Η 1η Ιανουαρίου έχει καθιερωθεί διεθνώς ως Ημέρα Κοινού Κτήματος: η ημέρα κατά την οποία έργα των οποίων έχει λήξει η προστασία πνευματικών δικαιωμάτων καθίστανται ελεύθερα προσβάσιμα. Με αφορμή αυτή τη συμβολική ημερομηνία, οι πρώτες εβδομάδες του έτους συνοδεύονται από έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο γύρω από την ανοικτή πρόσβαση, τα ανοικτά δεδομένα και τον ρόλο της ψηφιακής πολιτιστικής κληρονομιάς στην οικονομία της γνώσης. Πρόκειται για μια συζήτηση που αφορά άμεσα και την Ελλάδα, σε μια περίοδο όπου ο ψηφιακός μετασχηματισμός έχει αναδειχθεί σε κεντρικό άξονα δημόσιας πολιτικής.

Τα τελευταία χρόνια, η χώρα έχει κάνει βήματα προόδου στον τομέα της ψηφιακής διακυβέρνησης και της διάθεσης ανοικτών δεδομένων. Δημόσιες πλατφόρμες, στρατηγικές και υποδομές δείχνουν έναν σαφή προσανατολισμό προς τη διαφάνεια και την αξιοποίηση της πληροφορίας ως δημόσιου πόρου. Στον χώρο του πολιτισμού, ωστόσο, αυτή η δυναμική δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί με την ίδια συνοχή και συνέπεια.

Η πολιτιστική κληρονομιά, ιδίως όταν έχει καταστεί κοινό κτήμα, αποτελεί κρίσιμο πόρο για την οικονομία της γνώσης. Η ανοικτή, ψηφιακή της διάθεση δεν αφορά μόνο την πρόσβαση σε εικόνες ή τεκμήρια, αλλά και τη δυνατότητα επανάχρησης, διασύνδεσης και ένταξής της σε νέα εκπαιδευτικά, ερευνητικά και δημιουργικά συμφραζόμενα. Εκεί ακριβώς αναδεικνύεται η αναπτυξιακή της διάσταση.

Σε μια χώρα με έντονη νησιωτικότητα και άνιση γεωγραφική κατανομή πολιτιστικών πόρων, η ανοικτή πρόσβαση στην ψηφιακή πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός εξισορρόπησης. Μικροί πολιτιστικοί φορείς, τοπικές επιχειρήσεις, δημιουργοί, ερευνητές, εκπαιδευτικοί, και φοιτητές αποκτούν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πολιτιστικό περιεχόμενο χωρίς υψηλά κόστη και πολύπλοκες διαδικασίες. Η πολιτιστική κληρονομιά παύει έτσι να είναι ένα στατικό απόθεμα και μετατρέπεται σε ενεργό παράγοντα της οικονομίας της γνώσης και της ανάπτυξης.

Η διεθνής συζήτηση που εξελίσσεται σήμερα για τη διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου της UNESCO για την ανοικτή κληρονομιά εντάσσεται σε αυτή τη λογική. Υπό τον συντονισμό του οργανισμού Creative Commons, η πρωτοβουλία αυτή επιχειρεί να γεφυρώσει την ανάγκη προστασίας με την ανάγκη πρόσβασης, προτείνοντας αρχές και λύσεις που μειώνουν τη θεσμική αβεβαιότητα χωρίς να αποδυναμώνουν τον ρόλο του κράτους.

Δεν πρόκειται για άρση της προστασίας, ούτε για μια προσέγγιση «ανοικτού εξ ορισμού». Η διεθνής συζήτηση έχει μετακινηθεί πλέον προς μια αρχή διαβαθμισμένης ανοικτότητας: όσο ανοικτό είναι δυνατόν, όσο περιορισμένο είναι αναγκαίο. Ένα τέτοιο πλαίσιο επιτρέπει την ανάπτυξη χωρίς να παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της πολιτιστικής διαχείρισης και χωρίς να υπονομεύει την προστασία.

Στην ελληνική περίπτωση, το ισχύον πλαίσιο, παρά τις θετικές του προθέσεις, τείνει να υπερρυθμίζει την επανάχρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο ψηφιακό περιβάλλον. Αυτό δημιουργεί ασάφεια για τους χρήστες, επιβαρύνει τη διοίκηση και περιορίζει τη συμμετοχή ελληνικών οργανισμών σε διεθνή δίκτυα γνώσης και πολιτισμού. Ένα πιο διαφοροποιημένο και διαβαθμισμένο πλαίσιο, με σαφείς διαδικασίες και τεκμηριωμένους περιορισμούς, θα μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελος όλων των εμπλεκομένων.

Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι η ανοικτή πρόσβαση στην πολιτιστική κληρονομιά που έχει καταστεί κοινό κτήμα δεν υπονομεύει τη βιωσιμότητα των πολιτιστικών φορέων ούτε την ανταγωνιστικότητά τους. Αντιθέτως, όταν εντάσσεται σε σαφές πλαίσιο, διευρύνει το κοινό τους, ενισχύει τη διεθνή τους παρουσία και δημιουργεί νέες μορφές οικονομικής και κοινωνικής αξίας. Η αντιμετώπιση της ψηφιακής πολιτιστικής κληρονομιάς ως δημόσιου πόρου μπορεί έτσι να συμβάλει ουσιαστικά σε μια πιο ισόρροπη και συμπεριληπτική αναπτυξιακή δυναμική.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δημόσια πρόσκληση για την υπογραφή της Δήλωσης για την Ανοικτή Κληρονομιά, που υποστηρίζεται από διεθνή συνασπισμό φορέων υπό τον συντονισμό του Creative Commons, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η υπογραφή της δεν δημιουργεί νομικές δεσμεύσεις. Σηματοδοτεί, όμως, μια σαφή πολιτική επιλογή: την αντιμετώπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς όχι μόνο ως αντικείμενο προστασίας, αλλά και ως ενεργό πόρο γνώσης, δημιουργίας και ανάπτυξης.

Η συζήτηση για το κοινό κτήμα δεν αφορά αποκλειστικά τον πολιτισμό. Αφορά το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση κράτους, γνώσης και κοινωνικής ανάπτυξης στον ψηφιακό αιώνα. Και σε αυτή τη συζήτηση, η Ελλάδα, με ήδη ανεπτυγμένες ψηφιακές στρατηγικές και υποδομές, έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά και να τοποθετηθεί με όρους προόδου και ισορροπίας.

*Η Ρεβέκκα Κεφαλέα είναι Υπεύθυνη Διαχείρισης Έργων στην Inter Alia, θεσμικό μέλος του Συνασπισμού Ανοικτής Κληρονομιάς · Επικεφαλής του Κύκλου Συνηγορίας για την Ανοικτή Κληρονομιά στην Ελλάδα.