Σε μια εποχή που η ποπ κουλτούρα λειτουργεί σαν φασόν βιομηχανία ταυτοτήτων, η Kylie Minogue είναι το σπάνιο εκείνο παράδοξο της καλλιτέχνιδας που έχει υιοθετήσει πολλούς διαφορετικούς ρόλους, χωρίς να καθηλωθεί σε κανένα. Πριν λίγες εβδομάδες, το εμβληματικό «Spinning Around»  έκλεισε τα 25.

Το κομμάτι σηματοδοτούσε την επιστροφή της στη μουσική αλλά ήταν ταυτόχρονα και μια τελετή μουσικής ενηλικίωσης. Το «Spinning Around» ήταν ένας κυκλικός χορός γύρω από την ίδια την ουσία της. Μια Kylie που επιτέλους δεν προσπαθούσε να γίνει κάτι, απλώς ήταν.

Και τώρα, το 2025, ίσως ήρθε η στιγμή να ξανακοιτάξουμε πέρα από την επιφάνεια. Να πάψουμε να τη βλέπουμε μόνο σαν μια λαμπερή ποπ φιγούρα ή σαν μια ανάμνηση μιας εποχής που όλοι θέλουμε να παγώσουμε σε βιντεοκλίπ και ξέγνοιαστα ρεφρέν. Η Kylie είναι κάτι πιο σύνθετο: μια γυναίκα που επιβίωσε μέσα από προσωπικές και καλλιτεχνικές καταιγίδες και ξαναβρήκε τη φωνή της σε μια εποχή που λίγες τολμούν να κάνουν βήματα πέρα από τα καθιερωμένα. Μια επιβλητική παρουσία που δεν έχασε ποτέ την ουσία της, παρά τις φορές που η μουσική βιομηχανία και ο κόσμος προσπάθησαν να τη βάλουν σε καλούπια.

Ritzau Scanpix/Helle Arensbak via REUTERS

Πριν ανεβεί λοιπόν στη σκηνή του Release Athens Festival στην Πλατεία Νερού, ας κάνουμε λίγο χώρο, όχι μόνο για την Kylie που ξέρουμε αλλά και για εκείνη που δεν γνωρίζαμε. Την Kylie των υπόγειων set, των θλιμμένων στίχων, της υπαρξιακής ποπ. Την Kylie που δεν ανήκει πια στη μουσική βιομηχανία, αλλά στον εαυτό της.

Από το «Neighbours» στη διεθνή σκηνή: Η Kylie πριν γίνει είδωλο

Το 1986 η δεκαοχτάχρονη Kylie Minogue ήταν απλώς η «κόρη της οικογένειας Ramsay» στη μακροβιότερη Αυστραλιανή σαπουνόπερα, «Neighbours». Η δημοτικότητά της στην τηλεόραση ήταν τέτοια που το πέρασμά της στο τραγούδι το 1987 με το «Locomotion» ήρθε φυσικά, σχεδόν σαν κοινωνική απαίτηση.

Η επιτυχία του single την έφερε στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 1987 για να συνεργαστεί με το παραγωγικό τρίο Stock-Aitken-Waterman. Εκείνοι δεν είχαν ιδέα ότι η Minogue ήταν από τα μεγαλύτερα ονόματα στην Αυστραλία κι έτσι τη ξέχασαν και την άφησαν να περιμένει έξω από το στούντιο.

Όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν ετοιμάσει κανένα τραγούδι για να ηχογραφήσει, έγραψαν κι ηχογράφησαν το «I Should Be So Lucky» μέσα σε 40 λεπτά. Το τραγούδι θα έφτανε στην κορυφή των charts σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Φινλανδία, Αυστραλία και αλλού. Κι όμως, η Kylie χρειάστηκε πειθώ για να ξαναδουλέψει μαζί τους, αφού είχε νιώσει πως στην πρώτη τους συνάντηση την είχαν υποτιμήσει. Οι ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν το 1988 μεταξύ Λονδίνου και Μελβούρνης (όπου γύριζε τα τελευταία της επεισόδια για το «Neighbours») και το τρίο τελικά ανέλαβε ολόκληρο το πρώτο της άλμπουμ.

