Σαν σήμερα, στις 6 Δεκεμβρίου 2008, ο 15χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος σκοτώθηκε από σφαίρα του αστυνομικού Επαμεινώνδα Κορκονέα στα Εξάρχεια.

Η δολοφονία του προκάλεσε μία από τις εντονότερες εκρήξεις κοινωνικής οργής, αναδεικνύοντας το βαθύ χάσμα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην κρατική εξουσία. Σε λίγες ώρες, η είδηση πυροδότησεσε πρωτοφανή μαζική και παρατεταμένη κοινωνική αντίδραση, φέρνοντας εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα της αστυνομικής βίας – που μόνο νέο δεν ήταν.

Ήδη από τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, περιστατικά κρατικής καταστολής είχαν προκαλέσει έντονη κατακραυγή, συχνά συνοδευόμενα από ανεπαρκείς έρευνες ή περιορισμένη λογοδοσία, ενισχύοντας τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στη λειτουργία του κράτους δικαίου.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα, που διαμόρφωσαν αυτή τη μακρά σχέση καχυποψίας απέναντι στους μηχανισμούς ασφαλείας, ήταν ο θάνατος του Σωτήρη Πέτρουλα το 1965, ο θανάσιμος τραυματισμός του Ιάκωβου Κουμή και της Σταματίνας Κανελλοπούλου το 1980 και η δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά το 1985.

Ο θάνατος του Σωτήρη Πέτρουλα

Ο 23χρονος φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, Σωτήρης Πέτρουλας σκοτώθηκε στις 21 Ιουλίου 1965, κατά τη διάρκεια των μεγάλων διαδηλώσεων για τα «Ιουλιανά», όταν η αστυνομία επιτέθηκε με γκλοπ και δακρυγόνα στους διαδηλωτές στο κέντρο της Αθήνας.

«TO BHMA» της 22ης Ιουλίου 1965, περιγράφει ένα κέντρο που έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης:

«Αι σκηναί αι οποίαι διεδραματίσθησαν εις το Σύνταγμα μεταξύ αστυνομικών και διαδηλωτών και ο φανατισμός τον οποίον επέδειξαν αστυνομικά όργανα κατά την διάρκειαν των συμπλοκών μόνον φασιστικόν καθεστώς ενεθύμιζαν […]

»Τα αστυνομικά όργανα με τα κλομπς στα χέρια επετέθησαν εναντίον των διαδηλωτών οι οποίοι αμυνόμενοι ηναγκάσθησαν να ορθώσουν οδοφράγματα από ξυλείαν παρευρισκομένης οικοδομής εις την αρχήν της οδού Μητροπόλεως.

»Εις τα οδοφράγματα διαδηλωταί έθεσαν πυρ και ανετράπησαν αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως προκειμένου να αναχαιτισθούν οι επιτιθέμενοι αστυνομικοί».

Στο αποκορύφωμα των επεισοδίων, ο Πέτρουλας καταρρέει στο οδόστρωμα, σοβαρά τραυματισμένος. Αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν ότι αστυνομικοί έριξαν «ευθεία βολή» δακρυγόνου προς το πλήθος, σημαδεύοντας στο ύψος του κεφαλιού. Το βλήμα θα χτυπούσε τον Πέτρουλα στο πρόσωπο.

«TO BHMA», 22.7.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η πρώτη μεταφορά της σορού του στο Νεκροτομείο έγινε μέσα σε κλίμα αυστηρών περιορισμών, ενώ η αστυνομία επιχείρησε να παραδώσει τη σορό για ταφή πριν φτάσουν οι συγγενείς, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις πολιτών και βουλευτών της ΕΔΑ που τελικά παρενέβησαν:

»Και εδώ η αστυνομία έδειξε το μένος της εναντίον των πολιτών και ιδιαιτέρως των εκπροσώπων του Τύπου. Ισχυρά αστυνομικής δύναμις δεν επέτρεπεν εις τους δημοσιογράφους να πλησιάσουν το Νεκροτομείον εις απόστασιν 100 μέτρων.

