Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σήμερα δύο έντονα αντικρουόμενες όψεις. Από τη μία, καταγράφει σημαντικές επιδόσεις σε μακροοικονομικό επίπεδο. Η ανάληψη της προεδρίας του Eurogroup, η θετική στάση των διεθνών αγορών, η πορεία του Χρηματιστηρίου, καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δημόσιου χρέους, συνθέτουν μια εικόνα αξιοπιστίας και σταθερότητας. Παράλληλα, η πιστοληπτική αξιολόγηση του ελληνικού Δημοσίου βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας. Η εικόνα αυτή ενισχύεται αν παρατηρήσουμε και την πορεία μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Από την άλλη, η διατήρηση υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει σοβαρές επιπτώσεις στη οικονομία της παραγωγής. Παρότι ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ κινείται σήμερα μεταξύ 2%–2,5%, οι προβλέψεις δείχνουν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στο άμεσο μέλλον, κυρίως λόγω μειωμένων επενδύσεων. Την ίδια στιγμή, η καθημερινότητα του μέσου πολίτη αποτυπώνει μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή που δίνουν τα μακροοικονομικά δεδομένα. Το βιοτικό επίπεδο των περισσότερων νοικοκυριών παραμένει χαμηλό, η ρευστότητα στην αγορά είναι περιορισμένη και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης. Η διανομή του εισοδήματος επιδεινώνεται, ενώ το πραγματικό επίπεδο διαβίωσης συνεχίζει να υποχωρεί.
Η ύπαρξη αυτής της δυσαρμονίας οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε παράγοντες που σχετίζονται με το φορολογικό σύστημα και την δομή της οικονομίας, η οποία παραμένει αιχμάλωτη των εύκολων λύσεων. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην έμμεση φορολογία, με το ποσοστό να βρίσκεται στο 40,1% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Η έμμεση φορολογία όμως θεωρείται κοινωνικά άδικη και οικονομικά αναποτελεσματική σε σχέση με άλλες μορφές φορολόγησης, καθώς πλήττει δυσανάλογα τα κατώτερα και μεσαία οικονομικά στρώματα. Επιπλέον, όπως έχει αναδείξει το ΠΑΣΟΚ, η χώρα δεν κατάφερε να αξιοποιήσει ουσιαστικά τους πόρους του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (ΤΑΑ), έτσι ώστε για να μετασχηματίσει το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Παρά την εισροή σημαντικών κεφαλαίων, οι πόροι δεν κατευθύνθηκαν επαρκώς στην ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και της πραγματικής οικονομίας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παραμένει μια οικονομία χαμηλής παραγωγικότητας.
Το γεγονός αυτό αποκτά βαρύνουσα σημασία, καθώς το ΤΑΑ ολοκληρώνεται το καλοκαίρι του 2026, ενώ η παγκόσμια οικονομία και οι επενδυτές διανύουν μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας, για παράδειγμα λόγω της ανεξέλεγκτης υιοθέτησης εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης ή της ραγδαίας μετατόπισης της εξωτερικής και εμπορικής πολιτικής των Η.Π.Α.
Στο πλαίσιο αυτό, και αναλογιζόμενοι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, θα έπρεπε να εφαρμόζονται πολιτικές που θα επέτρεπαν για παράδειγμα στον τουρισμό, που αποτελεί ατμομηχανή της οικονομίας, να λειτουργεί ως μοχλός στήριξης άλλων παραγωγικών κλάδων, με σκοπό τη δημιουργία εναλλακτικών παραγωγικών πυλώνων και τη στήριξη του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Με το τρόπο αυτό θα μπορούσε η ελληνική οικονομία να θωρακιστεί απέναντι στην αβεβαιότητα του διεθνούς περιβάλλοντος και των απρόβλεπτων μεταστροφών του παγκόσμιου οικονομικού κύκλου.
Μέρες γιορτινές και είναι ανθρώπινο να προτιμούμε χαρμόσυνες ειδήσεις παρά μελαγχολικές διαπιστώσεις για το μέλλον της χώρας. Σε αυτό το πνεύμα, εύχομαι η ιστορία να μην επαναληφθεί και η χώρα να μην βρεθεί ξανά το ίδιο «θωρακισμένη» σε περίπτωση μιας νέα παγκόσμιας κρίσης.
Η Ντελή Ιμπραήμ Μπερρήν είναι αναπληρώτρια Γραμματέας του Τομέα Οικονομικών ΠαΣοΚ



