Υπάρχουν πολλά άξια σχολιασμού στην αεροπορική επιδρομή του Ισραήλ στη Ντόχα του Κατάρ, με στόχο ηγετικά στελέχη της παλαιστινιακής ισλαμιστικής οργάνωσης Χαμάς. Από την αντίληψη ασυλίας που διέπει το Τελ Αβίβ σε ό,τι αφορά τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε εδάφη τρίτων χωρών έως την προσβολή στην ίδια την έννοια της διπλωματίας.
Υπάρχουν ωστόσο, ακόμη και σε τόσο υπερεθνικές καταστάσεις, και οι προσωπικές διαστάσεις. Μια τέτοια περίπτωση, ικανή να συνοψίσει την πορεία της Χαμάς και της σχέσης της με το ισραηλινό κράτος, είναι αυτή του Χαλέντ Μασάλ.
Δηλητηριώδεις πρωτοβουλίες
Όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές παρέμενε ασαφές κατά πόσον ο 69χρονος Μασάλ – που την τελευταία 25ετία αποτελεί μέλος του ηγετικού πυρήνα της Χαμάς και θεωρείται επικεφαλής του πολιτικού σκέλους της – είναι ζωντανός ή νεκρός. Η ισραηλινή πλευρά έκανε λόγο για εξόντωση της ηγετικής ομάδας της Χαμάς, μεταξύ των οποίων ο Μασάλ και ο έτερος ανώτατος αξιωματούχος της Χαμάς, Χαλίλ αλ-Χάγια. Η Χαμάς επιβεβαίωσε τον θάνατο έξι μελών της (ανάμεσά τους ο γιος του αλ-Χάγια), τονίζοντας όμως ότι Μασάλ και αλ-Χάγια επέζησαν, ενώ ισραηλινές πηγές που μίλησαν στο CNN έκαναν λόγο για «αμφιβολίες σχετικά με την επιτυχία του χτυπήματος».
Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που ο παλαιστίνιος ισλαμιστής ηγέτης κινείται στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Τον Σεπτέμβριο του 1997, η απόπειρα πρακτόρων της Μοσάντ να τον δολοφονήσουν στάθηκε αφορμή για τριπλό διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Καναδά, Ιορδανίας και Ισραήλ. Η επιχείρηση θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί κινηματογραφική σε όλα τα επίπεδα.
Αρχικά ως προς τον τρόπο εκτέλεσής της, αφού οι ισραηλινοί πράκτορες μπήκαν στην Ιορδανία με καναδικά διαβατήρια και προσπάθησαν να σκοτώσουν τον Μασάλ ενεργοποιώντας συσκευή έγχυσης δηλητηρίου στο αυτί του. Όταν έγιναν αντιληπτοί από σωματοφύλακες του ίδιου και παραδόθηκαν στις ιορδανικές αρχές, ο τότε βασιλιάς Χουσεΐν – φοβούμενος τη λαϊκή οργή σε περίπτωση θανάτου στελέχους της Χαμάς – απαίτησε από τον Μπενιαμίν Νετανιάχου (στην πρώτη πρωθυπουργική θητεία του) να παραδώσει το αντίδοτο με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των ισραηλινών πρακτόρων.
Το διπλωματικό θρίλερ δεν θα τελείωνε εκεί, καθώς θα απαιτούνταν η παρέμβαση του τότε αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον ώστε να καμφθεί η αντίσταση του Νετανιάχου.
Σχετικό δημοσίευμα του CNN εκείνη την περίοδο είναι ενδεικτικό του κλίματος αλλά και προφητικό της αδιάλλακτης ιδιοσυγκρασίας του Νετανιάχου. «Ο Νετανιάχου ήθελε τον Μασάλ νεκρό, αγνοώντας ακόμη και μέλη του υπουργικού του συμβουλίου αλλά και πρόταση της Χαμάς για δεκαετή παύση των εχθροπραξιών» ανέφερε το ρεπορτάζ, παραπέμποντας στον Κλίντον, ο οποίος φερόταν να δηλώνει σε συνεργάτη του για τον Νετανιάχου: «Δεν μπορώ να συνεννοηθώ με αυτόν τον άνθρωπο. Είναι απίστευτος».
Την ίδια γνώμη πιθανότατα είχαν και οι Καναδοί, που ανακάλεσαν τον πρέσβη τους στο Τελ Αβίβ, διαμαρτυρόμενοι για τη χρήση καναδικών εγγράφων στην απόπειρα.
Πολυτέλειες και εκκρεμότητες
Δύο χρόνια, η Ιορδανία απέπεμψε τον Μασάλ. Ακολούθησε η παραμονή του στο Κατάρ και στη Συρία, η επιστροφή του στη Γάζα (στο φόντο των εκλογών του 2006 που πιστοποίησαν την υπεροχή της Χαμάς) και η ομιλία του στην Τουρκία, σε συγκέντρωση του κυβερνώντος ΑΚΡ το 2015, η οποία είχε θορυβήσει την Ουάσιγκτον εξαιτίας των ισχυρών δεσμών μεταξύ των δύο πολιτικών οργανώσεων.
Στη διάρκεια όλων αυτών των ετών, ο Μασάλ θα βρίσκονταν στο στόχαστρο των ισραηλινών αρχών, με τις ευθείες απειλές ισραηλινών αξιωματούχων για τη φυσική του εξόντωση να διαδέχονται τα ρεπορτάζ για την πολυτελή ζωή που απολάμβανε στο Κατάρ και τις υπόνοιες ότι ο ίδιος και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της Χαμάς έχουν γίνει δισεκατομμυριούχοι, υφαρπάζοντας τα χρήματα της ανθρωπιστικής βοήθειας που είχε αρχικό προορισμό τη Λωρίδα της Γάζας και τους κατοίκους της.
Μια επιστροφή στο ίδιο δημοσίευμα του 1997 του CNN αρκεί για να δείξει πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος μας σήμερα. «Παρά τις εντάσεις, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι είναι πρόθυμοι να παραστούν σε απευθείας συνομιλίες τη Δευτέρα» ανέφερε το αμερικανικό δίκτυο, σε μια εύγλωττη αντίθεση προς τα σημερινά όρια της ισραηλινής ισχύος αφενός, και την πρόθεση του Λευκού Οίκου να επέμβει αφετέρου.