Φωτό: AP Photo/David Parker

Το άλμπουμ «Kylie», κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1988 και παρέμεινε για περισσότερο από έναν χρόνο στα βρετανικά charts, ανακηρύσσοντάς το ως το πιο εμπορικό άλμπουμ της δεκαετίας του ’80 από γυναίκα καλλιτέχνιδα. Στην Αμερική έγινε χρυσό, ενώ το «Locomotion» έφτασε στο #3 του Billboard Hot 100. Το κοινό την αγάπησε για το κοριτσίστικο ύφος, την απλότητα και το χαμόγελο που δεν έμοιαζε ούτε κατασκευασμένο ούτε στρατηγικό. Τα πρώτα της άλμπουμ έσπασαν ρεκόρ, αλλά ήταν εγκλωβισμένα σε μια αισθητική ρηχότητας, σχεδόν παιδικής αφέλειας, κάτι που θα την καταδίωκε αργότερα.

Η σχέση με τον Michael Hutchence

Στις αρχές των ‘90s, η Kylie άρχισε να ξεφεύγει από την πλαστικοποιημένη bubblegum pop εκδοχή του εαυτού της.  Η σχέση της με τον Michael Hutchence, τον frontman των INXS, συζητήθηκε πολύ από τα μίντια, καθώς οι δυο τους έμοιαζαν εντελώς αντίθετοι: το «καλό κορίτσι» της Αυστραλίας και ο σκοτεινός ροκ σταρ.  Ο έρωτάς τους ήταν μεταμορφωτικός για την Kylie, σπρώχνοντάς την έξω από τα καλλιτεχνικά της όρια. Ο Hutchence, που ήταν 8 χρόνια μεγαλύτερός της, είδε σε εκείνη κάτι σκοτεινότερο, πιο βαθύ και ενήλικο από την εικόνα που της είχαν φορέσει και την ενθάρρυνε να το εξερευνήσει. Ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξη: «Δεν ξέρω τι έκανα σε αυτό το κορίτσι, αλλά ήταν κάτι βαθύ».

Η Kylie, που μέχρι τότε θεωρούνταν απλώς μια γλυκιά, χαμογελαστή ποπ περσόνα, άρχισε να ντύνεται, να μιλά και να τραγουδά με τρόπο που δεν χώραγε στην παλιά της εικόνα. Ήταν μαζί του όταν άρχισε να αποδομεί το παρελθόν της και να αναζητά μια πιο αυθεντική καλλιτεχνική ταυτότητα. Το 1994, με την αποχώρησή της από την PWL (την εταιρεία των Stock-Aitken-Waterman) και τη μεταγραφή της στη Deconstruction Records, ξεκίνησε μια πιο ηλεκτρονική, πειραματική περίοδος, με αισθητική που φλέρταρε με την ευρωπαϊκή κουλτούρα των clubs και την εναλλακτική ποπ.

Angel K: η μυστική ταυτότητα στην ηλεκτρονική σκηνή

Αρχές των ’90s και η Kylie εξαφανίζεται από το προσκήνιο, όχι για να ξεκουραστεί αλλά για να ξαναγεννηθεί. Υπό το ψευδώνυμο Angel K, τρύπωνε σχεδόν ανώνυμα σε DJ sets στο Λονδίνο, ηχογραφούσε trip hop και ambient demos σε υπόγεια στούντιο και συνεργαζόταν με παραγωγούς που είτε δεν ήξεραν ποια ήταν είτε επέλεγαν να ξεχάσουν. Ήταν μια Kylie ρευστή, απόκρυφη, σε φάση χρυσαλλίδας. Ένα πλάσμα που ήξερε πια τι δεν θέλει, αλλά όχι ακόμη πώς να το μεταφράσει σε νέα ταυτότητα.

