Στη δήλωση της παραίτησης του χθες, από το αξίωμα του πρωθυπουργού της Γαλλίας μετά από μόλις 27 μέρες, ο Σεμπαστιέν Λεκορνί, ανέφερε ότι το έργο του σχηματισμού κυβέρνησης θα είχε επιτύχει, αν ορισμένοι – εννοώντας τα γαλλικά κόμματα, τους αρχηγούς και τους βουλευτές τους- είχαν παραμερίσει τα “εγώ” τους. Η διαπίστωσή του είναι σωστή μόνον που σε αυτούς που έπρεπε να έχουν καθυποτάξει το “εγώ” τους, είναι πρωτίστως ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν.

Όταν το βράδυ των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου 2024, ο Μακρόν ανακοίνωσε ότι προκηρύσσει πρόωρες βουλευτικές εκλογές, επειδή το κεντρώο κόμμα του, το οποίο κυβερνούσε ως κυβέρνηση μειοψηφίας σε συνασπισμό με τη γαλλική Δεξιά από το 2022, καθώς ήλθε δεύτερο με 14,6% πίσω από την Ακροδεξιά που θριάμβευσε με 31,6%, διέπραξε το πρώτο από μια σειρά πολιτικών λαθών.

Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2024 είχαν ως αποτέλεσμα η γαλλική Εθνοσυνέλευση να χωριστεί σε τρία μπλοκ: στο αριστερό-κεντροαριστερό (συνασπισμός τεσσάρων κομμάτων με την ονομασία Νέο Λαϊκό Μέτωπο), το κεντρώο του Μακρόν, και το ακροδεξιό, της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν. Κανένα από τα τρία μπλοκ δεν εξασφάλιζε αυτοδυναμία και οι προοπτικές συνεργασίας μεταξύ τους ήταν ανύπαρκτες, παρότι τα προβλήματα της Γαλλίας ήταν πιεστικά: το διογκωμένο δημόσιο χρέος έπρεπε να περιοριστεί, η φορολογική μεταρρύθμιση να προχωρήσει, και οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα, οι οποίες είχαν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στη γαλλική κοινωνία, να εφαρμοστούν.

Η σύντομη θητεία του Μπαρνιέ και ο μη συναινετικός Μπαϊρού

Ο Μακρόν έδειχνε αισιόδοξος. Μεσολάβησαν όμως οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Παρισιού και ο σχηματισμός κυβέρνησης «τρέναρε». Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο γάλλος πρόεδρος προχώρησε στο δεύτερο σφάλμα του: ανέθεσε τη δημιουργία κυβέρνησης στον πρώην επίτροπο της Γαλλίας, τον Μισέλ Μπαρνιέ, πολιτικό του δεξιού κόμματος Les Republicains (η παλιά γκωλική Δεξιά). Η κυβέρνηση Μπαρνιέ δεν άντεξε ούτε τρεις μήνες.

Τον Μπαρνιέ διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία, ο Φρανσουά Μπαϊρού, του μικρού κεντρώου κόμματος Modem (που είχε λάβει μόλις 5% στις βουλευτικές εκλογές) που στηρίζει τον Μακρόν. Η επιλογή Μπαϊρού ήταν το τρίτο σφάλμα του Μακρόν: αντί να επιχειρήσει άνοιγμα στον κεντροαριστερό συνασπισμό, ο οποίος είχε εξασφαλίσει τον μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών στην Εθνοσυνέλευση (182 έδρες επί συνόλου 577), επέλεξε να αναθέσει τον σχηματισμό κυβέρνησης κατ’ αρχάς, σε έναν δεξιό πολιτικό παλαιάς κοπής, του οποίου το κόμμα είχε έλθει τέταρτο στις βουλευτικές εκλογές, και στη συνέχεια, στον κεντροδεξιό Μπαϊρού, την αιώνια «χρυσή εφεδρία» της γαλλικής πολιτικής, ο οποίος προσέβλεπε στη συναίνεση της αντιπολίτευσης.

