Λένε ότι οι σειρές, οι ταινίες και τα ντοκιμαντέρ που φτιάχνονται με πρώτη ύλη ιστορίες εγκλημάτων μας κάνουν να νιώθουμε ασφαλείς, προστατευμένοι και ηθικά ανώτεροι. Εκεί αποδίδουν πολλοί την αναντίρρητη επιτυχία τους – ειδικά την τελευταία δεκαετία.

Η Σοφία Καζαντζιάν και ο Μάριος Ιορδάνου αποφάσισαν να βρεθούν στην αντίθετη θέση. Όχι του καταναλωτή αλλά του δημιουργού μιας σειράς μυστηρίου. Έφτιαξαν οι ίδιοι ένα γρίφο προς επίλυση. Κι η αλήθεια είναι πως τα κατάφεραν περίφημα, καταθέτοντας μια τηλεοπτική σειρά με ατμόσφαιρα, εντάσεις και βάθος. Την επιτυχία τους μάλιστα μεγεθύνει το γεγονός πως το συγκεκριμένο είδος σειρών είναι συχνά κακοπαθημένο ή ιδωμένο επιπόλαια όταν παράγεται στα μέρη μας.

Σε κάθε περίπτωση η απήχηση των «Μαύρων Πινάκων» που προβλήθηκαν στο Star έγινε και η αφορμή για τη διασκευή του σεναρίου σε βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες. Και με αυτή την αφορμή οι δύο συγγραφείς μιλούν για το ενδιαφέρον του να ακολουθείς την αντίστροφη από την πεπατημένη διαδρομή, για το λόγο που οι Μαύροι Πίνακες του Φρανθίσκο Γκόγια έγιναν το όχημα της έμπνευσής τους αλλά και για την πρόκληση που αντιμετωπίζουν δύο άνθρωποι που καλούνται να γράψουν ως μια φωνή.

© Nick Zacharopoulos

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τους «Μαύρους Πίνακες»; Και πώς ήταν η αντίστροφη διαδρομή, της διασκευής δηλαδή ενός σεναρίου σε βιβλίο;

Σοφία Καζαντζιάν:
Ίσως είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, αλλά μας αρέσουν οι ανατροπές. Εμείς θέλαμε να δημιουργήσουμε μία ιστορία που θα εξελίσσεται σε τρία επίπεδα: αυτό του “βρες τον δολοφόνο/ whodunnit”, το κοινωνικό αλλά και το φιλοσοφικό. Το είδος του ψυχολογικού θρίλερ ήταν ιδανικό.

Μία ακραία συνθήκη, όπως η δολοφονία, κάνει τους ήρωές σου να σπάνε και να αποκαλύπτονται. Και οι «Μαύροι Πίνακες» είναι αυτό. Ο καθρέφτης μίας ραγισμένης κοινωνίας.

Ποια είναι η σχέση του τίτλου με τους πίνακες του Φρανσίσκο Γκόγια και πώς επηρεάζουν αυτοί το ύφος και την ατμόσφαιρα του έργου; Αλήθεια, γιατί ο Γκόγια;

Μάριος Ιορδάνου:
Το έγκλημα στην ιστορία μας αποκωδικοποιείται μέσα από τους Μαύρους Πίνακες του Φρανσίσκο Γκόγια κι αυτό γιατί ο πυρήνας της ιστορίας βρίσκεται κάτω και πέρα από το κυνήγι του δολοφόνου. Έχει να κάνει με την ουσία των Μαύρων Πινάκων του Ισπανού ζωγράφου.

«Δημιουργήσαμε έναν κόσμο όπου η τέχνη αποκωδικοποιεί την ανθρώπινη φύση». – Μάριος Ιορδάνου

Τα έργα αυτά αποτελούν ένα «κατηγορώ» του Γκόγια προς την κοινωνία που σιωπά. Και το σενάριό μας αυτό πραγματεύεται. Όπως λέει και η Άννα, η αστυνομικός μας, δεν έχουν μόνο οι πράξεις μας συνέπειες, αλλά και η σιωπή μας.

