (η Σχολή του Λούβρου έχει μεγάλο παρελθόν στην εκπαίδευση μουσειολόγων) ή ιστορικοί της τέχνης με κριτικές αγωνίες θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά αν τους δινόταν η ευκαιρία. Δηλαδή αν απαιτούνταν η ουσιαστική συμμετοχή τους στον νοηματικό σχεδιασμό, μαζί και δίπλα στην εντυπωσιακή παρουσία αρχιτεκτόνων ή διακοσμητών ή σκηνογράφων ή γραφιστών.

Τελικά, πάντα ασκείται η σκέψη, ακόμη και από ελλειμματικά, ως προς το νόημα, αν και υψηλής αισθητικής παραδείγματα εκθέσεων.

Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι ιστορικός της Τέχνης – μουσειολόγος, ομ. καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.