Στην τηλεόραση την έχουμε συνηθίσει κυρίως σε πιο κωμικούς ρόλους όπου «χτίζει» δυναμικές γυναίκες με έντονο ταπεραμέντο. Η ενέργεια, η εκφραστικότητα και το χιούμορ της Ευαγγελίας Μουμούρη έχουν κερδίσει το κοινό εδώ και χρόνια. Ομως το «Ριφιφί», η νέα σειρά της Cosmote TV που κάνει πρεμιέρα αύριο 15 Δεκεμβρίου, τη μεταφέρει σε ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο, με την ένταση, την τραγωδία και την ανθρώπινη ψυχή στο επίκεντρο.

Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στο «Ριφιφί» από την πρώτη ανάγνωση του σεναρίου;

«Oταν μου έστειλαν το σενάριο ξεκίνησα να το διαβάζω. Tρεις ώρες μετά τελείωσα το έκτο επεισόδιο με αναφιλητά. Αυτό που με τράβηξε είναι το πόσο αριστοτεχνικά ενώνουν ο Βασίλης Ρίσβας και η Δήμητρα Σακαλή, οι σεναριογράφοι μας, τις δύο αληθινές ιστορίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, αλλά δεν σχετίζονται.

Η μία είναι το “μεγάλο ριφιφί” του 1992 στην Τράπεζα Εργασίας στον Νέο Κόσμο και η άλλη είναι μια πάρα πολύ έντονα συναισθηματική και πολύ μεγάλης αδικίας ιστορία. Μου έκανε εντύπωση πώς το σενάριο ξαποσταίνει πάνω στους χαρακτήρες και δίνει χρόνο και χώρο να φανούν οι άνθρωποι. Το βρήκα συγκλονιστικό αυτό. Oπως λέει και ο Σωτήρης Τσαφούλιας “αν περιμένετε να δείτε το “Casa de Papel”, είστε γελασμένοι”».

Το γεγονός ότι η σειρά βασίζεται σε αληθινά γεγονότα πρόσθεσε έξτρα πίεση ή ενθουσιασμό στη συμμετοχή σας;

«Καμία πίεση, μόνο ενθουσιασμό. Κατ’ αρχάς, γιατί ξέρουμε ότι αυτοί που έκαναν τη ληστεία υπάρχουν, είμαι σίγουρη ότι θα δουν τη σειρά και ονειρεύομαι ότι θα πάρει ο ένας τον άλλον τηλέφωνο και θα πουν “Τι κάνουν αυτοί εκεί; Το λαγούμι είναι ίδιο με αυτό που κάναμε;”.

Το σενάριο δεν στοχεύει στο σασπένς, αλλά στα κίνητρα των ανθρώπων. Εμείς δεν κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ, άλλωστε τα αληθινά κίνητρα δεν τα γνωρίζουμε. Στη σειρά τα κίνητρα είναι η αδικία, η απόγνωση, οι στιγμές που ο άνθρωπος νιώθει μόνος, λίγος, παρατημένος από όλους και από όλα, που δεν βλέπει φως από πουθενά. Oλοι μας έχουμε νιώσει κάποια στιγμή στη ζωή μας τέτοια συναισθήματα. Η σειρά λοιπόν παίρνει την απόγνωση από τους ήρωες και την κάνει δράση. Οπότε μόνο ενθουσιασμό έχω για αυτό».

Η ιστορία της Oλγας, της ηρωίδας σας, απαιτεί λεπτότητα και σεβασμό, διότι βασίζεται στη δεύτερη πραγματική ιστορία. Πώς προσεγγίσατε αυτό το υλικό και ποια ευθύνη νιώσατε ως ηθοποιός;

«Η γυναίκα αυτή έχει νιώσει τον μεγαλύτερο πόνο που μπορεί να νιώσει άνθρωπος. Βρίσκεται κάπου στην Ελλάδα και στην πραγματικότητα αυτό που έχει ζήσει δεν μπορεί να το παίξει ένας ηθοποιός. Η ευθύνη που ένιωσα σαν ηθοποιός είναι να μη φοβηθώ να ξύσω τις δικές μου αντίστοιχες πληγές.

Σεβάστηκα την ιστορία και σεβάστηκα πολύ τον εαυτό μου και αποφάσισα να χρησιμοποιήσω το δικό μου πένθος για τη χαμένη μου γονεϊκότητα. Μέσα από αυτή τη σειρά, κι έτσι όπως την έζησα, νιώθω σαν να ξόρκισα αυτό το κομμάτι μέσα μου και να έκανα μια επανεκκίνηση στη ζωή μου. Να προχωρήσω μέσα από αυτό».

Τελικά αυτή η γυναίκα είναι θύμα, θύτης ή κάτι πολύ πιο σύνθετο;

«Ξεκινά ως θύμα μιας αδιανόητης αδικίας και η ζωή τη σπρώχνει σε μια πράξη που την κάνει θύτη. Αλλά εκεί βρίσκεται η τραγωδία του χαρακτήρα. Δεν επιλέγει την εκδίκηση. Καταλήγει εκεί για να μπορέσει να αποδώσει τη δικαιοσύνη που μια ολόκληρη χώρα τής έχει στερήσει. Δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε αντιήρωας. Είναι ένα αρχέτυπο, μια σύγχρονη Εκάβη. Η μάνα που χάνει το παιδί της, η κοινωνία την προδίδει και γίνεται η ίδια μια ανεξέλεγκτη δύναμη που αναζητά τιμωρία και δικαιοσύνη στο τέλος. Είναι μια γυναίκα που η αδικία τη μεταμορφώνει».