Rob Grabowski/Invision/AP

Σε μια εποχή που οι γυναίκες στην ποπ σπάνια επιτρεπόταν να αποδομήσουν το παρελθόν τους χωρίς να τιμωρηθούν εμπορικά, η Kylie άρχισε να γράφει τη δική της εξαίρεση στον κανόνα. Η περσόνα της Angel K συμβόλιζε τον απογαλακτισμό από τον bubblegum ήχο με τον οποίο είχε ταυτιστεί.

Το πρώτο σημάδι της μετενσάρκωσης ήταν το Confide in Me (1994), ένα κομμάτι που, ακόμη και σήμερα, δεν μοιάζει με τίποτα άλλο στο ρεπερτόριό της. Μακριά από τις ποπ συμβάσεις, με παραγωγή που έγερνε προς Massive Attack και Leftfield αλλά και με επιρροές από τη Μέση Ανατολή και την Ινδία. Τα φωνητικά της στο συγκεκριμένο κομμάτι ήταν πολύ πιο απαιτητικά, γιαυτό και παρακολούθησε μαθήματα από μια σοπράνο στη Νότια Ζηλανδία. Τελικά, το πείραμα πέτυχε, φτάνοντας στην κορυφή των charts σε Αυστραλία, Ελλάδα, Τουρκία κι άλλες χώρες.

YouTube thumbnail

Nick Cave και το άγγιγμα του μακάβριου

Το 1995, η Kylie Minogue συνεργάζεται με τον Nick Cave στο «Where the Wild Roses Grow», μια σκοτεινή murder ballad για τον έρωτα, το θάνατο και την εμμονή. Ο Cave είχε εκφράσει από παλιά το ενδιαφέρον του να δουλέψει μαζί της, δηλώνοντας πως είχε μαγευτεί από το κομμάτι «Better the Devil You Know», το οποίο θεωρούσε πως έκρυβε «έναν από τους πιο βίαιους και σπαρακτικούς στίχους στην ποπ μουσική». Ήταν, όπως αργότερα θα πει, η «χαμηλόφωνη επιμονή της» που τον εντυπωσίαζε, «η λεπτότητα με την οποία διεκδικούσε χώρο χωρίς να φωνάζει».

Το αποτέλεσμα ήταν σοκαριστικό για την εποχή: μια σπαρακτική μπαλάντα με σκοτεινούς στίχους κι ένα βίντεο κλιπ εμπνευσμένο από τον πίνακα «Οφηλία» του John Everett Millais, όπου η Kylie εμφανίζεται ως πτώμα που επιπλέει στο νερό, ενώ ένα φίδι γλιστρά πάνω της. Το τραγούδι γνώρισε τεράστια επιτυχία, φτάνοντας στο νούμερο δύο στην Αυστραλία και στο Top 10 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Πάνω απ’ όλα όμως, το «Where the Wild Roses Grow» λειτουργεί ως σημείο καμπής, επαναπροσδιορίζοντας στο mainstream κεινό την εικόνα της Minogue. Δεν είναι πια η χαριτωμένη ηθοποιός του «Neighbours»Είναι μια γυναίκα που μπορεί να τραγουδήσει για φόνο, αγάπη και απώλεια.

Λίγο καιρό μετά, σε μια performance με τον Cave στο Royal Albert Hall, θα απαγγείλει τους στίχους του «I Should Be So Lucky» ως ποίηση. Ένα συμβολικό «αντίο» στην προηγούμενη εκδοχή της.

YouTube thumbnail

The Impossible Princess: το προσωπικό της μανιφέστο

Το 1997 η Kylie κυκλοφορεί το πιο προσωπικό και πιο παραγνωρισμένο άλμπουμ της, με τίτλο «Impossible Princess», οο οποίος είναι εμπνευσμένος από ένα βιβλίο της Leigh Bowery και ένα ποίημα του Billy Childish. Ο δίσκος απογυμνώνει τον μύθο.

