Παλιότερα, όταν η Μούσια άκουγε τη λέξη «λεσβία», σχεδόν αδυνατούσε να το διαχειριστεί, «παρέλυε σαν κοριτσάκι που το είχαν πιάσει να κλέβει». Τώρα πάντως τη συναντούμε σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, είναι ήδη δώδεκα χρόνια παντρεμένη με τη Ζαρίφα. Επισημοποίησαν τη σχέση τους στο Αμστερνταμ και πλέον το συγκεκριμένο πιστοποιητικό βρίσκεται κορνιζωμένο και κρεμασμένο, σε περίοπτη θέση, στο σαλόνι του σπιτιού τους στην Κύπρο, συγκεκριμένα στη Λάρνακα.
Η Ζαρίφα είχε καλέσει τότε στον γάμο την οικογένειά της, «την παραδοσιακή». Και πράγματι, οι κοντινοί συγγενείς μπήκαν σε ένα αεροπλάνο και πέταξαν μέχρι την Ολλανδία. Διαπιστώνοντας, ωστόσο, ότι δεν υπήρχε γαμπρός εκεί, τα μάζεψαν, μπήκαν ξανά σε ένα αεροπλάνο και γύρισαν πίσω. Η δυναμική Ζαρίφα δεν το σκέφτηκε, δεν το βασάνισε, τους έστειλε στο διάολο. Διότι ήξερε βαθιά μέσα της ότι είχε βρει τον άνθρωπο της ζωής της.
Η Ζαρίφα, νομικός και επιχειρηματίας, έχει αζερική καταγωγή. Η Μούσια, καλλιεργημένη και πολύγλωσση, έχει αρμενική καταγωγή. Αυτές οι δύο γυναίκες, οι οποίες είναι μαζί εδώ και περίπου μια εικοσαετία, στέκονται ανθεκτικά και περήφανα απέναντι σε όλους και όλα (αντιλαμβάνεστε, από την κοινωνία και τη γεωπολιτική, εν προκειμένω, μέχρι την προκατάληψη και το μίσος). Πόσο θαρραλέο και δύσκολο συνάμα μπορεί να είναι αυτό που έχουν φτιάξει μεταξύ τους; Αραγε η ευγνωμοσύνη που αισθάνονται η μία για την άλλη, η ουσία του δεσμού τους, τις έχει ατσαλώσει αρκετά; Ναι, είναι η απάντηση, η σχέση τους είναι ακλόνητη, η σχέση τους διαθέτει μια φωτεινή πίστη.
Η αρρώστια και η ύστατη χάρη
Πλην όμως, εσχάτως, η Ζαρίφα πάσχει από την «καταραμένη αρρώστια» και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, σε τελικό στάδιο (εν τω μεταξύ η Μούσια, μες στην απελπισία της για το αναπόδραστο, έχει καταφύγει και στη βοήθεια «μαγισσών», με τις οποίες μιλάει στο Skype). Η Ζαρίφα, στο φάσμα του θανάτου πια, επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον αδελφό της και του ζητάει μια ύστατη χάρη, να της φέρει κάτι πολύ σημαντικό από το Καραμπάχ.
Παράλληλα, προσκαλεί μια φίλη της επιστήμονα, γενετίστρια, και με ειλικρινή απορία τις θέτει ορισμένα ερωτήματα, τα οποία, περνώντας ακριβώς από το ατομικό στο συλλογικό, φέρνουν στην επιφάνεια τους ποικίλους διαχωρισμούς που επιβάλλονται στα σώματα και στις ψυχές των ανθρώπων, όχι τόσο από την ίδια τη φύση τους αλλά από την ιστορία, την κουλτούρα, την ταυτότητα, τη νοοτροπία. Και τεχνητοί να είναι τέτοιοι διαχωρισμοί, που είναι, κάμποσοι από δαύτους, δεν σημαίνει ότι δεν είναι υπαρκτοί, ότι δεν σημαδεύουν πεπρωμένα τις περισσότερες φορές. Ετσι γίνεται συνήθως, η μεγάλη κλίμακα προκαλεί πόνο και δυστυχία στη μικρή, η μεγάλη κλίμακα συντρίβει τη μικρή, τα ενιαία σύνολα καταπίνουν τις ξεχωριστές μονάδες.
Δοκιμασία για κάθε τάξη
Λοιπόν, η γλυκόπικρη και παρηγορητική ιστορία της Μούσια και της Ζαρίφα έρχεται και μας δείχνει, με τρόπο έμπρακτο, ότι η αγάπη είναι αμφισβήτηση και δημιουργία εξίσου, ότι η ανθρώπινη αγάπη και δοκιμάζει και αναδιατάσσει κάθε ανθρώπινη τάξη. Αυτό είναι το διήγημα «Ο Δράκος και ο Φοίνικας», το πρώτο κατά σειρά που διαβάζουμε στο βιβλίο της Λουντμίλα Ουλίτσκαγια, της κορυφαίας ρωσίδας πεζογράφου πέραν πάσης αμφιβολίας (ναι, πρόκειται για ένα Νομπέλ Λογοτεχνίας που εκκρεμεί, που δεν έχει ακόμα δοθεί).
