Η Ελένη Ράντου επέλεξε να μείνει εκτός θεάτρου τον καιρό της πανδημίας κι αυτός ο χρόνος την οδήγησε σε ένα ταξίδι μνήμης που γέννησε, τελικά, το νέο θεατρικό της έργο: Ο μονόλογος «Το πάρτι της ζωής μου» είναι μια ιστορία μνήμης και η ιστορία μιας γυναίκας που δεν χάνει την ελπίδα της.

Με τον Ανέστη Αζά στη σκηνοθεσία και τους String Demons (Κωνσταντίνο και Λυδία Μπουντούνη) στις μουσικές, στήνει στη σκηνή του Διάνα το δικό της πάρτι. Και δανείζεται από το «Every brilliant thing» των Ντάνκαν Μακμίλαν και Τζόνι Ντόναχου την ιδέα των πραγμάτων για τα οποία αξίζει κανείς να ζει. Και μας τα προτείνει…

Τι είναι «Το πάρτι της ζωής μου»;

«Εξομολόγηση, με στοιχεία προσωπικά και μυθοπλασίας. Ξεκίνησε από ένα προσωπικό «αχ» και σιγά-σιγά ανοίχτηκε και έχει ιστορίες από πράγματα που σου έχουν κάνει μεγάλη εντύπωση στο πέρασμα της ζωής σου».

Σας άρεσαν τα πάρτι;

«Οχι, δεν ήμουν ιδιαίτερα των πάρτι. Ο τίτλος βγήκε ειρωνικά, σκωπτικά. Επειδή υπάρχει μέσα μου βαθιά η νοοτροπία ότι ακόμα και τη μεγαλύτερη σκοτεινιά μας πρέπει να τη γιορτάζουμε, αυτό προσπαθεί να δώσει το έργο. Να κάνουμε ένα πάρτι για όλα…».

Ποια είναι η ηρωίδα σας;

«Μια γυναίκα που αν και βιώνει πολλά στη ζωή της, δεν χάνει την ελπίδα της. Με συγκινεί πολύ να σκέφτομαι ότι υπάρχει ένα σπυράκι που όταν το σπας αντί να βγάλει πύον βγάζει λουλούδι, ένας τρόπος να αγγίξεις τα τραύματά σου με λιγότερο ζόφο, μια αξιολόγηση μνήμης.

Είναι μια κόρη, μια μάνα, δύο γενιές, αλλά κι η μάνα της, κι ο γιος της. Και είναι δύσκολη η σχέση με τη μάνα, όπως η σχέση με την Ελλάδα, μια μάνα είναι κι η Ελλάδα. Και κάνει ένα πλήρες ταξίδι ψυχής, χωρίς να αναφέρεται μόνο στα γεγονότα αλλά και στο γιατί συνέβησαν, γιατί τα επέλεξε».

Τι είναι η μνήμη;

«Η μνήμη δεν είναι ακριβώς αυτό που συνέβη, είναι αυτό που θυμάσαι ότι συνέβη, κι αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πολύ. Μεγαλώνουμε και η μνήμη εξασθενεί – με απασχόλησε και με αφορμή την άνοια της μητέρας μου. Μιλούσα με την αδελφή μου και μου έκανε εντύπωση ότι το ίδιο γεγονός ο ένας το θυμόταν κωμικά κι ο άλλος τραγικά. Με τη μνήμη ασχολήθηκα και ιατρικά. Ο εγκλεισμός μου το επέτρεψε αυτό. Αναρωτήθηκα «δεν ξέρω τι θα προλάβω πια να κάνω» και γύρισα προς τα πίσω. Θέλεις χρόνο για να ασχοληθείς με τις μνήμες σου».

Ολα αυτά εντάχθηκαν στην παράσταση;

«Η παράσταση έχει στοιχεία ενός ταξιδιού ζωής, ενός μόχθου. Είναι εξουθενωτική για τον υποκριτή. Εχει άλματα, ψυχικά, σωματικά».

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Ανέστη Αζά;

«Πήγα στη «Δημοκρατία του μπακλαβά» και μου άρεσε που είδα έναν άλλον τρόπο να πεις την ιστορία, πολύ έξυπνο, φρέσκο, σημερινό, σύγχρονο. Κι αυτό με συγκίνησε βαθιά. Ο τρόπος που σκηνοθέτησε ο Αζάς τον «Μπακλαβά» είναι κάτι ελεύθερο, δεν σου επιβάλλει εικόνες. Και ήθελα να μοιραστώ αυτόν τον τρόπο».

Σας προβλημάτισε τι θα ανεβάσετε μετά την πανδημία;

«Πάρα πολύ… Φλέρταρα και με τη σκέψη να μην επιστρέψω και ποτέ. Γιατί όταν είδα τι ξέσκισμα κάνω στην ψυχή μου και στον εαυτό μου για να υπάρχει αυτή η θεατρική παρουσία, άρχισα να αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο κι αν έχω τα κουράγια να το συνεχίσω. Γιατί από απόσταση συνειδητοποίησα ότι το οικονομικό ρίσκο που παίρνω και η οδύνη για κάθε δουλειά είναι σαν μια μετωπική σύγκρουση».

