Σημαντική αύξηση παρουσιάζει κάθε χρόνο, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η βία μεταξύ των ανηλίκων. Από την εποχή του lockdown δε, πριν από περίπου πέντε χρόνια, οπότε πολλά παιδιά «έχασαν» για αρκετούς μήνες το υποστηρικτικό σχολικό περιβάλλον και βγήκαν σε πάρκα και πλατείες, ανεξέλεγκτα, ερχόμενα σε επαφή με ουσίες, αλκοόλ και ακατάλληλες παρέες, ή εθίστηκαν στα video games, η κατάσταση έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Σύμφωνα με την Ίλια Θεοτοκά, κλινική ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, κάθε χρόνο καταγράφονται 200.000 θάνατοι ανηλίκων, σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά από ξυλοδαρμό και άλλες εκδηλώσεις βίας μεταξύ τους. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι οι τραυματισμοί ανηλίκων, που οδηγούνται στα Νοσηλευτικά Ιδρύματα, φθάνουν τις 4.000 – 5.000 ετησίως.
Τα αίτια
«Τα αίτια είναι πολλά», δηλώνει η κυρία Θεοτοκά. «Είναι οι πόλεμοι που μαίνονται εδώ και αρκετά χρόνια, οπότε τα παιδιά εξοικειώνονται με τη βία όταν βλέπουν τους ηγέτες να σκοτώνουν αμάχους και αθώα παιδιά, χωρίς αυτό να αλλάζει. Είναι τα video games και οι πολλές ώρες ενασχόλησης με το διαδίκτυο από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Εκεί τα παιδιά εκτίθενται σε βίαια παιχνίδια. Επίσης, ειδικά από την οικονομική κρίση και έπειτα, η οικογένεια δεν βρίσκει χρόνο να ασχοληθεί με τα παιδιά. Αυτό τι σημαίνει; Ότι αυξάνεται η παραβατικότητα των παιδιών, χωρίς η οικογένεια να το έχει παρατηρήσει».
Παράλληλα, η κυρία Θεοτοκά σημειώνει την αύξηση της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών από μικρές ηλικίες. «Από την ηλικία των 13 – 14 ετών ξεκινούν τη χρήση χασίς», αναφέρει.
Ένα άλλο ζήτημα που θίγει είναι η αύξηση του bulling στα σχολεία και η ελλιπής επιτήρηση από τους δασκάλους και τους καθηγητές.
«Υπάρχει μελέτη που δείχνει ότι ενώ οι καθηγητές θεωρούν σε ποσοστό 70% ότι παρεμβαίνουν σε υποθέσεις bullying, οι μαθητές αναφέρουν ότι μόνο το 25% των καθηγητών παρεμβαίνει. Άλλη μελέτη δείχνει ότι τα παιδιά που έχουν παραβατική συμπεριφορά στην εφηβεία, σε ποσοστό 60% έχουν μία καταδίκη στην ηλικία των 24 ετών. Η μειωμένη επίβλεψη των παιδιών από τους γονείς, οι μη σταθεροί κανόνες πειθαρχίας, τα χαμηλά επίπεδα σύνδεσης γονιών – παιδιών, η μειωμένη εμπλοκή των γονιών στις δραστηριότητες των παιδιών, η βία μέσα στην οικογένεια είτε προς τα ίδια τα παιδιά είτε μεταξύ τους οι γονείς, η ανεργία, το χαμηλό μορφωτικό και κοινωνικό – οικονομικό επίπεδο, η πρόσβαση στο αλκοόλ και στις ουσίες, καθώς και οι ψυχικές διαταραχές των γονιών, συνδέονται μεταξύ τους και μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της βίας στους ανήλικους. Από την άλλη πλευρά, το σχολείο έχει κάπως υποβαθμιστεί. Οι εκπαιδευτικοί είναι περισσότερο κουρασμένοι καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά παιδιά με διαταραχές προσοχής και συγκέντρωσης λόγω της έντονης ενασχόλησης με το κινητό τηλέφωνο».
Επανεκπαίδευση των καθηγητών
Σύμφωνα με την κυρία Θεοτοκά, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να επανεκπαιδευτούν στο bullying και σε αυτή τη βιαιότητα που παρατηρείται στα σχολεία ακόμη και πριν την εφηβεία. Επίσης – τονίζει – θα έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον ένας ψυχολόγος ανά σχολείο, και όχι ένας για τρία με τέσσερα σχολεία την εβδομάδα. Όταν δε, υπάρχει περιστατικό βίας, είναι της άποψης ότι θα πρέπει οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να το συζητούν με τα παιδιά. «Πρέπει να κάνουν ομάδες, να προτρέψουν τα παιδιά να περιγράψουν το περιστατικό, να μιλήσουν όλοι οι μαθητές γι’ αυτό και οι καθηγητές να επιβραβεύουν τα παιδιά που συμμετέχουν στην κουβέντα».
Συμβουλές σε γονείς
Η κλινική ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, δίνει και ορισμένες συμβουλές στους γονείς.
«Οι γονείς θα πρέπει να είναι κοντά στα παιδιά, πριν από την εφηβεία και κατά τη διάρκεια αυτής, και να κρατούν ανοιχτά τα κανάλια της επικοινωνίας. Να μην αντιδρούν έντονα για ένα τσιγάρο ή μία μπύρα, αλλά να το συζητούν μαζί τους ώστε τα παιδιά να μην απομονώνονται. Θα πρέπει να είναι ψύχραιμοι όταν μιλούν με τα παιδιά τους και να μην κατηγορούν το πρόσωπο αλλά την πράξη. Είναι προτιμότερο να λένε στο παιδί τους ότι “αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό” ή “δεν ήσουν πολύ ευγενικός”, παρά να τα κατηγορούν ευθέως. Να αφιερώνουν ουσιαστικό χρόνο στα παιδιά τους και να συζητούν μαζί τους χωρίς να επικρίνουν τις πράξεις ή τις σκέψεις τους, για να μη χάσουν το κανάλι επικοινωνίας μαζί τους».