Εδώ η Kylie γράφει σχεδόν όλους τους στίχους μόνη της, φέρνει στην επιφάνεια την υπαρξιακή αγωνία της, την ανάγκη να ορίσει η ίδια το σώμα, τη φωνή, τη γλώσσα της. Η σχέση της τότε με τον Γάλλο φωτογράφο Stéphane Sednaoui την ωθεί ακόμα πιο βαθιά στη δημιουργία. Μαζί, εμπνέονται από την ιαπωνική αισθητική και χτίζουν μια νέα οπτικοακουστική γλώσσα: μια Kylie που θυμίζει ταυτόχρονα γκεϊσά και ηρωίδα από manga, σε ένα αισθητικό μείγμα που αποτυπώνεται τόσο στις φωτογραφίες του άλμπουμ όσο και στο video clip για το “GBI (German Bold Italic)”, τη συνεργασία της με τον Towa Tei των Pizzicato Five.

Ηχητικά, το «Impossible Princess» ήταν ένα χαοτικό, όμορφο συνονθύλευμα dark pop, electronica και industrial. Επηρεασμένη από καλλιτέχνες όπως οι Björk, Tricky, Garbage, U2, αλλά και με J-pop (ιαπωνική ποπ) αναφορές, η Kylie πειραματίζεται με ηλεκτρονικούς ήχους, spoken word κι αναπάντεχες αλλαγές ρυθμού.

Συνεργάζεται με τα μέλη των Manic Street Preachers, γράφει στίχους που ακροβατούν ανάμεσα στο υπαρξιακό και το ερωτικό, και παραδίδει έναν δίσκο που τότε θεωρήθηκε «εμπορική αυτοκτονία».

Κι όμως χρόνια μετά, κριτικοί όπως ο Sal Cinquemani του «Slant Magazine» και ο Evan Sawdey του PopMatters θα το αποκαλούσαν το καλύτερο άλμπουμ της, έναν «τέλεια σχιζοφρενικό dance-pop δίσκο», μια «βαθιά προσωπική κατάθεση». Ακόμη κι η ίδια η Kylie, αργότερα, θα πει πως μέσα από εκείνο το άλμπουμ έμαθε να δέχεται το παρελθόν της χωρίς ντροπή και να το χρησιμοποιεί προς όφελός της.

Φωτό: REUTERS/Gustau Nacarino

Παρά τη δημιουργική τόλμη, η υποδοχή υπήρξε σκληρή. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο δίσκος κυκλοφόρησε απλώς ως Kylie Minogue, καθώς ο τίτλος «Impossible Princess» κρίθηκε άκαιρος μετά τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Τα ραδιόφωνα δεν τον έπαιζαν. Η Virgin Radio ξεκίνησε καμπάνια με το σύνθημα: «Κάναμε κάτι για να βελτιώσουμε τους δίσκους της Minogue. Τους απαγορέψαμε!».

Η Kylie, εντωμεταξύ, περνά από τα στούντιο στο σινεμά και το θέατρο: παίζει στην ταινία «Sample People» (αλλά και στην ανεκδιήγητη μεταφορά του arcade game «Street Fighter»), συνεργάζεται με τους Pet Shop Boys στο άλμπουμ τους «Nightlife», ανεβάζει την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ στα Μπαρμπέιντος, ηχογραφεί διασκευή του «The Real Thing». Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Deconstruction Records αποφασίζει να τη διώξει.

Η επιστροφή με το «Spinning Around»

Το καλοκαίρι του 2000, επέστρεψε δυναμικά με το «Spinning Around». Το κομμάτι ήταν μια επιστροφή στις dance-pop και disco ρίζες της αλλά και μια δήλωση αναγέννησης κι ανεξαρτησίας. Το χρυσό σορτσάκι που φόρεσε στο βίντεο κλιπ θα γινόταν σήμα-κατατεθέν της και θα περνούσε στην ιστορία της ποπ κουλτούρας για τον πιο απροσδόκητο λόγο.

Αγοράστηκαν για μόλις 0,50 λίρες  από μια λαϊκή αγορά στο Βορειοδυτικό Λονδίνο, από την φίλη και συνεργάτιδά της, την καλλιτέχνιδα Katerina Jebb. Στο video clip, η κινηματογράφηση είναι λιτή: η Kylie ανεβαίνει στη μπάρα ενός κλαμπ, φορώντας ένα αποκαλυπτικό Stella McCartney top και χρυσές γόβες. Το outfit ήταν τόσο…ελάχιστο, που μεταφέρθηκε μέσα σε κουτί παπουτσιών.

