Ο Ορφέας Αυγουστίδης είναι «Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και πλήρωσε τη νύχτα». Και μ’ αυτό το έργο, εξπρεσιονιστικού θεάτρου, του Γκέοργκ Κάιζερ («Von morgens bis mitternachts»), συνεργάζεται με τον Θωμά Μοσχόπουλο, στο θέατρο Βασιλάκου, συνεχίζοντας μια πορεία που αποκαλύπτει διαρκώς τις υποκριτικές του ποιότητες, και όχι μόνο.
Μιλήστε μου για την πρώτη σας συνεργασία με τον Θωμά Μοσχόπουλο και το έργο…
«Η συνάντηση με τον Θωμά έγινε ταυτόχρονα και παράλληλα. Υπήρχε μια επιθυμία από το παρελθόν, αλλά δεν μπορούσαμε. Εγώ δεν ήθελα να φύγω από το Βασιλάκου και από αυτό που κάνουμε εδώ και ο Θωμάς είχε μια πολύ συγκεκριμένη βάση. Φέτος τα πράγματα μας επιτρέψανε να συναντηθούμε τελικά κάτω απ’ τη στέγη του Βασιλάκου. Καταλήξαμε σε αυτό το έργο γιατί μας γαργάλησε και τους δύο, για κοινούς και διαφορετικούς λόγους. Και δουλεύουμε αυτό το κείμενο στην πραγματικά φανταστική μετάφραση του Θωμά.
Είναι ένα ιδιαίτερο έργο, άγνωστο για το θέατρο. Είχα διαβάσει τη θεατρική του διασκευή – ήταν πιο στεγνή, πιο αδιάφορη. Το πρωτότυπο με την απόδοση του Θωμά έχει πολύ ενδιαφέρον. Σε ένα πρώτο επίπεδο έχει μια αλληγορία χρήσιμη και ωραία. Αλλά ο τρόπος και ο λόγος έχουν ανοίξει έναν διάλογο μ’ ένα πολύ περίεργο και ενδιαφέρον σύμπαν, ένα βήμα πριν από το θέατρο του Παραλόγου».
Οι επιλογές σας συνδέονται με την κατάκτηση μιας θεατρικής αυτονομίας;
«Ολο αυτό έχει να κάνει με την ευθύνη που ενδεχομένως φέρεις μέσα από συγκεκριμένες επιλογές, όλες στην ίδια στέγη. Η ανάγκη για έρευνα και ψάξιμο υπάρχει. Δεν είναι συγκεκριμένος ο τρόπος για το πώς θα συμβεί. Κάθε φορά είναι προς διερεύνηση».
Ποιες είναι οι απαιτήσεις ενός τέτοιου έργου;
«Υπάρχει ένα κομμάτι μου που πρέπει ν’ αφεθεί και να βουτήξει πολύ γενναία μέσα σ’ αυτό το σύστημα, ένα κομμάτι που πρέπει να μείνει ψύχραιμο και να κρατιέται απ’ έξω, υπηρετώντας κάποια πράγματα πιο αποστασιοποιημένα, όπως απαιτεί το είδος – το εξπρεσιονιστικό εργαλείο. Ταυτόχρονα με μια μεγάλη εμπιστοσύνη στον τρόπο και την προσέγγιση του Θωμά, κρατώντας και το δικό μου πρίσμα. Γιατί υπάρχει μια ανάγκη να κάνω αυτό που κάνω και να το εκθέτω κάθε βράδυ στη σκηνή. Και όσο μεγαλώνω πρέπει να υπάρχουν όλο και περισσότεροι λόγοι για ν’ ανεβείς στη σκηνή. Η δική μου ανάγκη παραμένει συγκεκριμένη και ταυτόχρονα ανεξερεύνητη. Κάθε φορά πρέπει να ξεκινήσω απ’ την αρχή, να μηδενίσω, και σ’ αυτό είμαι πολύ συνεπής».
Μοιράζεστε τα υπαρξιακά ερωτήματα του έργου;
«Κάποια ναι, σε έναν μικρό βαθμό. Γιατί αυτός ο χαρακτήρας λειτουργεί συμβολικά. Δεν έχει λεπτές ψυχικές διακυμάνσεις και αποχρώσεις. Είναι ένας άνθρωπος που με μια πολύ ισχνή αφορμή σαρώνει οτιδήποτε έχει κάνει ως τότε. Το έργο χρησιμοποιεί την εμφατικότητα με έναν τρόπο που μου αρέσει πολύ. Ταυτίζομαι και συνδέομαι, όχι όμως και ψυχικά, γιατί δεν είναι τέτοιας κατασκευής ρόλος».
Θα αλλάζατε ριζικά τη ζωή σας με τυχαία αφορμή;
«Θα μπορούσα να έχω την ελπίδα και να πάρω δύναμη απ’ αυτό, αλλά βαθιά μέσα μου δεν πιστεύω ότι μπορούν να γίνουν ριζικές αλλαγές. Μπορείς να αλλάξεις τον τρόπο που αντιδράς, αλλά την τάση που έχεις να αντιδράσεις όπως θα αντιδρούσες, όχι».
Σκέφτεστε αν τα έργα που επιλέγετε κουμπώνουν με την εποχή;
«Το ιδανικό είναι να κουμπώνουν με σένα και τις ανησυχίες σου – πόσο παρών είσαι στο τώρα. Τότε θα κουμπώσουν και με την εποχή. Οι δικές μου ανησυχίες με κάποιον τρόπο αφορούν όχι όλους ούτε όλες τις ηλικίες. Αλλά αυτός είμαι κι αυτό είναι ό,τι πιο έντιμο μπορώ να κάνω».