Οι δύο νεκροψίες

Υπό την πίεση της οικογένειας, πραγματοποιήθηκε και δεύτερη νεκροψία παρουσία ιδιωτών ιατρών. Το πόρισμα δεν διαφοροποιήθηκε από το πρώτο.

«ΤΟ ΒΗΜΑ» μεταφέρει την ανακοίνωση των ιατρών:

“Ο θάνατος προήλθεν από εσωμηνιγγικόν αιμάτωμα, συνεπεία της πιέσεως των αερίων δακρυγόνου βόμβας, η οποία εξερράγη πλησίον του προσώπου του Πέτρουλα, ο οποίος την στιγμήν εκείνην φαίνεται ότι ήτο σκυμμένος, με αποτέλεσμα να σπάση κάποια εσωτερική φλέβα και να προκληθή το εσωμηνιγγικόν αιμάτωμα […] ουδεμίαν κάκωσιν φέρει το πτώμα από του λάρυγγος μέχρι των σπλάχνων”.

Το ίδιο ρεπορτάζ σημειώνει ότι οι γιατροί που όρισε η οικογένεια υπέγραψαν το πόρισμα. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι σήμερα παραμένουν ανοιχτοί ισχυρισμοί ότι ο Πέτρουλας ενδέχεται να στραγγαλίστηκε από αστυνομικούς που τον μετέφεραν αιμόφυρτο από το σημείο που έπεσε βαριά τραυματισμένος και πως οι ιατροδικαστικές εκθέσεις δεν απέδωσαν τι πραγματικά είχε συμβεί.

Η κηδεία του μετατράπηκε σε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις των Ιουλιανών, με χιλιάδες πολιτών να συνοδεύουν τη σορό του, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Αθάνατος», «Ο Σωτήρης ζει», «Δημοκρατία» και «114». Το πλήθος στρεφόταν τόσο κατά της κυβέρνησης Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα όσο και κατά του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄, σε μια στιγμή που η πολιτική κρίση είχε ήδη οδηγήσει σε γενικευμένη αναταραχή:

»Ο νεκρός Πέτρουλας είναι ο φόρος αίματος, τον οποίον προσέφερε διά μίαν ακόμη φοράν ο φοιτητικός κόσμος της χώρας εις τους αγώνας του διά την Δημοκρατίαν και την ομαλότητα. Άλλο ένα σύμβολο της σπουδαζούσης νεολαίας εις την πάλην της εναντίον του ολοκληρωτισμού και του σκοταδισμού».

Ιάκωβος Κουμής & Σταματίνα Κανελλοπούλου (1980)

Στις 16 Νοεμβρίου 1980, κατά την πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου, ο 26χρονος φοιτητής κυπριακής καταγωγής Ιάκωβος Κουμής και η 21χρονη εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου τραυματίστηκαν θανάσιμα στο κέντρο της Αθήνας.

Και οι δύο βρέθηκαν στο σημείο όπου σημειώθηκαν εκτεταμένα επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων των ΜΑΤ. Οι τότε δημοσιογραφικές αναφορές περιέγραφαν σοβαρά χτυπήματα στο κεφάλι και χρήση υπέρμετρης βίας, ενώ η δημόσια συζήτηση είχε στραφεί άμεσα στις πρακτικές της αστυνομίας εκείνης της περιόδου.

Παρά τις μηνύσεις των οικογενειών και την πολύμηνη ανακριτική διαδικασία, οι έρευνες δεν κατέληξαν στον εντοπισμό των δραστών.

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 25ης Νοεμβρίου 1980 έγραφε χαρακτηριστικά:

«Άγνωστοι είναι, κατά την Αστυνομία, οι δράστες του θανάσιμου τραυματισμού της Σταματίνας Κανελλοπούλου […]

»Σύμφωνα με ακριβείς πληροφορίες, η Αστυνομία φέρεται ν’ αγνοεί ακόμη και την ιδιότητα των δραστών της κακοποιήσεως της 20χρονης εργάτριας γεγονός – που σημαίνει ότι, κατά τους προανακριτές, την άτυχη κοπέλα είναι πιθανόν να τραυμάτισαν αστυνομικοί, διαδηλωτές ή να έπεσε θύμα ατυχήματος! […]

»Για τον θάνατο του Κύπριου Ιάκωβου Κουμή, που υπέκυψε στα τραύματά του ύστερα από πολυήμερη παραμονή του σε κατάσταση «κλινικά νεκρού», δεν υποβλήθηκε δικογραφία.

