Ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος είναι η νέα άφιξη στο θέατρο. Ο «Εχθρός του λαού» που μόλις ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού είναι η δεύτερη δουλειά του – είχε προηγηθεί, στην αρχή της σεζόν, το «Outro» (ΠΛΥΦΑ). Με θεατρικές σπουδές στο Αμστερνταμ, μοιάζει να διαθέτει τα συστατικά μιας ελπιδοφόρας καριέρας. Διαβασμένος, συγκροτημένος, έχει θητεύσει κοντά στον σημαντικό Ιβο βαν Χόβε και παρά τη μικρή του εμπειρία δείχνει να ξέρει τι θέλει και πώς να το πετύχει.

Στον «Εχθρό του λαού» είδε «ένα έργο ενδιαφέρον και λίγο τραγικά επίκαιρο», όπως λέει, «που θίγει κάποιες θεματικές στις οποίες δεν έχουν γίνει και πολλά βήματα προόδου». Διατηρώντας την ιψενική βάση, το διάβασε με τον τρόπο του.

Ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος

«Στην παράσταση το δίπολο δεν είναι η ηθική της επιστήμης και της πολιτικής. Εγώ το έχω προσεγγίσει λίγο από τη σκοπιά της ηθικής, της πολιτικής ευθύνης και των μέσων ενημέρωσης. Είναι πιο εύκολο για εμάς να ταυτιστούμε με έναν ήρωα που είναι φυσικός ή γιατρός, έναν επιστήμονα που μάχεται για την αλήθεια, για την επιστήμη. Ενώ είναι πιο δύσκολο να πειστούμε όταν έχουμε έναν πολιτικό που λέει ότι μάχεται για το κοινό καλό.

Συνειδητά ήθελα να προσεγγίσω τα πράγματα με έναν πιο ιδεαλιστικό τρόπο. Γιατί και τα Μέσα στην αρχή ξεκινούν με τη λογική ότι κάνουν σωστή δημοσιογραφία, αγωνίζονται, θέλουν να βγάλουν ένα θέμα μπροστά. Μετά έρχεται το κομμάτι της διαφθοράς και της διαπλοκής και κάπως όλοι εμπλέκονται σε αυτό – και πώς επιβιώνεις αν θες να επιβιώσεις μέσα σε αυτό το σύστημα».

Μεγάλη ανησυχία

Ο ίδιος πάντως πιστεύει ότι έχουμε χάσει το ιδεαλιστικό μας κομμάτι. «Μιλάμε εύκολα, εκφράζουμε τη γνώμη μας ακόμα πιο εύκολα, αλλά είναι δύσκολο αυτή η γνώμη να γίνει πράξη. Γιατί δεν έχουμε μάθει να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Υπάρχει μια αίσθηση απογοήτευσης, και δικαιολογημένα, όπως υπάρχει και μια μεγάλη ανησυχία. Αν λίγο συνειδητοποιήσεις τον χώρο μέσα στον οποίο υπάρχεις, είναι κάπως τρομακτικό νομίζω».

Ισως γι’ αυτό ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος στράφηκε στο θέατρο, με το οποίο ήθελε πάντα να ασχοληθεί, αν και δεν είχε ερεθίσματα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πύργο Ηλείας, μια «πάρα πολύ κλειστή κοινωνία, εξαιρετικά συντηρητική, που με καταπίεζε» θυμάται.

«Κι ό,τι έκανα, το έκανα από αντίδραση. Εχω μάθει από μικρός για ό,τι θέλω να πρέπει να μάχομαι. Λες και είναι αγώνας. Είχα μια μικρή θεατρική ομάδα την οποία κινητοποιούσα εγώ. Η μητέρα μου ήταν εκπαιδευτικός και κάτι άλλο ήθελε από μένα, φαντάζομαι, σίγουρα όχι αυτό. Ο πατέρας μου ήταν αδιάφορος. Ολα ήταν μια συμφωνία, του τύπου «θα φέρεις καλούς βαθμούς και θα σε αφήσουμε να το κάνεις». Λες και ήταν κάτι οριακά παράνομο».

Στην Αθήνα που ήρθε για σπουδές, Ψυχολογία στο Πάντειο, έπαθε, όπως λέει, «πολιτισμικό σοκ». Και φοβήθηκε. «Τα δύο πρώτα χρόνια στη σχολή δεν είχα τολμήσει να πάω να δώσω εξετάσεις. Είχα φόβο για το άγνωστο και για το τι θα γίνει αν δεν τα καταφέρω. Κάποια στιγμή είπα ότι θα το κάνω. Είμαι λίγο έτσι. Μπορεί να φοβάμαι στην αρχή αλλά όταν πω ότι αυτό θα το κάνω, θα το φτάσω μέχρι τέλους. Δεν εγκαταλείπω την προσπάθεια». Στην Αθήνα άρχισε να βλέπει και πολύ θέατρο, να παρατηρεί.

«Ηξερα, ενστικτωδώς, ότι αυτός είναι ο δρόμος μου» συμπληρώνει. «Από τις παραστάσεις που είχα πρωτοδεί ήταν η «Γκόλφω» του Καραθάνου και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Χουβαρδά. Και είπα «αυτό θέλω να κάνω, με αυτόν τον τρόπο». Επαθα σοκ με αυτές τις παραστάσεις».