Η επιτυχία ορίζεται και από το γεγονός ότι το κοινό σάς ακολουθεί…
«Ναι, και από αυτό. Αλλά μια παράσταση που δεν θα σκίσει δεν σημαίνει ότι δεν ήταν επιτυχημένη. Πιστεύω ότι κανένας δεν θα βγει από ένα θέατρο με κάποια άδεια καθίσματα και εξαιτίας αυτού θα πει ότι δεν του άρεσε η παράσταση. Ούτε κάποιος θα πει “τρέξτε να τη δείτε”, μόνο και μόνο επειδή είναι γεμάτη. Και μιλάω σαν ένας άνθρωπος που έχει δει προ-κλεισμένες τις παραστάσεις του. Απ’ την άλλη, είναι πολύ ωραίο να βγαίνουν οι θεατές από μια παράσταση που τους άγγιξε, να θέλουν να το μοιραστούν και μετά οι άλλοι να μπορέσουν να τη δουν “τώρα” και όχι σε έξι μήνες.
Ετσι μια παράσταση βρίσκει γρηγορότερα το κοινό της. Εχω ζήσει να νιώθεις ότι υπάρχει ένα κοινό από κάτω που δεν έχει ιδέα τι βλέπει γιατί έκλεισε τα εισιτήριά του… πέρυσι. Στη μεγάλη αναμονή είναι φυσικό ακόμα και να μην επαληθευτεί αυτή η προσδοκία».
Τι σας κινητοποιεί στο θέατρο;
«Οτι πλέον το έχω κάνει προσωπικό, ότι υπάρχει ανάγκη να συνδεθώ με τους ανθρώπους και το υλικό προσωπικά για να μπορέσω να το υπερασπιστώ μέχρι τελικής πτώσεως από σκηνής. Δύσκολα θα μπορούσα να το κάνω για κάτι που δεν με ενδιαφέρει. Γιατί σιγά-σιγά τα υπόλοιπα που έχουν να κάνουν με την αποδοχή και τα βραβεία έχουν φύγει. Δεν υπάρχει πια αυτή η αγωνία. Αν γίνεται για τους άλλους, καλύτερα να μη γίνεται καθόλου. Φυσικά μπορεί να υπάρχουν στιγμές μικρότερης έντασης ή εμπλοκής επειδή δεν τα κατάφερες. Αρκεί να συνεχίζεις να ψάχνεις, να σε νοιάζει».
Μετά τον «Σασμό» δεν συνεχίσατε τηλεοπτικά;
«Το έκανα απολύτως συνειδητά. Γιατί είναι πολύ μεγάλο το κύμα και χρειάζεται να είναι συνειδητό αυτό που κάνεις για να αντισταθείς. Δεν μου ήταν δύσκολο, μου ήταν ξεκάθαρο, γιατί θέλω να είμαι αυτός που είμαι. Οταν και αν έρθει η στιγμή να ξανακάνω κάτι τέτοιο, θα γίνει γιατί θα υπάρχει λόγος. Αυτές οι μεγάλες μαζικές παραγωγές είναι πολύ μεγάλα καράβια κι εμείς, ενώ είμαστε μπροστά και φαινόμαστε, καλούμαστε να κάνουμε μικρές δουλειές στο πλοίο. Προσωπικά μου αρέσει να συμπεριλαμβάνομαι στη διαδικασία της πλεύσης. Οπότε ίσως να προτιμάω τα καράβια που με βάζουν λίγο μέσα στη γέφυρα – όχι για να κάνω τον καπετάνιο βέβαια».
Οπως στα «Φαντάσματα»;
«Ναι, και το κάνουμε ο καθένας με τον τρόπο του. Είναι μια δουλειά αγαπησιάρικη που την καταχαρήκαμε».
Πιστεύετε στα φαντάσματα;
«Ναι, στα προσωπικά μας φαντάσματα. Αν επιτρέψεις στον φόβο, στον κάθε φόβο, να σε κυριεύσει, αυτό σε στοιχειώνει».
Ποιοι είναι οι δικοί σας;
«Δεν έχουν να κάνουν με μένα. Ο φόβος μου είναι μην και δεν μπορέσω να κάνω αυτά που πρέπει ώστε να οχυρώσω καλά τον γιο μου. Μόνο αυτό».
Με τη Μαρία Τζομπανάκη θα ξαναπαίξετε;
«Ηταν ωραίο, αλλά ευτυχώς έχουμε μια σχέση που μας επιτρέπει να επικοινωνούμε άμεσα και χωρίς αυτό. Δεν μπορώ να βρω ανθρώπους που έχουν δουλέψει με τη μαμά τους τόσο πολύ και να μην έχουν σκοτωθεί. Εμείς το ευχαριστηθήκαμε».
Κουβαλάτε πάντα τον «Σασμό»;
«Οχι, ολοκληρώθηκε. Ηταν μια δουλειά που μας προσέφερε πολλά, έκανε τη διαδρομή της και τέλος. Οταν έφυγα απ’ το πρώτο μου σπίτι, μετά από 17 χρόνια, γύρισα, το κοίταξα, έριξα μισό δάκρυ κι έκλεισα την πόρτα. Ενας κύκλος έκλεισε και άνοιξε ένας άλλος…».
INFO «Εκείνος που έκλεψε τη μέρα και πλήρωσε τη νύχτα» του Γκέοργκ Κάιζερ. Παίζουν: Ορφέας Αυγουστίδης, Ευγενία Σαμαρά, Βαλεντίνος Κόκκινος, Αλκης Μπακογιάννης, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Γιάννης Σαμψαλάκης. Στο θέατρο Βασιλάκου (Προφήτου Δανιήλ 3 & Πλαταιών, Κεραμεικός). Πρεμιέρα: 17 Δεκεμβρίου.