Διεκδικείτε πάντα την καλλιτεχνική σας ελευθερία. Με κόστος;

«Ναι. Δεν έκανα πίσω γιατί μάλλον είναι ζωτικός χώρος για μένα και μάλλον έκανα καλά που την επιδίωξα. Σαν να μην μπορώ να λειτουργήσω αλλιώς. Κέρδισα μια ελευθερία με τόσο κόπο, μόχθο, μοναξιά… Το να έχεις μια στέγη δεν είναι κάτι απλό. Διεκδίκησα να διαφυλάξω την ψυχή μου σε σχέση με το οικονομικό. Για την ελευθερία μου, για να έχω αρκετό οξυγόνο».

Νιώθετε ανένταχτη;

«Δεν εντάχθηκα ποτέ στο σινάφι μου, νιώθω ξένη. Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να συνεννοηθώ καλά με το σινάφι μου ενώ μπορώ να συνεννοηθώ τόσο καλά με τον κόσμο. Με κρατάει σε μια απόσταση. Δεν μπορώ την ανευθυνότητα του σιναφιού μου. Η ωραία δημιουργική ανισορροπία μου αρέσει πάνω στη σκηνή αλλά κάτω από τη σκηνή δεν μπορώ να την ακολουθήσω».

Σαν να σας παραδέχονται και να μη σας παραδέχονται συγχρόνως;

«Είναι και λίγο ζήλια όλο αυτό. Δεν θα ξεχάσω τι μπούλινγκ είχα φάει όταν είχα γίνει τηλεοπτικό είδωλο, ότι είμαι τηλεοπτική ηθοποιός. Τώρα είναι όλοι τηλεοπτικοί ηθοποιοί. Ας σκεφτούν λίγο ότι μπορεί να ήταν υπερβολική η κριτική για άνθρωπο που κάνει τώρα τηλεοπτική επιτυχία».

Μήπως έπαιζε ρόλο το ότι είστε γυναίκα;

«Αυτό πάντα έπαιζε ρόλο. Απλώς την εποχή που ξεκίνησα στο θέατρο υπήρχε ένας δρόμος από άλλες γυναικείες περσόνες. Οι άνδρες μας άφηναν να παίζουμε με αυτό – θα μαγειρεύεις, θα κάνεις κι έναν θίασο… Είναι και λίγο γυναικωτό πράγμα το θέατρο, αυτή ήταν η αντίληψη. Είναι και λίγο μέσα στον μικροαστισμό μας, ότι το θέατρο είναι θέμα κυριών. Τα τελευταία χρόνια, μετά την κρίση, ο ανταγωνισμός με τους άνδρες είναι τεράστιος. Πόσες γυναίκες θιασαρχίνες έχουν γίνει και πόσοι άνδρες… Πρέπει να είμαι η τελευταία. Και νομίζω ότι έχει να κάνει με μια ανδρική διάθεση ότι αυτόν τον χώρο τον αφήσαμε πολύ ελεύθερο στα κοριτσάκια, τώρα κάντε και λίγο παραπέρα».

Η κοινωνία δεν έχει προοδεύσει;

«Εγώ δεν το χάβω το παιχνίδι. Οι ανοιχτές καταγγελίες ρίχνουν στάχτη στα μάτια ότι υπάρχουν περισσότερα δικαιώματα. Ο νεοσυντηρητισμός μας έχει κάνει τη θέση της γυναίκας πολύ περισσότερο πολίτη β’ κατηγορίας απ’ ό,τι πριν από είκοσι χρόνια. Η τελευταία δεκαετία, μετά την κρίση, στα χρόνια που εγώ δραστηριοποιούμαι στη δουλειά είναι πιο συντηρητικά από ποτέ. Κι έχω φάει τον περισσότερο πόλεμο ως θιασάρχης από ποτέ. Τρώω τα περισσότερα όχι από συναδέλφους που τους λέω να δουλέψουμε και είναι άνδρες. Βλέπω στα μάτια τους ότι υπάρχει ένας ανταγωνισμός τού ποια είναι αυτή μπροστά – δεν υπήρχε παλαιότερα».

Αλλάξαμε μετά την πανδημία;

«Μαζί με την καραντίνα, αυτό που βλέπω είναι ένας αποσυντονισμός στα πάντα. Βγήκαμε από το τρένο που έτρεχε με 500 και πάμε να ξαναμπούμε αλλά μας ζαλίζει η ταχύτητα. Βλέπω αποσυντόνιση. Κανείς δεν δεσμεύεται για τίποτα πια σήμερα. Σαν να βγήκαμε από μια ρέγουλα και δεν ξέρουμε πώς να μπούμε στην καινούργια. Εχουμε χάσει λίγο τον πυρήνα μας.

Ζούμε στην εποχή του απόλυτου ελέγχου – από την κρίση, με το πορτοφόλι, πέρασε σε έναν έλεγχο της απόλυτης ανάσας σου, της σκέψης σου. Υπουλη εποχή».