Η ολλανδική εμπειρία

Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, και με μια αγωνία για τον χρόνο που περνά, αποφάσισε να φύγει για το εξωτερικό. Πέρασε στη σχολή στο Αμστερνταμ, με αντικείμενο σπουδών και στόχο τη σκηνοθεσία. «Εκεί δεν κάναμε καθόλου μαθήματα υποκριτικής και ήταν τέλειο, γιατί εγώ είχα κάνει υποκριτική στη Δραματική του Ωδείου που παρακολουθούσα, και μάλιστα από πολύ καλούς δασκάλους – Γιώργος Ζουμπουλάκης, Ακύλλας Καραζήσης. Την πρακτική μου στο Αμστερνταμ την έκανα στον Ιβο βαν Χόβε».

Πώς τον γνώρισε; «Ενας από τους κεντρικούς ηθοποιούς του Ιβο ήταν τότε διευθυντής στη σχολή». Κοντά τους έμαθε πολλά, απέκτησε μια αίσθηση του πώς κάνεις θέατρο σε μια μικρή ή μεγάλη σκηνή ή σε ένα υπόγειο. Εμαθε να διαλέγει θεματικές και πώς αυτό που θέλεις να κάνεις θα το φέρεις πρώτα κοντά σε σένα, ώστε μετά να το επικοινωνείς με το κοινό. Οπως έμαθε και πώς να στήνει παραγωγές, να βρίσκει χρήματα. Και να επιμένει – πάντα.

Παράλληλα, ο 29χρονος σκηνοθέτης αναζήτησε και συνεργασίες στην Ελλάδα. Γιατί; «Υπάρχουν πολλοί λόγοι» μου απαντά, διευκρινίζοντας ότι δεν έχει εγκατασταθεί μόνιμα – πηγαινοέρχεται. «Πρώτον, στην Ολλανδία οι ευκαιρίες δεν δίνονται όπως εδώ. Είναι πολύ κλειστό το σύστημα, φειδωλό. Το θέατρο δυστυχώς για την Ολλανδία λειτουργεί με έναν άλλο τρόπο. Οι Ολλανδοί το στηρίζουν σαν κυβέρνηση. Ολα τα θέατρα είναι επιχορηγούμενα, αλλιώς δεν επιβιώνουν. Αλλά τα επιχορηγούν μόνο αν τους συμφέρει για να λύσουν κάποια πολιτικά προβλήματα ή κοινωνικές ανισότητες. Και σε αυτές τις θεματικές ένας Ελληνας δεν έχει θέση. Το θέατρο λειτουργεί λίγο σαν κοινωνικός καταλύτης: Ο,τι δεν μπορεί να λύσει η κυβέρνηση, ρίχνει την ευθύνη στην τέχνη. Και δεν υπάρχει θεατρική παιδεία, όπως εδώ, όπου ο κόσμος βλέπει θέατρο ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Κι εμένα αυτό με συγκινεί».

«Θα το κάνω μόνος μου»

Γι’ αυτό και έστελνε κάθε χρόνο στην Ελλάδα υλικό από τις δουλειές του έξω: «Προσπαθούσα τρία χρόνια για το Φεστιβάλ Αθηνών – ίσως υπάρχουν και άλλα πράγματα που επηρεάζουν τις αποφάσεις εδώ. Με το «Outro» επέμεινα πολύ. Κουράστηκα να περιμένω να μου δοθεί μια ευκαιρία και είπα «δεν υπάρχει περίπτωση, θα το κάνω μόνος μου». Ηταν μια παράσταση πιο προσωπική – στους μονολόγους που έλεγε η Γιώτα Φέστα υπήρχαν πράγματα που έχει πει η μάνα μου και νομίζω ότι τα αναγνώρισε, αλλά δεν μου είπε τίποτα ποτέ».

Παράλληλα δούλευε και δουλεύει ως σομελιέ. «Με αυτό βιοπορίζομαι. Εκανα μαθήματα και δουλεύω σε fine dining, εστιατόρια με αστέρια Μισελέν, ως ελεύθερος επαγγελματίας. Νομίζω ότι το κάνω καλά, είμαι καλός πωλητής, θεωρώ. Εχει σημασία το πώς πουλάς κάτι – και στο θέατρο χρήσιμο είναι αυτό».

Τι έπεται; «Δεν έχω σχέδια. Θέλω όμως να κάνω πράγματα που μου αρέσουν, για τα οποία να με κινεί κάτι από μέσα μου, μια ανάγκη, μια αναγκαιότητα. Θα ήθελα να επιβιώσω από αυτό. Δεν θέλω να μπω στη λογική της μαζικής παραγωγής, με πέντε-έξι παραστάσεις τον χρόνο. Πρέπει να παίρνεις απόσταση από τα πράγματα. Με ενδιαφέρει η έννοια του ρεπερτορίου, και σαν κλασικά κείμενα τα οποία εγώ θα ήθελα να τα δω με μια άλλη ματιά και σαν λογική που εδώ δεν υπάρχει τόσο. Αν δηλαδή μια παράσταση έχει πάει καλά και δεν είναι μόνο για το τώρα μας, να επιστρέφει. Και, ναι, θα ήθελα το «Outro» να ξαναπαιχθεί. Και νιώθω πολύ χαρούμενος που μπορώ να συνδυάζω δουλειές κι εδώ και έξω. Δεν ξέρω αν θέλω να ριζώσω κάπου».

INFO «Εχθρός του λαού». Παίζουν: Εύη Σαουλίδου, Γιάννης Αναστασάκης, Ιφιγένεια Βαρελά, Βασίλης Καραμπούλας, Δημήτρης Μηλιώτης, Ιάσονας Γιανναράς, Κωνσταντίνος Ζεβδαλής κ.ά. Πειραματική Σκηνή Εθνικού-REX-«Κατίνα Παξινού»