Είχε το δικό της, αυθόρμητο, ατσαλένιο στυλ γυναίκας, μια ασυνήθιστη πυγμή. Και αυτό ίσως να έκανε τη Μαίρη Χρονοπούλου να διαφέρει τόσο πολύ από άλλες πρωταγωνίστριες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, κυρίως στη δεκαετία του 1960, στη μεγάλη ακμή της. Ηταν πάντα μια ντάμα, μια πριγκίπισσα του κοινωνικού δράματος: «Η λεωφόρος του μίσους», «Οταν η πόλη πεθαίνει», «Ορατότης μηδέν». Δύο από τις ταινίες στις οποίες είχε παίξει εκείνη την εποχή, τα «Κόκκινα φανάρια» και το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» (και οι δύο του Βασίλη Γεωργιάδη) είχαν προταθεί για το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Και μια ταινία που η ίδια εκτιμούσε πάρα πολύ, ο «Φόβος» του Κώστα Μανουσάκη, είχε διαγωνιστεί για τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.

Δεν τη θυμόμαστε να χαμογελά συχνά, δεν είχε μέσα της τόσο έντονο το κωμικό στοιχείο, αλλά και σε αυτό το είδος φάνηκε να ξεχωρίζει με σκηνοθέτη τον Γιάννη Δαλιανίδη στις ταινίες «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες». Στη δεκαετία του 1960 η κινηματογραφική δραστηριότητα της Χρονοπούλου ήταν πάρα πολύ έντονη και σε κάποιες ταινίες το ταλέντο της στο τραγούδι έκανε επίσης αίσθηση, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα «Του αγοριού απέναντι» που τραγούδησε στο «Μια κυρία στα μπουζούκια». Ηταν πραγματικά η μία και μοναδική Μαίρη Χρονοπούλου και η φυγή της από αυτή τη ζωή, την Παρασκευή 6 Οκτωβρίου, όταν ξεψύχησε στη ΜΕΘ του «Ευαγγελισμού» ενώ νοσηλευόταν μετά από πτώση στο σπίτι της, είναι μια τεράστια απώλεια στον χώρο του ελληνικού θεάματος, στον οποίο εξακολουθούσε κατά καιρούς να δραστηριοποιείται (τελευταία της επαγγελματική συνεργασία ήταν με τον Σωτήρη Τσαφούλια στην τηλεοπτική σειρά «Ετερος Εγώ», η οποία όπως είχε πει και η ίδια θα ήταν και η τελευταία της).

Θεατρικά βήματα

Η Μαίρη Χρονοπούλου γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Το ντεμπούτο της στο σανίδι της θεατρικής σκηνής έγινε το 1953 ως μέλος της Χορωδίας στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη. Από εκεί και μετά η θεατρική καριέρα της ήταν εξαιρετικά γόνιμη, με εμφανίσεις σε πολλά κλασικά έργα, όπως το «The Little Foxes» της Λίλιαν Χέλμαν, στον ρόλο της Ρετζίνα, το «The Fugitive Kind» του Tενεσί Γουίλιαμς στον ρόλο της Κάρολ, το «Look Back in Anger» του Τζον Οσμπορν ως Αλισον Πόρτερ και το «Οι εχθροί» του Μαξίμ Γκόρκι όπου υποδύθηκε την Τατιάνα Μπάρτιν. Πολλά χρόνια αργότερα,  το 1972, θα διαμόρφωνε τον δικό της θίασο, ανεβάζοντας έργα όπως τα «Ενα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη και «Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο κινηματογράφος άρχισε να μπαίνει δειλά-δειλά στη ζωή της Χρονοπούλου, με πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση στο «Χαρούμενο ξεκίνημα» (1964) του Ντίνου Δημόπουλου όπου το όνομά της δεν αναφέρεται στους τίτλους. Τέσσερα χρόνια αργότερα ακολούθησε το «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη και αμέσως μετά η «Στουρνάρα 288», επίσης του Δημόπουλου.

