Όταν στις αρχές Αυγούστου 1964 η Τουρκία βομβάρδισε με ναπάλμ την Τηλλυρία της Κύπρου, ως ασύμμετρη απάντηση στις διακοινοτικές συγκρούσεις της Μανσούρας, μεγάλο μέρος της ελληνοκυπριακής κοινωνίας πραγματοποίησε μια θεαματική στροφή προς ανατολάς. Σχεδόν σύσσωμος ο Τύπος καλούσε τον Πρόεδρο Μακάριο να εγκαταλείψει το δυτικό πλαίσιο και να προσδεθεί στη Μόσχα.

Ο ίδιος άλλωστε λίγους μήνες πριν, τα Χριστούγεννα του 1963, είχε ζητήσει για πρώτη φορά επισήμως τη συνδρομή της Σοβιετικής Ένωσης προκειμένου να αποφευχθεί η λεγόμενη «νατοποίηση» του νησιού. Το τραύμα εκείνου του καλοκαιριού ήταν πολύ βαθύ. Σημάδεψε για χρόνια τους Ελληνοκύπριους: Ήταν αδύνατο μια χώρα- μέλος του ΝΑΤΟ, σύμμαχος με την Ελλάδα και παρούσα στρατιωτικά στην Κύπρο κατόπιν των Συμφωνιών Ζυρίχης- Λονδίνου, να «καίει» με αμερικανικές βόμβες δεκάδες αμάχους.

Ο βομβαρδισμός της Μανσούρας ήταν ένα από τα κομβικά σημεία για τις μετέπειτα εξελίξεις στο Κυπριακό. Αποτέλεσε, επίσης, την καλύτερη αφορμή για την ενεργότερη ανάμιξη της Μόσχας στο νησί, έως τότε προς την κατεύθυνση ενίσχυσης του καθεστώτος ανεξαρτησίας και κόντρα στη μεγέθυνση της δυτικής επιρροής, κυρίαρχης στο νησί δια τεσσάρων παραγόντων: Των εγγυητριών δυνάμεων Ελλάδας- Τουρκίας και Μεγάλης Βρετανίας, όλες χώρες- μέλη του ΝΑΤΟ, φυσικά υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με τη ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου, πρωθυπουργού στα χρόνια 1963- 65, αυτό που έπρεπε να αποφευχθεί ήταν «η μετατροπή της Κύπρου σε Κούβα της Μεσογείου». Αυτός ήταν, σύμφωνα με τη Δύση, ο στόχος της στροφής του Μακαρίου προς τη Σοβιετική Ένωση.

Η Μόσχα δεν άργησε να τα βρει και με τους Τούρκους, με αποτέλεσμα από το 1965 και μετά να προωθεί στην Κύπρο τη λεγόμενη λύση της «ομοσπονδίας». Παρόλα αυτά οι σχέσεις με τον Μακάριο ρίζωναν όλο και πιο βαθιά- σε αυτό άλλωστε συνέβαλε και η ισχυρή παρουσία στο νησί του κομμουνιστικού κόμματος, του ΑΚΕΛ.

Ο Αρχιεπίσκοπος επιχείρησε τουλάχιστον τρεις φορές να εξασφαλίσει οπλισμό από τη Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της, προκαλώντας βαθιά κρίση στις σχέσεις με την Αθήνα, η οποία από τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας τον υπονόμευε συνειδητά, απεργαζόμενη την ανατροπή αν όχι την εξόντωσή του.

Όσο γίνονταν αυτά, η σοβιετική επιρροή στην Κύπρο αυξανόταν, τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και στην κοινωνία. Επιρροή που ήταν εντόνως διακριτή έως και προσφάτως, όταν δηλαδή ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ο στόχος της Μόσχας παρέμενε διαχρονικά ίδιος: Να μην κυλήσει το νησί σε αμιγώς νατοϊκή αρχικά, δυτική στη συνέχεια σφαίρα. Η Σοβιετική Ένωση ακολούθησε ουσιαστικά την κλασσική και δοκιμασμένη, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, στρατηγική της. Να παρεμβαίνει τόσο- όσο: Ούτε ανατρεπτικά, ούτε όμως αφήνοντας όλο τον ζωτικό χώρο στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους της.