Η Oλγα έχει ισχυρό έλεγχο στην οργάνωση και εκτέλεση του σχεδίου. Αναγνωρίζετε κάτι από τον χαρακτήρα της στον εαυτό σας;

«Η αλήθεια είναι ότι στη δουλειά μου είμαι πάρα πολύ οργανωτική, σε σημείο να με μισούν όλοι γύρω μου. Επειδή στο επάγγελμα αυτό τα πράγματα γίνονται πάρα πολύ γρήγορα, κι έχει τύχει πολλές φορές να γίνονται λάθη, έχω πάντα μαζί μου ένα τετράδιο για ρακόρ, όπου σημειώνω τα πάντα. Δεν είναι ότι δεν έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για αυτό, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχω εμπιστοσύνη στην όλη διαδικασία. Θέλω να υπάρχει ένα ασφαλές και οργανωμένο περιβάλλον για να μπορώ μετά να παίξω ελεύθερα. Στη ζωή μου δεν είμαι καθόλου οργανωτική».

Στη μυθοπλασία οι επικεφαλής τέτοιων επιχειρήσεων είναι συνήθως άνδρες. Στη συγκεκριμένη σειρά, η σύλληψη του σχεδίου είναι γυναικεία υπόθεση. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η ματιά στη σειρά;

«Κατ’ αρχάς ευχαριστώ πάρα πολύ τους σεναριογράφους μας που το σκέφτηκαν αυτό. Η γυναίκα συνήθως είναι ένας δέκτης, ένας φορέας ευαισθησίας, εγκαρτέρησης. Μία θηλυκή ενέργεια λίγο στρογγυλεμένη, με πλούτο συναισθημάτων.

Τώρα λοιπόν, μια γυναίκα γίνεται τετράγωνη, οργανωτική, ηγέτης. Δεν είναι εύκολο να βλέπουμε μια γυναίκα να οδηγεί έξι άνδρες με ισχυρές προσωπικότητες και να την ακούν. Ταυτόχρονα είναι πάρα πολύ ωραίο να το βλέπουμε. Βεβαίως, δεν σημαίνει ότι έχει χάσει την ευαισθησία της, τη θηλυκή της ενέργεια, τη φροντίδα και όλα αυτά που κουβαλάει μια γυναίκα στο DNA της».

Αν έπρεπε να περιγράψετε τη σειρά με μια φράση που κρύβει συναίσθημα και όχι περιεχόμενο, ποια θα ήταν;

«Ο άνθρωπος στο κέντρο».

Παράλληλα σας βλέπουμε για τρίτη χρονιά στην «Ηλέκτρα» της ΕΡΤ. Eχετε υιοθετήσει στοιχεία από τον χαρακτήρα της Μερόπης στην προσωπική σας ζωή ή και το αντίστροφο;

«Αυτές τις μέρες που πηγαίνω στο γύρισμα, κι επειδή θα ολοκληρωθεί φαντάζομαι αυτή τη σεζόν η σειρά, βλέπω τους συναδέλφους μου, που έχουμε ζήσει μαζί τρία χρόνια, με μια ζεστασιά και με μια αγάπη. Σαν τη ματιά πριν από τον τελικό αποχαιρετισμό, γνώριμο για τη δουλειά μας. Αγαπάμε και αποχωριζόμαστε σχεδόν κάθε λίγους μήνες.

Τώρα, η Μερόπη έχει πάρα πολλά στοιχεία από τη μαμά μου και από μια κυρία από την Κέρκυρα που φορούσε συνέχεια κάτι χρυσά σκουλαρίκια. Η μαμά μου είναι πολύ οξύθυμη και μπορεί να μαλώσει ξαφνικά και πολύ έντονα. Βέβαια μετά κατεβάζει αμέσως τους τόνους. Eτσι και η Μερόπη αλλάζει συναισθήματα κάθε δευτερόλεπτο, αυτό είναι χαρακτηριστικό της. Το οποίο φυσικά το έχω κι εγώ, όμως το έχω κατευνάσει. Με πολλή χαρά κάνω αυτόν τον ρόλο, τον απολαμβάνω».

Τα τελευταία χρόνια η μυθοπλασία τοποθετείται χρονικά στο παρελθόν. Πού το αποδίδετε;

«Αυτό το έχουμε συζητήσει και με συναδέλφους. Πιστεύω ότι οι τηλεθεατές όταν γυρνούν σπίτι από μια πολύ έντονη μέρα, μια καθημερινότητα πολλές φορές δυσβάσταχτη, άδικη, αγχωτική και ανοίγουν την τηλεόραση, παίρνουν μία απόσταση από το σήμερα. Οι μεγαλύτεροι αναπολούν το παρελθόν. Είναι σαν καταφύγιο, σαν να γυρίζεις λίγο στην κοιλιά της μάνας σου, σαν να γαληνεύεις με αυτόν τον τρόπο».

Εσείς σε ποια εποχή θα θέλατε να ζήσετε, έστω και για μια μέρα;

«Θέλω να ζω κάθε μέρα σε άλλη εποχή. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνουμε οι ηθοποιοί, προσωπικά εγώ τριάντα χρόνια, είναι να ταξιδεύω στον χρόνο. Στην “Ηλέκτρα” φοράω τα ρούχα που φορούσαν η μάνα μου και η γιαγιά μου, στο “Ριφιφί” τα ρούχα που φόραγα το ’92. Εχω μεγάλη χαρά όταν συμβαίνει αυτό, γιατί αυτομάτως κινείσαι διαφορετικά, σε μια άλλη συνθήκη, σε μια άλλη εποχή».