Η Ρένη Πιττακή επιστρέφει, 17 χρόνια μετά, σε ένα έργο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία για να χορέψει και πάλι βαλς, σουίνγκ, τσάρλεστον, φλαμένγκο, ροκ εντ ρολ, τάνγκο. Είναι τα «Εξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες» του Ρίτσαρντ Αλφιέρι, όπου δύο μοναχικοί, εντελώς διαφορετικοί, άνθρωποι, η Λίλι και ο Μάικλ, αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση μέσα από τον χορό.
Παρτενέρ της στη σκηνή είναι ο Κώστας Βασαρδάνης. Εκείνη είναι μια μεγάλη κυρία, αστή. Εκείνος ένας νεαρός, χορευτής. Η παράσταση που σκηνοθετεί (και πάλι) ο Πέτρος Ζούλιας θα ανέβει στο θέατρο Πτι Παλαί.
Κόρη στρατιωτικού η Ρένη Πιττακή, γεννήθηκε ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου. Η αγαπημένη μαθήτρια του Καρόλου Κουν έζησε (σ)το Θέατρο Τέχνης και όταν ένιωσε ότι έπρεπε να φύγει έφυγε, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω. Αλλωστε αυτό είναι κάτι που δεν συνηθίζει να κάνει. Ζει το τώρα και ξέρει πώς να το απολαμβάνει. Είναι και αυτό ένα ταλέντο ή, καλύτερα, ένα ακόμα ταλέντο στο πλούσιο ρεπερτόριο που διαθέτει τόσο στη σκηνή όσο και στη ζωή…
Τι κρατάτε από την παράσταση του 2008;
«Κρατάω τις δύο υπέροχες σεζόν με τον Πέτρο Ζούλια και τον Κώστα Κάππα γεμάτες ευφορία, ανάταση, χαρά, πάνω στη σκηνή και κάτω στην πλατεία. Είναι κάτι που νομίζω ότι το έχουμε ανάγκη με όλα αυτά που συμβαίνουν τριγύρω και μας επηρεάζουν άσχημα».
Το θυμάστε το έργο;
«Κάποια σημεία, ναι. Το παιχνίδι, τις ανατροπές, αλλά και αυτόν τον ανθρώπινο πυρήνα που φέρνει η συνάντηση δύο μοναχικών και τόσο διαφορετικών ανθρώπων σε ηλικία και κοινωνική τάξη. Ο χορός όμως τους ενώνει».
Αγαπάτε τον χορό;
«Ναι, από παιδί. Ημουν θυμάμαι στην Κοζάνη, στο Δημοτικό, όπου ένα κορίτσι μεγαλύτερο από εμένα ήθελε να κάνει ένα σκετς και να τραγουδάει την “Παπαρούνα” του Αττίκ. Μου φόρεσε μια φαρδιά φούστα με παπαρούνες, μου είπε να στέκομαι δίπλα της και άρχισε το τραγούδι. Σιγά που θα στεκόμουν! Χόρευα με τον ρυθμό. Εκείνη με σταματούσε, μου έλεγε να μην κινούμαι, ξανάρχιζε, αλλά ξανάρχιζα κι εγώ τον χορό, οπότε… τέλος η παράσταση!
Χόρευα παραδοσιακούς χορούς στο σχολείο, βαλς και ταγκό στις στρατιωτικές λέσχες και αργότερα, στα πάρτι, τουίστ, τσα-τσα και ροκ. Τρελαινόμουν για το ροκ! Στο Γκριν Παρκ μας είχαν εντοπίσει με τον ξάδερφό μου και μας έβαζαν να οδηγούμε τη γιάνκα. Φυσικά οι χοροί αυτοί δεν ζουν, αλλά εγώ θέλω να χορεύω, πράγμα δύσκολο πια. Θα ήθελα να φύγω χορεύοντας».
Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Η παράσταση; Εσείς;
«Εχει περάσει καιρός. Η παράσταση θα είναι η ίδια αλλά και διαφορετική, όπως και εγώ άλλωστε… Τα άλλα έχουν αλλάξει: τα ακούσματα, οι συμπεριφορές, τα όρια… Ο παρτενέρ δεν χρειάζεται πια, καθένας χορεύει μόνος του. Στη σκηνή όμως είναι απαραίτητος. Εχει μεγάλη σημασία η ατάκα, η ανταλλαγή, η χημεία. Θυμάμαι την Κική Δημουλά που μετά τα θερμά συγχαρητήρια, τότε, μου είπε: “Να σε δω σε δέκα χρόνια!”. Ελπίζω να τη διαψεύσω».
Το έργο μιλάει για τη μοναξιά. Την έχετε νιώσει;
«Είμαι μοναχική. Η επιλογή αυτή έχει το τίμημά της, αλλά η παρουσία, η αγάπη, η έγνοια κάποιων φίλων είναι το αντιστάθμισμα που η οικογένεια δεν προσφέρει πάντα».