Όμως ο Μπαϊρού δεν απεδείχθη συναινετικός καθώς οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε, θεωρήθηκαν υπερβολικές (περικοπές ύψους 43,8 δισεκατομμυρίων ευρώ) και ο ίδιος ήταν ελάχιστα δημοφιλής. Στις 8 Σεπτεμβρίου, ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης στην Εθνοσυνέλευση. Η κυβέρνηση Μπαϊρού καταψηφίστηκε όχι μόνον από την αντιπολίτευση αλλά και από 13 βουλευτές της Δεξιάς που τη στήριζε.

Η «αυτοκρατορική προεδρία» του Μακρόν και ο Λεκορνί

Ούτε όμως και μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού, ο Μακρόν άφησε κατά μέρος το «εγώ» του. Ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Σεμπαστιέν Λεκορνί, υπουργό Άμυνας, πολιτικό χαμηλών τόνων, προερχόμενο επίσης από τη Δεξιά, του οποίου το βασικό προτέρημα ήταν η απόλυτη αφοσίωσή του στον πρόεδρο της Γαλλίας, δικαιώνοντας όλους όσοι επέκριναν τον Μακρόν ότι ασκεί «αυτοκρατορική προεδρία». Ήταν χαρακτηριστική η αποστροφή του Γκαμπριέλ Ατάλ, πρώην πρωθυπουργού του Μακρόν (Ιανουάριος 2024- Ιούλιος 2024), ο οποίος είπε χθες στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του TF1, ότι όπως “πολλοί Γάλλοι, δεν αντιλαμβάνομαι πλέον τις αποφάσεις του προέδρου”.

Όσο για τον Λεκορνί, ήταν πολύ λίγες οι πιθανότητες να πετύχει στο έργο του. Και όταν προέβη στην κίνηση καλής θέλησης, διαβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται, όπως προηγούμενοι πρωθυπουργοί του Μακρόν, να προσφύγει στο άρθρο 49.3 του γαλλικού συντάγματος -το οποίο προβλέπει ότι νομοσχέδια μπορούν να υιοθετηθούν χωρίς να τεθούν σε ψηφοφορία στη Βουλή-, δεν έπεισε: η κίνηση αυτή ήλθε αργά.

Ο Λεκορνί ήθελε να επιτύχει, μέσω της “ρήξης” με το παρελθόν, να φανεί δηλαδή, λιγότερο “μακρονικός” από τους “μακρονικούς” όμως δεν το κατόρθωσε. Οι Γάλλοι Σοσιαλιστές που ήταν οι πιθανότεροι να δώσουν τη στήριξή τους στην κυβέρνησή του, υπαναχώρησαν διότι δεν έλαβαν καμία διαβεβαίωση ότι η κυβέρνηση θα υιοθετούσε ορισμένες από τις βασικές τους πολιτικές θέσεις όπως για παράδειγμα, τη φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων (ο πολυσυζητημένος φόρος Ζουκμάν, από το όνομα του επιφανούς οικονομολόγου που τον εμπνεύστηκε).

Η Γαλλία σε μείζονα πολιτική κρίση

Η προεδρική θητεία του Μακρόν λήγει την άνοιξη του 2027 και ο ίδιος δεν έχει δικαίωμα επανεκλογής. Όμως τα σφάλματα του κοστίζουν ακριβά στη Γαλλία. Η χώρα βυθίζεται σε μείζονα πολιτική κρίση, και ενώ οι διεθνείς συνθήκες είναι εξαιρετικά δύσκολες: με τον αυταρχικό ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν να μην υποχωρεί στο Ουκρανικό και να εκφοβίζει την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, και τον επίσης αυταρχικό, αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, να απομακρύνει τις ΗΠΑ από την Ευρώπη, τιμωρώντας την με επιβολή δασμών.

Η άρση του πολιτικού αδιεξόδου στη Γαλλία επείγει: δεν αφορά μόνον την Γαλλία, αλλά την Ευρώπη και τη δυνατότητά της να σταθεί στο ύψος των ομολογουμένως δύσκολων, περιστάσεων.