Το single έγινε επιτυχία σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρώπη και Αυστραλία και έφερε μαζί του το album «Light Years», που σηματοδότησε την επίσημη disco-pop επιστροφή της. Τον Σεπτέμβριο του 2001, συνέχισε την ανοδική πορεία της με το «Can’t Get You Out of My Head», που έγινε Νο 1 σε πάνω από 40 χώρες και πούλησε 5 εκατομμύρια αντίτυπα. Αυτή η περίοδός της ταυτίστηκε με τη λευκή ολόσωμη φόρμα με το βαθύ ντεκολτέ που φορούσε στο βίντεο κλιπ του τραγουδιού, ενώ όλα τα singles του δίσκου μπήκαν στο top 10 σε Αυστραλία και Μ.Βρετανία. Το άλμπυμ, με πωλήσεις άνω των 6 εκατομμυρίων αντίτυπων, έγινε το πιο επιτυχημένο της Kylie, φέρνοντάς την ξανά στην κορυφή, ακόμα και στις ΗΠΑ.

Το 2003 κυκλοφορεί το «Body Language» έναν ακόμα «λάθος» -με τους στενούς όρους της ποπ- στη διαδρομή της, καθώς ο δίσκος παρά την επιτυχία του δεν είχε κάποιο κομμάτι χορευτικό ή έστω με πιασάρικο στίχο. Παρόλα αυτά, ήταν μια πρώτη έκλαμψη, η πρωτόλεια αποκάλυψη σε όσα η Kylie θα μεταμορφωνόταν στα 50 της.

YouTube thumbnail

«X» και «Aphrodite»: Η ζωή μετά τον καρκίνο

Το 2005 η Kylie Minogue διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Ήταν μόλις 36 ετών, στο απόγειο της δεύτερης καριέρας της και η διάγνωση ήρθε σαν ηλεκτροσόκ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπήρξε αύξηση στις εξετάσεις μαστού κατά 40% – το λεγόμενο «Kylie effect». Η εικόνα της, πια, δεν ήταν μόνο λαμπερή αλλά και βαθιά ειλικρινής, ανθρώπινη, γενναία.

Δύο χρόνια μετά, επέστρεψε με το «, ένα άλμπουμ που ισορροπεί ανάμεσα στην αποπλάνηση και την επιβίωση, την παλιά Kylie και κάτι βαθύτερο. Εδώ δεν ακούμε την Kylie ως ντίβα, αλλά ως γυναίκα που έχει δει την απώλεια κατάματα και χορεύει παρ’ όλα αυτά. Από το «In My Arms» στο «Speakerphone» και το συγκλονιστικά «Like a Drug», το « είναι ένας καθρέφτης: όμορφος, μεν, αλλά ραγισμένος. Και μέσα από τις ρωγμές του περνά το φως.

Αν το X ήταν μια επιστροφή από τη σκοτεινότερη περίοδό της, το Aphrodite ήταν θεϊκή ανάληψη. Παραγωγή του Stuart Price (Madonna, The Killers), μια εξαιρετικά συνεκτική συλλογή από pop anthems και μια Kylie που ξαναβρίσκει το μεγαλείο της, χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει, αλλά απλώς υπάρχονταςΤο Aphrodite είναι το πιο κομψό μανιφέστο της: φεμινιστικό, ονειρικό, απελευθερωμένο. Από το «All the Lovers» μέχρι το «Get Outta My Way», είναι ένα κάλεσμα για ένωση, ηδονή και πίστη στην απόλαυση και την ευτυχία, χωρίς ενοχικότητα. 

«Tension»: Η Kylie ως viral φαινόμενο και queer σύμβολο

Το «Tension» είναι το αποκορύφωμα μιας μακράς πορείας επανεφεύρεσης και συναισθηματικής επιβίωσης. Το 2022, έπειτα από δεκαετίες μόνιμης εγκατάστασης στο Λονδίνο, μετακόμισε ξανά στη Μελβούρνη για να βρίσκεται πιο κοντά στην οικογένειά της. Έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το «Padam Padam».