»Τόσο αναφορικά με το θάνατο του Κουμή όσο και της Κανελλοπούλου, η αστυνομική προανάκριση δεν έχει εντοπίσει τους υπευθύνους. Ειδικότερα στην περίπτωση της κοπέλας, η προανάκριση λέγει ότι ή μαρτυρία του μοναδικού αυτόπτη, Κων. Βαρδαδούκα, που μιλά για δράστες αστυνομικούς, δεν επιβεβαιώνεται.

»Αντίθετα, από τη δικογραφία προκύπτουν ευθύνες για αρχιφύλα που ήταν επικεφαλής ομάδας αστυνομικών στην οδό Στουρνάρα και πυροβόλησε εναντίον σπουδαστών. Κατά την αστυνομική εκδοχή, ο αρχιφύλακας έκανε χρήση του υπηρεσιακού του περιστρόφου βρισκόμενος σε κατάσταση κινδύνου, λιθοβολούμενος από διαδηλωτές».

Η δικαστική διερεύνηση κράτησε πάνω από ενάμιση χρόνο και ολοκληρώθηκε χωρίς σαφή απόδοση ευθυνών για τους δύο θανάτους, ενώ οι ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν τελικά περιορίστηκαν σε ελάχιστες περιπτώσεις και χωρίς αποτέλεσμα.

“Δεν βρέθηκαν οι ένοχοι των δύο φόνων στην πορεία”

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 19ης Μαΐου 1982 γράφει μετά την ολοκλήρωση των ερευνών:

«Μετά από ενάμιση χρόνο τακτικής ανακρίσεως, ολοκληρώθηκε η δικαστική διερεύνηση, για τα αιματηρά γεγονότα της 16 Νοεμβρίου 1980, επετείου του “Πολυτεχνείου”, χωρίς να βρεθούν οι δράστες δυο φόνων και δεκάδων τραυματισμών […]

»Οι αστυνομικές Αρχές σύμφωνα με πληροφορίες έδειξαν απροθυμία να βοηθήσουν το ανακριτικό έργο και δεν έδωσαν ακριβώς τα στοιχεία που τους ζητήθηκαν. Στο ερώτημα π.χ. ποιοι αστυνομικοί έδρασαν στο συγκεκριμένο σημείο που έπεσε νεκρή ή Κανελλοπούλου σε συγκεκριμένο χρόνο, η απάντηση ήταν 300 ονόματα αστυνομικών 10 διμοιριών. Αοριστία χαρακτηρίζει και τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων για τα όπλα, που χρησιμοποιήθηκαν και υπάρχουν αντιφάσεις στις διατυπώσεις και τα στοιχεία των αναφορών.

»Σε δυο βδομάδες περίπου η δικογραφία που σχηματίστηκε θα διαβιβαστεί στην εισαγγελία. Για τους τρεις κατηγορούμενους αστυνομικούς δεν αποκλείεται να αλλάξει η κατηγορία, να γίνει πλημμέλημα και αν δεν αθωωθούν να γλιτώσουν με μερικούς μήνες φυλακή».

Οι εκτιμήσεις της εποχής για υποβάθμιση των κατηγοριών, τελικά επιβεβαιώθηκαν. Κανείς δεν καταδικάστηκε, η δικογραφία κατέληξε στο αρχείο και οι θάνατοι του Κουμή και της Κανελλοπούλου παραμένουν έως σήμερα χαρακτηριστικό παράδειγμα ατιμωρησίας.

Καλτεζάς Μιχάλης (1985)

Επέτειος Πολυτεχνείου, 17 Νοεμβρίου 1985. Στα Εξάρχεια σημειώνονται επεισόδια ανάμεσα σε νεολαίους και αστυνομικούς. Στη διάρκεια της έντασης, ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς δέχεται σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού από τον ειδικό φρουρό Αθανάσιο Μελίστα.

