Φανταστείτε να είσαι Καταλανός, να πηγαίνεις στις αρχές της δεκαετίας του ’90 για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και εκεί ακριβώς να συναντάς τη μετέπειτα σύζυγο και μητέρα των παιδιών σου. Αυτό συνέβη στον Εουζέμπι Αγιένσα. «Πήγα στο νησί για να πάρω το χαρτί και επέστρεψα με γυναίκα, και μάλιστα Βάσκα!» εξηγούσε, χαριτολογώντας, προς «Το Βήμα». Μια σύμπτωση ζωής που, θαρρείς, επισφράγισε πλήρως την αγαπητική σχέση που ανέκαθεν είχε και εξακολουθεί να διατηρεί με την Ελλάδα, την κουλτούρα της, την καθημερινότητά της.

Βρεθήκαμε και συζητήσαμε σε ένα καφέ της οδού Σκουφά, στο κέντρο της πρωτεύουσας, κοντά στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας, του οποίου ο ίδιος υπήρξε διευθυντής μεταξύ 2007 και 2012. Κλασικός φιλόλογος, εξειδικευμένος ελληνιστής και μεταφραστής, με ακαδημαϊκή πείρα και πλήθος διαπολιτισμικών δημοσιεύσεων, άνθρωπος προσηνής και πρόσχαρος συν τοις άλλοις, ο 58χρονος Αγιένσα, αφού πρώτα μετέφρασε κάθε λέξη και κάθε στίχο του Αλεξανδρινού στα καταλανικά (Editorial Flâneur, 2024), έχει επιμεληθεί τη νέα έκδοση όλου του ποιητικού έργου του Κ.Π. Καβάφη που κυκλοφορεί στη χώρα μας, σε δύο τόμους, από τις εκδόσεις Διόπτρα (2025).

Οσοι τυχόν αναρωτιέστε «τι δουλειά έχει ένας ξένος να ασχολείται με κάτι τέτοιο» (αντίληψη ακατανόητη που σχολίασε τρόπον τινά και ο Αγιένσα, με κάποια λύπη βεβαίως, στη διάρκεια της κουβέντας μας) είναι προτιμότερο να χαλαρώσετε. Εδώ, εστιάζουμε στην πανθομολογούμενη οικουμενικότητα του Καβάφη, δηλαδή σε ποιους ανήκει ο Καβάφης, όχι σε ποιους δεν ανήκει.

Η βύθιση στο καβαφικό σύμπαν

«Ηδη από τα φοιτητικά μου χρόνια, στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, ξεκίνησα να τον διαβάζω. Με μύησε ο εξαιρετικός καθηγητής μου, ο αείμνηστος Αλέξις Σολά, που είχε κάνει διατριβή πάνω στο έργο του. Στην Ισπανία γενικότερα και στην Καταλωνία ειδικότερα, οφείλω να πω, ο Καβάφης ευτύχησε. Ο πρώτος μεταφραστής του ήταν ο Κάρλες Ρίμπα, ο κορυφαίος μας ποιητής στον 20ό αιώνα. Αντιστοίχως, μελοποιήθηκε υπέροχα και ενέπνευσε σημαντικούς καλλιτέχνες. Κάπως έτσι άρχισα να ιχνηλατώ κι εγώ πιο συστηματικά την παρουσία του και την επιρροή του» είπε ο Αγιένσα. Η μελέτη του El bell viatge: Kavafis a la cultura catalana (Το ωραίο ταξίδι: Ο Καβάφης στον καταλανικό πολιτισμό) απέσπασε το βραβείο δοκιμίου Joan Fuster. «Σε αρκετούς ίσως δεν αρέσει αυτό, αλλά εμένα η έρευνα είναι κάτι που με ενθουσιάζει. Οταν, λοιπόν, το αρχείο Καβάφη κατέστη επιτέλους διαθέσιμο και προσβάσιμο, και στο Διαδίκτυο κατόπιν, βυθίστηκα κυριολεκτικά στο σύμπαν του, στα γραπτά του. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη στιγμή που είδα το χειρόγραφο του ποιήματος “Ιθάκη” από κοντά. Ηταν μια στιγμή που κράτησε τρεις ώρες, δεν μπορούσα να σηκωθώ από τη θέση μου» συνέχισε ο Αγιένσα.

«Πιστός στον πρωτότυπο Καβάφη»