Ένα κομμάτι που αψηφούσε τους κανόνες της ραδιοφωνικής ποπ: ψιθυριστό, μίνιμαλ, αινιγματικό. Κι όμως, με ένα παράξενο «padam», η Kylie έγινε viral. Στα gay clubs, τα Pride και το TikTok, το «Padam» έγινε κάτι μαγικό, μια λέξη που περιείχε τα πάντα.

Από meme το κομμάτι έγινε γρήγορα queer ύμνος, ενώ μπήκε και στο Top 10 του Ηνωμένου Βασιλείου, κάνοντάς τη τη μόνη γυναίκα καλλιτέχνιδα που είχε Top 10 hit σε πέντε συνεχόμενες δεκαετίες, από τα ‘80s μέχρι τα 2020s. Κέρδισε ARIA και Grammy για το καλύτερο Pop Dance Recording, το δεύτερο Grammy της μετά το «Come into My World».

YouTube thumbnail

Το «Tension» κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2023 με καθολική αποδοχή. Η Kylie το περιέγραψε ως «ένα μείγμα προσωπικής ενδοσκόπησης, club αμνησίας και μελαγχολικής έξαρσης». Ήταν ακριβώς αυτό. Ένα άλμπουμ που μπορείς να χορέψεις με δάκρυα στα μάτια.

Η χρονιά που ακολούθησε ήταν καταιγιστική. Τον Νοέμβριο του 2023, ξεκίνησε το residency της στο Las Vegas, το οποίο έγινε sold out μέσα σε λεπτά. Το 2024 συνέχισε με την ίδια ταχύτητα. Βραβεύτηκε με το Global Icon Award στα Brit Awards και το Icon Award στα Billboard Women in Music, ενώ τον Μάρτιο τραγούδησε επιτέλους με την Madonna, στο Celebration Tour. «Ήταν καιρός», σχολίασε η Kylie, ενώ η Madonna την αποκάλεσε «επιζήσασα και μαχήτρια».

Τον Οκτώβριο του 2024 κυκλοφόρησε το «Tension II», έναν «συνοδευτικό δίσκο» με την ίδια καρδιά αλλά πιο αιχμηρό περιτύλιγμα. Το single «Lights Camera Action» άνοιξε έναν δίσκο γεμάτο συνεργασίες: Madonna, Diplo, Tove Lo, Orville Peck, Bebe Rexha, Sia κι άλλοι.

Για πολλούς κριτικούς το «Tension II» ήταν πιο σφιχτό και πιο τολμηρό, ξεπερνώντας τον προκάτοχό του. Το 2025 ξεκίνησε το «Tension Tour», τη μεγαλύτερη περιοδεία της από το 2011. Από το Περθ μέχρι τη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Ευρώπη. Η Guardian την περιέγραψε ως ένα ταξίδι σε κάθε εποχή της Kylie. Και ως επισφράγιση, η Kylie έκανε ένα πέρασμα από το Netflix, παίζοντας… τον εαυτό της στο The Residence, σε ένα επεισόδιο-ύμνο στην ποπ αυτογνωσία.

Στα 57 της, η Kylie μπήκε σε μια νέα εποχή, λιγότερο ως «comeback» και περισσότερο ως θεσμός. Μια cult φιγούρα της ποπ κουλτούτας που διαβάζει το zeitgeist, το διυλίζει και το μετατρέπει σε τελετουργία.

Το «Tension» είναι το ευαγγέλιό της: ένα άλμπουμ όπου η επιτελεστική Kylie, δεν προσπαθεί να φανεί νέα ή μοντέρνα – είναι. Ακριβώς επειδή δεν της καίγεται καρφί για το τι θεωρείται σήμερα «in». Δεν μιμείται τη νέα γενιά αλλά την κάνει να χορεύει στους δικούς της κανόνες.