Η χρονιά για την κυβέρνηση κλείνει όπως έκλεισε και η προηγούμενη. Το Δεκέμβριο 2024, στην εκτίμηση ψήφου ελάμβανε 30%, το Δεκέμβριο 2025 λαμβάνει 29% (Pulse 17/12). Bελόνα ουσιαστικά ακίνητη.
Το νόμισμα βεβαίως έχει διπλή όψη.
Από τη μία, επιμένει η φθορά που κατεγράφη για πρώτη φορά στις Ευρωεκλογές.
Από την άλλη, η ΝΔ επιδεικνύει αξιοσημείωτη αντοχή.
Γεγονός που διευκολύνεται από δύο παράγοντες.
Πρώτον από τη διατήρηση του πυρήνα των υποστηρικτών της. Βάσει του exit poll του Ιουνίου 2023, όσοι ψηφοφόροι της δήλωναν πως αισθάνονται «κοντά» στο κόμμα τους, υπολογίζονταν περίπου στο 30% του εκλογικού σώματος.
Δεύτερον από την εικόνα του αρχηγού της. Ο Μητσοτάκης προηγείται μακράν των άλλων στο δείκτη της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία. Για την ακρίβεια, προηγείται αδιάλειπτα ήδη από τον Ιανουάριο 2016, όταν εξελέγη στην ηγεσία της ΝΔ (Pulse 01/2016), όπως αντίστοιχα και η ΝΔ στην εκτίμηση ψήφου. Μια ολόκληρη δεκαετία – κάτι που συνιστά ρεκόρ στη Μεταπολίτευση.
Ωστόσο η αναστροφή της φθοράς παραμένει ζητούμενο για το 2026. Διότι ο πληθωρισμός παραμένει στην κορυφή των προτεραιοτήτων της κοινής γνώμης ασκώντας πίεση στην κυβέρνηση (Μetron 18/12), όπως άλλωστε και στις κυβερνήσεις διεθνώς. Η κυβερνητική πολιτική ενίσχυσης των εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης με μειώσεις φόρων, αυξήσεις μισθών κι επιδόματα είναι απαραίτητη. Αλλά εκ του αποτελέσματος δεν επαρκεί. Πουθενά στον κόσμο άλλωστε, η ενίσχυση της ζήτησης δεν συνιστά συνταγή μείωσης του πληθωρισμού. Χρειάζονται πρόσθετες παρεμβάσεις. Είτε αυτές αφορούν την αύξηση της παραγωγικότητας, είτε την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά τροφίμων, είτε τη συγκράτηση της ζήτησης λόγω βραχυχρόνιων μισθώσεων στην αγορά ακινήτων.
Aκίνητη πάντως μοιάζει και η βελόνα για το ΠαΣοΚ. Διατηρεί τη δεύτερη θέση, έστω και με χαμηλότερη επίδοση συγκριτικά με το Δεκέμβριο 2024. Επίσης δεν ωφελείται από την φθορά της ΝΔ, ενώ η θέση του παραμένει ευάλωτη στην πολιτική συγκυρία. Το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς είχε υποσκελιστεί από την Πλεύση Ελευθερίας, όσο το ζήτημα των Τεμπών ήταν στην κορυφή της δημόσιας ατζέντας. Η απήχηση του ΠαΣοΚ φαίνεται πως επηρεάζεται, σε ένα βαθμό, από την εικόνα της ηγεσίας. Ο αρχηγός του υπολείπεται δημοσκοπικά του Μητσοτάκη και της επιρροής του κόμματος. Παραμένει συνεπώς ζητούμενο για το 2026 αν θα βελτιώσει αισθητά την επικοινωνιακή του πολιτική και τη δημόσια εικόνα του.
Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις διακυμάνσεις, η εικόνα πολυδιάσπασης της αντιπολίτευσης συνολικά, διατηρήθηκε και την χρονιά που κλείνει. Η άνοδος της Πλεύσης Ελευθερίας δεν είχε διάρκεια. Ίσως γιατί η καταγγελτική αντιπολίτευση «εισαγγελικού» τύπου επηρεάζεται από την επικαιρότητα και στερείται πολιτικού βάθους. Παράλληλα η Ελληνική Λύση βρίσκεται σταθερά κοντά σε διψήφια επίδοση με επίκεντρο τη Βόρεια Ελλάδα χωρίς όμως δυναμική για δημοσκοπικό άλμα.
Συνολικά η αδύναμη «πρωθυπουργική» εικόνα όλων των πολιτικών αρχηγών της αντιπολίτευσης υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των κομμάτων τους. Η απήχηση του «Κανένα» στην πρωθυπουργική καταλληλότητα δεν συνιστά πολιτική μομφή μόνο για το Μητσοτάκη αλλά και για τους αντιπάλους του.
Εξέλιξη που δίνει κίνητρα σε παλαιούς και νέους παίκτες να εισέλθουν στο πολιτικό προσκήνιο ιδρύοντας νέα κόμματα. Η δημοσκοπική αφετηρία τους όμως δείχνει χαμηλή, αν λάβει κανείς υπόψη ότι δεν υφίστανται ακόμα την πίεση της κομματικής αντιπαράθεσης. Όσοι δηλώνουν πως είναι «πολύ πιθανό» να ψηφίσουν ένα νέο κόμμα υπό τον Σαμαρά φθάνουν το 5%, υπό τον Τσίπρα το 11% και υπό την Καρυστιανού το 14% (Metron 18/12). Φαίνεται πως είναι δύσκολο για πρώην πρωθυπουργούς που έχουν δοκιμαστεί στην πράξη να εμπνεύσουν νέες προσδοκίες. Όπως είναι δύσκολο γενικώς και για νέα πρόσωπα να σταθούν πολιτικά με όρους ανταγωνιστικούς. Η περίπτωση Κασσελάκη άλλωστε είναι χαρακτηριστική.
Μένει πάντως να φανεί εάν θα κινηθεί το 2026 η βελόνα ανατρέποντας τους κομματικούς συσχετισμούς ή αν θα συντηρηθεί η σημερινή εικόνα.
*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London (QMUL) και διδάσκων στο ΕΑΠ.