Γιατί όμως, τον ρωτήσαμε, μια καινούργια ελληνική έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη; Τι έχει να προσφέρει; «Μολονότι αναγνωρίζω και την εμβληματική δουλειά του Γ. Π. Σαββίδη, για τα δεδομένα της εποχής του, και επίσης την πιο πρόσφατη και αξιόλογη που έκανε ο Δημήτρης Δημηρούλης, δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποιούσαν. Είμαι αριστερός στα πολιτικά μου φρονήματα αλλά κάπως συντηρητικός στη φιλολογία μου. Για αυτό αποφάσισα να κάνω μια δική μου έκδοση. Αφενός, διορθώνω και αλλάζω, με την έννοια ότι αποκαθιστώ με εξονυχιστική συνέπεια, εδώ είναι το θέμα, τις πρωτότυπες λεκτικές μορφές του Καβάφη. Είμαι πιο πιστός, θα έλεγα, στον πρωτότυπο Καβάφη. Αφετέρου, βασισμένος στα αρχεία, καθώς και στις διαδοχικές τροποποιήσεις του ιδίου του ποιητή, επιλέγω να δημοσιεύσω την τελευταία εκδοχή κάθε ποιήματος και όχι την πρώτη, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα, γεγονός που ειλικρινά δεν καταλαβαίνω, κυρίως επειδή μιλάμε για τον Καβάφη που είχε, ως γνωστόν, απόλυτο έλεγχο του υλικού και του έργου του. Συνεπώς, υπάρχουν και εκπλήξεις στα βιβλία. Επιπροσθέτως, θεωρώ ότι τα αναλυτικά σχόλια που συνοδεύουν τα ποιήματα είναι πραγματικά χρήσιμα για τους αναγνώστες, τα πλαισιώνουν με τον ιδανικότερο τρόπο, καθώς περιλαμβάνουν, σε πλείστες περιπτώσεις, ακόμα και την οπτική του Καβάφη πάνω στα ποιήματά του» τόνισε ο Αγιένσα, μειδιώντας ωστόσο. «Τις προάλλες μιλούσα με έναν φίλο στο τηλέφωνο και μου παραπονέθηκε, ας πούμε, για κάτι που είχε πει ο Καβάφης σχετικά με το ποίημα “Περιμένοντας τους βαρβάρους”. Μου είπε, κοντολογίς, ότι τον απογοήτευσε η ερμηνεία που είχε δώσει κάπου ο ίδιος ο ποιητής. Του απάντησα ό,τι πιστεύω: ότι η δική μου δουλειά είναι δεν έχει να κάνει με την απογοήτευσή του και ότι μπορεί να κρατήσει τη δική του ερμηνεία, αν τον γοητεύει περισσότερο από εκείνη του ποιητή, είναι θεμιτό και όμορφο αυτό».

Ο Αγιένσα ήπιε τότε μια γουλιά από τον καφέ του και προχώρησε. «Ξέρετε, στις παρουσιάσεις των μεταφράσεών μου του Καβάφη στην Καταλωνία, διαπίστωσα ότι έρχονταν πολλοί νέοι και νέες. Ενα ζευγάρι, αγόρι και κορίτσι, είχαν αγοράσει τα βιβλία στο πλαίσιο μιας επετείου τους. “Τι σας αρέσει σε αυτόν;” τους ρώτησα; “Τα ερωτικά του” μου αποκρίθηκαν. Είναι λογικό. “Οταν μεγαλώσετε, λοιπόν, θα σας αρέσουν και τα άλλα, τα πιο ιστορικά, τα πιο υπαρξιακά” τους είπα με τη σειρά μου. Γιατί είναι έτσι! Ο Καβάφης είναι ένας ποιητής που έχει κάτι για κάθε φάση του ανθρώπινου βίου, για κάθε ηλικία και κάθε αγωνία που συνυφαίνεται μαζί της. Ο Καβάφης είναι για όλους. Μύχιος και ειλικρινής σε σχέση με τον εαυτό μας, ενωτικός και ανεκτικός με τις ποικίλες ταυτότητες που ορίζουν τους ανθρώπους. Για αυτό είναι παγκόσμιος και παραμένει διαχρονικός».

Ο Αγιένσα έχει γράψει επιπλέον με ορίζοντα «έναν επαναπροσδιορισμό της ερωτικής ποίησης» του Καβάφη. Ουσιαστικά, προασπίζεται το έργο του απέναντι σε κάθε περιορισμό, ακόμα και αυτόν που διεκδικεί τον Καβάφη ως ομοφυλόφιλο ποιητή αποκλειστικά. «Ο Καβάφης ανήκει σε όλους, σε όλα τα συναισθήματα, δεν υπάρχουν στρέιτ και γκέι συναισθήματα, υπάρχουν τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αντιλαμβάνομαι όμως και σέβομαι πολύ το πρίσμα της σεξουαλικής ταυτότητας. Φοβάμαι, πάντως, ότι αν μείνει κάποιος μόνο σε αυτό, χάνει τον καβαφικό πλούτο. Θα σας δώσω όμως μια ελπιδοφόρα εικόνα που μου μετέφερε φίλος βιβλιοπώλης από τη Βαρκελώνη. Ενα ζευγάρι, δύο αγόρια, μπαίνουν στο κατάστημα και ζητούν τις μεταφράσεις του Καβάφη. Διαβάζουν, ξαναδιαβάζουν, σκέφτονται, ξανασκέφτονται. Υστερα, αγοράζουν τα βιβλία και βγαίνουν στον δρόμο πιασμένοι χέρι-χέρι. Νομίζω πως αν ζητούσαν από τον Καβάφη να πει τι θα προτιμούσε, να δει με τα μάτια του μια τέτοια εικόνα “των μελλουσών γενεών” ή να του είχε απονεμηθεί κάποτε το Βραβείο Νομπέλ, θα διάλεγε τη ζωντανή εικόνα που σας περιγράφω δίχως δεύτερη σκέψη». Μη λησμονούμε ότι ο Καβάφης πέρα από «ελληνικός» είναι, όπως επισημάναμε προς το τέλος στον Αγιένσα, και «μεσογειακός». Συμφωνήσαμε, Καταλανός και Ελληνας. «Είναι μοναδικό αυτό το ποιητικό κράμα, περίκλειστα και υποφωτισμένα σκηνικά – γραφεία, δωμάτια, ταβερνεία – από τη μια μεριά και, από την άλλη μεριά, μια ενέργεια ανοιχτή και στοχαστική που βγάζει στη θάλασσα και στην ελευθερία».