Αλλά και το «μαζί» δεν είναι δύσκολο σήμερα; Ιδίως για τους νεότερους;
«Οι νέοι ηθοποιοί έχουν αναπτύξει πολλά προσόντα λόγω ανταγωνισμού. Είναι ενήμεροι, ασκημένοι στο σώμα και τη φωνή, και κάποιοι πολύ διαβασμένοι. Από την άλλη υπάρχει τέτοια διάλυση, τέτοιο κυνηγητό… Για να δουλέψεις έναν ρόλο χρειάζεται και μια συγκέντρωση. Πώς να τη βρουν από το γύρισμα στην πρόβα, από την πρόβα στην παράσταση και με το κινητό παντού;
Σήμερα είναι μεγάλο πρόβλημα να καταφέρεις να έχεις σταθερό πρόγραμμα. Παλιά, τις προσλήψεις στο ελεύθερο θέατρο τις καθόριζε το σινεμά, σήμερα τις καθορίζει η τηλεόραση. Οι ηθοποιοί που δεν αντέχουν τους τηλεοπτικούς ρυθμούς και παραμένουν “θεατρικοί” λιγοστεύουν».
Αλήθεια, καβαλήσατε ποτέ το καλάμι;
«Ε, ναι! Νέα τότε, κάτι με το Βραβείο Κοτοπούλη, κάτι με έναν έρωτα σφοδρό, το καβάλησα το καλάμι και πέταξα ψηλά. Αλλά σύντομα η ζωή ήρθε και με προσγείωσε».
Κρατάτε πολλές αναμνήσεις από όλα αυτά που έχετε ζήσει;
«Δεν είμαι “των αναμνήσεων” εγώ».
Από τον Κουν, όμως, φαντάζομαι ότι δεν ισχύει αυτό. Θα κρατάτε πολλά…
«Τον Κουν τον συνάντησα στη μεγάλη του αναγνώριση και έμεινα μαζί στην κάμψη, στο τέλος και μετά. Εζησα το θεατρικό του πάθος, τη μανία, την έκρηξη, αλλά και τη ζεστασιά της παρουσίας του, την αγάπη στο βλέμμα του. Πέρυσι, μετά από μια ακτινογραφία στους πνεύμονες, μου είπαν πως είμαι καπνίστρια, ενώ είμαι απλώς ερασιτέχνις. Θορυβήθηκα, αλλά ένας φίλος με καθησύχασε λέγοντας: “Μη φοβάσαι, ο Κουν κάθεται μέσα σου και καπνίζει!”».
Πώς διατηρήσατε την αυτονομία σας μέσα στον χώρο;
«Οσο για την ανεξαρτησία και την αυτοδιάθεση μέσα στο θέατρο, έχει να κάνει με τη δυνατότητα των επιλογών. Επιδίωξα τη συνάντηση με τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Δημήτρη Καραντζά. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και ο Γιάννης Χουβαρδάς με ζήτησαν, ο Λευτέρης Γιοβανίδης μας πρότεινε στον Μπομπ Ουίλσον, ο οποίος μας πέρασε (σ.σ.: τη Ρένη Πιττακή, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου) και από οντισιόν για τις “Τρεις ψηλές γυναίκες” του Εντουαρντ Αλμπι. Αλλά δεν ξέρω τι θα έκανα σε μεγάλη ανάγκη ή αν είχα οικογενειακές υποχρεώσεις».
Η γνωριμία με τον Μπομπ Ουίλσον πώς εξελίχθηκε; Δύσκολος άνθρωπος, δύσκολος καλλιτέχνης;
«Η σχέση με τον Μπομπ Ουίλσον ξεκίνησε δύσκολα, αλλά με τις πρόβες εξελίχθηκε σε αμοιβαία εκτίμηση και αγάπη. Μας ξάφνιασε ο θάνατός του και τις τρεις. Είχαμε την αίσθηση πως θα ξανασυναντηθούμε… Μεγάλος, παγκόσμιος καλλιτέχνης, ιδιαίτερα στο εικαστικό και το μουσικό μέρος. Την υποκριτική την παλέψαμε οι τρεις μας, η Καρυοφυλλιά, η Λουκία και εγώ, και έτσι φθάσαμε να τον κερδίσουμε!».
Δεν κυνηγήσατε τη δημοσιότητα;
«Ποτέ δεν με απασχόλησε το αυτόγραφο ή τα φλας. Αλλά ποιος δεν χαίρεται με τον καλό λόγο, με ένα θερμό χαμόγελο, έναν χαιρετισμό στον δρόμο…».
INFO
«Εξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες» του Ρίτσαρντ Αλφιέρι.
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος, σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας, σκηνικά: Αννα Ζούλια, κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης, χορογραφία: Φώτης Διαμαντόπουλος, φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα, video art: Παντελής Μάκκας.
Παίζουν: Ρένη Πιττακή, Κώστας Βασαρδάνης.
Πρεμιέρα την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου στο θέατρο Πτι Παλαί.