Με τον Νίκο Κούρκουλο στην ταινία «Κοινωνία ώρα μηδέν».

Επιλεκτική καλλιτέχνις

Στην πραγματικότητα βέβαια η κινηματογραφική καριέρα της Μαίρης Χρονοπούλου δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο άλλων συναδέλφων της. Οι κινηματογραφικές εμφανίσεις της είναι μετρημένες, κάτι παραπάνω από 40 ταινίες, ενώ η τηλεοπτική παρουσία της ποτέ δεν υπήρξε έντονη. Το θέατρο ήταν πάντα μια μεγάλη αγάπη της και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια αποφάσισε να αποσυρθεί πολύ σύντομα από τα πράγματα (κάνοντας ενδιαμέσως κάποιες επιστροφές). Η τελευταία της κινηματογραφική ταινία χρονολογείται το 1996, πριν από 27 ολόκληρα χρόνια. Αυτή είναι η «Προς την ελευθερία» του Χάρη Παπαδόπουλου, ένα σημαντικό φιλμ για τον χώρο και τον κόσμο του ελληνικού θεάτρου, με τη Χρονοπούλου στον ρόλο μιας μεγάλης θεατρικής προσωπικότητας που ενώ νιώθει ότι ξεθωριάζει σιγά-σιγά στην αφάνεια, μαζεύει το κουράγιο να κάνει μια επιστροφή, μόνο για να δει ότι σε αυτόν τον σαγηνευτικό κόσμο της φήμης και της γοητείας ήταν πάντα μόνη. Κατά μία έννοια, η ταινία «Προς την ελευθερία» υπήρξε μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές της Χρονοπούλου ως ανθρώπου.

Αλλά και πριν από το «Προς την ελευθερία» η Χρονοπούλου είχε να εμφανιστεί μια δεκαετία περίπου στον κινηματογράφο, με προτελευταία της ταινία το σπουδαίο πολιτικό φιλμ «Τα παιδιά της χελιδόνας» (1987) του Κώστα Βρεττάκου, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Διονύση Χαριτόπουλου. Για αυτή την ταινία η ηθοποιός κέρδισε το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στη δεκαετία του 1970 και του 1980 η Χρονοπούλου εξακολουθούσε να εμφανίζεται σε λαϊκές εμπορικές ταινίες ενός σινεμά που παράκμαζε («Πανικός στα σχολεία», «Ο ποδόγυρος») αλλά συγχρόνως είχε επιλέξει να συμμετάσχει επιλεκτικά σε κάποιες ταινίες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, με πολιτικό κυρίως προσανατολισμό. Ανάμεσά τους και δύο του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Οι κυνηγοί» (1977) και «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984).

Προβλήματα υγείας

Από κάποια στιγμή στη ζωή της και μετά η Μαίρη Χρονοπούλου ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα με θέματα υγείας αλλά και πάλι ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Τον Αύγουστο του 1999 έπεσε θύμα σοβαρότατου τροχαίου ατυχήματος και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο αποφάσισε να μείνει απομακρυσμένη από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι επεμβάσεις που ακολούθησαν ήταν πολλές και επώδυνες. Λίγα χρόνια αργότερα, συμμετέχοντας στην παγκόσμια πρωτοβουλία για την προστασία του πλανήτη «Η μέρα της γης» (που προϋπέθετε το σβήσιμο των φώτων για μια ώρα), το νυχτικό της άρπαξε φωτιά από το κερί που κρατούσε για να βλέπει και το αποτέλεσμα ήταν να υποστεί πολλαπλά εγκαύματα στο κορμί και στο πρόσωπό της. Τα σημάδια δεν έφυγαν ποτέ και η ίδια υπέστη τη διαδικασία των πλαστικών επεμβάσεων. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το 2016 αποφάσισε να δωρίσει στο Χαμόγελο του Παιδιού το σπίτι της στην Παιανία, με την προϋπόθεση να μείνει η ίδια μέσα όσο βρίσκεται εν ζωή.