Σε πολλούς η πρακτική θύμιζε την αντίστοιχη του Δεκεμβρίου 1944 στη Μάχη της Αθήνας και αργότερα στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο 1946- 1949. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, οι Σοβιετικοί καταδίκασαν το πραξικόπημα του Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου («αμερικανοκινούμενη» ήταν ούτως ή άλλως η χούντα), ενώ υπερψήφισαν αργότερα όλες τις καίριες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, είτε αυτές αφορούσαν την παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Κύπρου από την τουρκική εισβολή, είτε την αποσχιστική ενέργεια ανακήρυξης του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα του νησιού. Ομοίως είχαν πράξει και το 1964, μετά την απόσυρση των Τουρκοκύπριων μελών από το Υπουργικό Συμβούλιο (τη λεγόμενη και «ανταρσία») αναγνωρίζοντας ως μοναδική νόμιμη αρχή στην Κύπρο την κυβέρνηση και τον Πρόεδρο Μακάριο.

Αυτά και ακόμα περισσότερα φαίνεται ότι θέλουν να ξεχάσουν στη Μόσχα εξ ου και ακολουθούν την οδό της επιλεκτικής μνήμης. Ουδείς μπορεί να αρνηθεί τις σαφείς ευθύνες και του ΝΑΤΟ για τις εξελίξεις στην Κύπρο- για την ανάδειξη αυτών αλλά και συνολικά των παραμέτρων του Κυπριακού Ζητήματος εργάζονται άοκνα εδώ και δεκαετίες εκατοντάδες ιστορικοί.

Η παρέμβαση της Ζαχάροβα

Αντιθέτως, η παρέμβαση της εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας Μαρίας Ζαχάροβα είναι αν μη τι άλλο ανιστόρητη, καθώς βρίθει και πραγματολογικών λαθών.

Πρώτον, το 1974 δεν υπήρχαν διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο. Αυτό που υπήρξε ήταν ένα προδοτικό πραξικόπημα, το οποίο ως επιστέγασμα των παραβλέψεων, των λαθών και της αντιπαράθεσης Αθήνας- Λευκωσίας σε βάθος δεκαετίας, άνοιξε την πόρτα στην τουρκική εισβολή.

Δεύτερον, το 1974 δεν καταγράφηκε απόπειρα προσάρτησης της Κύπρου από την Ελλάδα. Η λέξη «Ένωση» δεν ακούστηκε ούτε μία φορά μεταξύ της 15ης και της 20ης Ιουλίου 1974.

Τρίτον, η Συμφωνία του Ελσίνκι, την οποία επικαλείται η κ. Ζαχάροβα υπογράφθηκε το 1975 μετά δηλαδή το πραξικόπημα και την εισβολή.

Τέταρτον και κυριότερο, η Ελλάδα έχει αναλάβει την ευθύνη για το πραξικόπημα, φέρει έως σήμερα όχι μόνο το τραύμα της εισβολής, αλλά και αυτό της διάρρηξης των ελληνοκυπριακών σχέσεων. Αποτελεί έτσι διπλωματικό ατόπημα να κατηγορείται εν έτει 2025 για αυτά που έπραξε ένα απονομιμοποιημένο στρατιωτικό καθεστώς 51 χρόνια πριν.

Όσο δε για την κυριαρχία, η Ρωσία φαίνεται να ξεχνά ότι το Κυπριακό σήμερα είναι ένα διεθνές ζήτημα παράνομης εισβολής και κατοχής, μια κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με το 37% του εδάφους να παραμένει υπό κατοχή από 40.000 Τούρκους στρατιώτες. Και με εκατοντάδες Ελληνοκύπριους να καταχωρούνται ακόμα σήμερα ως «αγνοούμενοι».

Όσο και αν η Μόσχα θέλει να ενοχλήσει την Αθήνα, τασσόμενη ουσιαστικά πλάι στις τουρκικές θέσεις, αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η χρήση και η εργαλειοποίηση της Ιστορίας αποτελούσε ανέκαθεν μια ολισθηρή και επικίνδυνη πρακτική. Όπως, όμως, αποδείχθηκε και από τα ρωσικά επιχειρήματα για την αιτιολόγηση της εισβολής στην Ουκρανία, οι παλιές συνήθειες δεν αλλάζουν.