«TΑ ΝΕΑ», 18.11.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η υπόθεση άνοιξε μία από τις πιο χαρακτηριστικές συγκρούσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου γύρω από την αστυνομική βία, ενώ η δίκη που ακολούθησε αποτύπωσε το χάσμα ανάμεσα στην κοινωνική οργή και τη δικαστική αντιμετώπιση.

Μόλις μία εβδομάδα μετά τον πυροβολισμό της 17ης Νοεμβρίου 1985, η Τζ. Κοντραρου και ο Αντ. Σκυλλάκος παρουσιάζουν στα «ΝΕΑ» της 25ης Νοεμβρίου 1985, ένα εκτενές ρεπορτάζ με τίτλο «Δεν προφυλακίζονται αστυνομικοί που σκοτώνουν – Μόνο ένας από τους έξι που πυροβόλησαν πολίτες βρίσκεται στη φυλακή», αναδεικνύοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο αντιμετωπίστηκε εξαρχής ο Μελίστας, ένα περιβάλλον όπου η μη προφυλάκιση θεωρούνταν «ο κανόνας» και όχι η εξαίρεση:

«Η αποφυλάκιση του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, ο οποίος, το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου, πυροβόλησε και σκότωσε τον 15χρονο Μιχάλη Καλτέζα, κανονικά, δεν πρέπει να θεωρείται έκπληξη. Το αντίθετο μάλιστα! Έκπληξη, για όποιον ανατρέξει στα αρχεία των εφημερίδων και εντοπίσει ανάλογες περιπτώσεις, θα αποτελούσε, η προφυλάκισή του και – αργότερα – η καταδίκη του.

»Κανείς αστυνομικός, από εκείνους, που τα τελευταία δύο χρόνια, πυροβόλησαν και σκότωσαν ή τραυμάτισαν πολίτες, δεν είναι αυτήν τη στιγμή προφυλακισμένος!

»Και αν ψάξει κανείς και μερικά χρόνια παραπάνω, θα δυσκολευτεί πολύ, να βρει δικαστήρια που δίκασαν τέτοιους αστυνομικούς».

Η ατιμωρησία

Το ρεπορτάζ περιλαμβάνει την ανάλυση υποθέσεων όπου αστυνομικοί πυροβολούσαν, τραυμάτιζαν ή σκότωναν πολίτες, από έφηβους μέχρι υπόπτους ή περαστικούς, χωρίς αντίστοιχα να ενεργοποιείται η ποινική Δικαιοσύνη.

«TΑ ΝΕΑ», 25.11.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Υποθέσεις, όπως του Αρμάου, του Καλαφατά και του Κοντοπίδη, αλλά και οι θανατηφόροι πυροβολισμοί σε Σινιώρο, Μπουλ και Τέιλορ, όπως και παλαιότερες περιπτώσεις του Κεχαΐδη, του Γκουλιόβα ή του Σπυρόπουλου, κατέληγαν σε αργές διαδικασίες χωρίς ουσιαστική δικαστική κατάληξη, καθιστώντας ξεκάθαρο πως το πρόβλημα δεν ήταν μεμονωμένο αλλά δομικό:

«Τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζα, ακολούθησαν, για πρώτη φορά μετά από τέτοιο γεγονός, καταλήψεις, δηλώσεις του Πρωθυπουργού, παραιτήσεις δύο υπουργών – που δεν έγιναν αποδεκτές – απομάκρυνση της ηγεσίας της Αστυνομίας, 42 συλλήψεις και προσαγωγές στον εισαγγελέα, δεκάδες τραυματισμοί και υλικές ζημιές στο κέντρο της Αθήνας – κατά τη διάρκεια οδομαχιών ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων  δραχμών.

»Όλα αυτά τα γεγονότα, δημιουργούν ένα μεγάλο ερώτημα: Μήπως θα έπρεπε, η Δικαιοσύνη, να δείξει επιτέλους μεγαλύτερη ευαισθησία, ώστε αυτές οι υποθέσεις να φτάσουν, παίρνοντας το χαρακτηρισμό “επείγουσες”, στο ακροατήριο;»

Πρωτόδικη απόφαση – Καταδίκη σε 2 χρόνια με αναστολή

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον φτάνουμε, τρία χρόνια αργότερα, στην πρωτόδικη απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1988.

Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο καταδικάζει τον Μελίστα σε δύο χρόνια φυλάκιση με αναστολή για «ανθρωποκτονία από πρόθεση εν βρασμώ ψυχικής ορμής».

Ο Κώστας Μπακατσέλος γράφει στα «ΝΕΑ», της 24ης Σεπτεμβρίου 1988:

«Ο Μελίστας, ο οποίος στις 17 προς 18 Νοέμβρη 1985 αφαίρεσε με το υπηρεσιακό του περίστροφο τη ζωή του ανήλικου, δεν έχει μπει ούτε μια ημέρα στη φυλακή και δεν θα μπει ούτε τώρα, καθώς το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο αποφάσισε να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η έφεση που θα ασκήσει ο καταδικασθείς αστυφύλακας.

»Ο Αθ. Μελίστας, “κηρύχθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση, την οποία (ανθρωποκτονία) αποφάσισε και τέλεσε σε βρασμό ψυχικής ορμής, αφού προκλήθηκε από υπερβολική οργή και αγανάκτηση από την απρόκλητη επίθεση που δέχθηκε, καθ’ υπερβαση όμως, των ορίων άμυνας, δοθέντος ότι ήταν δυνατόν να αποκρούσει την επίθεση με ηπιότερα μέσα”.

«TΑ ΝΕΑ», 24.9.1988, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Η απόφαση του δικαστηρίου έγινε δεκτή με φωνές χαράς από το ακροατήριο, το οποίο στην πλειοψηφία του αποτελείτο από αστυνομικούς εν στολή, αλλά και με πολιτική περιβολή […]

»Αμέσως μετά την απόφαση, η μητέρα του αδικοχαμένου Μιχάλη Καλτεζά, δήλωσε:

“Το δηλώνω και θέλω να γραφεί, ότι αν όλοι οι αστυνομικοί, που είναι ταγμένοι να προστατεύουν και να φυλάσσουν τους πολίτες, είναι σαν κι αυτόν αλλά και αυτούς που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο και τους είδατε, τότε αλίμονο. Μετά την απόφαση, ας προβληματισθεί τουλάχιστον η πολιτεία”».

Απόφαση Εφετείου – Αθώωση Μελίστα

Η υπόθεση κορυφώνεται τον Ιανουάριο του 1990, όταν το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση.

Στα «ΤΑ ΝΕΑ» της 17ης Ιανουαρίου 1990 η Μίνα Μουστάκα μεταφέρει το κλίμα από τη δικαστική αίθουσα:

«Mε ευθεία βολή στο πίσω μέρος του κεφαλιού και σε απόσταση μεγαλύτερη από το μισό μέτρο σκοτώθηκε ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς, το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1985.

»Το συμπέρασμα αυτό διατύπωσε με μεγάλη σιγουριά ο ιατροδικαστής κ. Χρήστος Λευκίδης, που κατέθεσε χθες στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο, δεύτερη μέρα της δίκης του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα.

»Ο κ. Λευκίδης θεωρείται ότι είναι «μάρτυρας – κλειδί» για την εκδικαζόμενη υπόθεση, αφού είναι και το μοναδικό άτομο που διαλεύκανε τον τρόπο με τον οποίο χτυπήθηκε ο 15χρονος Καλτεζάς. Μέχρι και ένα… κρανίο προσκόμισε χθες στη δικαστική αίθουσα για να αποδείξει και να πείσει δικαστές και ενόρκους, ότι η θανατηφόρος σφαίρα που έπληξε τον Μιχ. Καλτεζά μπήκε από το πίσω αριστερό μέρος του κεφαλιού του και βγήκε από εμπρός και δεξιά».

Παρά το επιβαρυντικό αυτό υλικό και τη διαπίστωση ότι ο θάνατος ήταν ακαριαίος από μολύβδινη βολίδα 38αριού, λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Μελίστας αθωώνεται πλήρως.

Η τελική αυτή απόφαση ολοκληρώνει μια πορεία που είχε ήδη διαμορφωθεί από την πρώτη στιγμή, από την άμεση αποφυλάκιση του 1985 μέχρι την «τυπική» καταδίκη του 1988 και την πλήρη αθώωση του 1990.