Σε τούτο τον τόμο (από το 2019), ο οποίος μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγρα στα ελληνικά, σε ωραιότατη μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, περιλαμβάνονται δύο κύκλοι διηγημάτων, εκτενέστερων και συντομότερων, «Φίλες» και «Στο σώμα της ψυχής» (μια φράση παράδοξη και ποιητική, διόλου τυχαία ωστόσο, η οποία δεν τιτλοφορεί απλώς την έκδοση αλλά λειτουργεί και ως ένα κρίσιμο αναγνωστικό πρίσμα, μεταξύ άλλων).
Στην πλειονότητα των διηγημάτων της Ουλίτσκαγια παρακολουθούμε γυναίκες, βασικώς. Αλλά και να μην πρωταγωνιστούν, με τη στενή έννοια του όρου, είναι πάντοτε παρούσες (δίπλα σε άνδρες, προφανώς) μέσα σε αφηγηματικές συνθήκες οι οποίες κινούνται από τον καθαρό ρεαλισμό μέχρι τη λογοτεχνία του φανταστικού.
Γυναίκες κάθε ηλικίας, κοριτσάκια, νεαρές, μεσήλικες, ώριμες, ηλικιωμένες. Γυναίκες με ετερόκλητα υπόβαθρα, χαρακτήρες, πορείες, μνήμες, επιθυμίες, προσδοκίες. Γυναίκες κοινότοπες και εξαιρετικές, γνώριμες και ανοίκειες, αλλόκοτες και σαγηνευτικές. Γυναίκες ηρωίδες που, όλες μαζί, χαρτογραφούν διόδους και σφυγμομετρούν ενέργειες οι οποίες, από το καθημερινό και το απτό, ξανοίγονται στο αόρατο και στο μεταφυσικό.
Η συνταξιούχος Αλίσα που, στον απόηχο μιας απροσδόκητης κατάρρευσης στο καθιστικό της, αποφασίζει να φύγει από αυτόν τον μάταιο κόσμο (όταν έρθει η ώρα της, βεβαίως) όπως η ίδια θέλει, «γερή» δηλαδή, με αξιοπρέπεια. Τα σχέδιά της, αυτής της ολομόναχης γυναίκας, ανατρέπονται από έναν έρωτα, ένα δυστύχημα και ένα μωρό.
Η φιλομαθής Λίλια που εμπλέκεται (εξαιτίας της απίθανης μάνας της) σε ένα «παράξενο προξενιό» (ο σύζυγός της, μαθηματικός, χάνεται κάπου στο Ιράκ) και καταλήγει έπειτα «ξένη» στο Λονδίνο, μακριά από τη Μόσχα, ευτυχώς.
Οι δύο αδελφές, η Λίντιγια και η Νίνα, που καταφέρνουν να υπερβούν την αμοιβαία αντιπάθεια και να πλησιάσουν η μία την άλλη κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ιταλία (όπου ψυλλιάζονται, μέσω μιας μεταφρασμένης προσευχής, ότι η πεθαμένη μητέρα τους Αλεξάντρα Βικέντιεβνα, γνωστή γλωσσολόγος και ερευνήτρια αρχαίων γλωσσών, μάλλον δεν υπήρξε τόσο αδιάφορη και «φριχτή» όσο πίστευαν εκείνες).
Η Ζένια με τα μοκασίνια της που, μετά από μια ανατριχιαστική εμπειρία σε ένα εργοστάσιο, δεν τρώει ποτέ ξανά κρέας. Η εγκαταλειμμένη και ονειρική Σόνια που μεταμορφώνεται σε πεταλούδα. Και η Ναντιέζντα Γκεοργκίγεβνα, μια ευσυνείδητη βιβλιοθηκονόμος, η οποία βιώνει την εξαφάνιση μιας λέξης, της λέξης «σερπαντίνα», και έκτοτε, σταδιακά αλλά σταθερά, καταβυθίζεται σε μια «λήθη» λευκή.
Η ιδέα του κοινού καλού
Μια ηρωίδα στο βιβλίο προσδιορίζει την «ιντελιγκέντσια» ως «ένα στρώμα μορφωμένων ανθρώπων, η δράση των οποίων εκκινεί από την ιδέα του κοινού καλού, και όχι από συμφέρον». Η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια, γεννημένη στα Ουράλια το 1943, έχει αφιερώσει τη ζωή και το έργο της στην πλούσια ανθρωπογεωγραφία και στην αντιφατική ιστορία της πατρίδας της (αγγίζοντας με γενναιότητα θέματα σκοτεινά που της έχουν κοστίσει).
Είναι συγγραφέας υψηλών προδιαγραφών, καλλιτεχνικών και ηθικών, εξ ου και από την 1η Μαρτίου 2024 θεωρείται «ξένος πράκτορας» για την κυβέρνηση της Ρωσίας. Διαμένει πλέον στο Βερολίνο της Γερμανίας. Με το βιβλίο Στο σώμα της ψυχής αναγνωρίζουμε, και πάλι, αυτό που είναι η Ουλίτσκαγια, μία από τις σπουδαιότερες διεθνείς λογοτεχνικές φωνές του καιρού μας.