© Nick Zacharopoulos

Γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε τη δράση του βιβλίου στην μικρή και κλειστή κοινωνία μιας κωμόπολης της ελληνικής περιφέρειας;

Σ.Κ.:
Αφενός η κλειστή κοινωνία λειτουργεί ως σύμβολο και μικρογραφία της σύγχρονης κοινωνίας και αφετέρου συμβάλει κι αυτή στη δημιουργία μίας ασφυκτικής ατμόσφαιρας η οποία γίνεται όλο και πιο πνιγηρή, καθώς ο δολοφόνος χτυπάει ξανά και ξανά και οι ήρωες δεν αργούν να καταλάβουν πως τελικά δεν τον κυνηγούν αυτοί, αλλά αυτός εκείνους.

Πώς μαθαίνει κανείς να κάνει ένα έγκλημα, έστω και για τις ανάγκες ενός βιβλίου; Συμβουλευτήκατε εγκληματολόγους, αστυνομικούς, ανθρώπους που βοηθούν στην εξιχνίαση; Πώς μπήκατε στο μυαλό του δολοφόνου;

Μ.Ι.: Το κομμάτι της έρευνας πριν τη συγγραφή είναι από τα πιο ωραία. Η ουσία της ιστορίας μας είναι μία σύγχρονη τραγωδία και ο δολοφόνος μας έχει πέρα από τα εγκλήματα και μία προσωπική σύνδεση με τον Γκόγια, οπότε και η μεθοδολογία του δεν είναι τυχαία.

Στην πραγματικότητα, όμως, δημιουργήσαμε έναν κόσμο όπου η τέχνη αποκωδικοποιεί την ανθρώπινη φύση. Το ότι αυτό τελικά δόθηκε με τη μορφή μίας σειράς μυστηρίου ή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος πια, είναι το δεύτερο βήμα. Το πρώτο είναι να ξέρεις τι θες να πεις.

Δύο είναι οι στόχοι της μυθοπλασίας. Ο δεύτερος είναι να δημιουργεί μύθους. Ο πρώτος να τους καταρρίπτει. Και ο δολοφόνος των «Μαύρων Πινάκων» είναι ο δικός μας Γκρεμιστής.

«Οι ήρωες του βιβλίου δεν αργούν να καταλάβουν πως δεν κυνηγούν αυτοί το δολοφόνο, αλλά αυτός εκείνους». – Σοφία Καζαντζιάν

Αλήθεια, υπάρχει κάποιο από τα εγκλήματα ή τις σκηνές του βιβλίου που σας συγκλόνισε ιδιαίτερα κατά τη συγγραφή;

Σ.Κ.: Ο τελευταίος Μαύρος Πίνακας που χρησιμοποιείται από τον δολοφόνο και φυσικά το φινάλε. Όταν το γράφαμε, προσωπικά δεν μπορούσα να δω την οθόνη και το πληκτρολόγιο από τα δάκρυά μου.

Το βιβλίο εξερευνά βαθιά ψυχολογικά και κοινωνικά ζητήματα. Ποιο θεωρείτε ότι είναι το βασικότερο μήνυμα που θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη; Τι θέλετε να έχει κερδίσει φτάνοντας στην τελευταία σελίδα του βιβλίου;

Μ.Ι.: Η ιστορία έχει φύγει από εμάς. Το κέρδος είναι ο αναγνώστης να δώσει τη δική του ερμηνεία σε όσα θέματα αγγίζει αυτή η ιστορία. Άλλωστε, η τέχνη είναι για να θέτει ερωτήματα και όχι να δίνει απαντήσεις. Για να ανοίγει παράθυρα εκεί που ο κόσμος υψώνει τοίχους.

© Nick Zacharopoulos

Πώς ένα τηλεοπτικό σενάριο γίνεται μυθιστόρημα; Ποιες ήταν οι προκλήσεις – εννοώ και οι πρακτικές- που αντιμετωπίσατε;

Σ.Κ.: Είναι πράγματι σπάνιο κάποιος που γράφει σενάρια να γράφει ο ίδιος και τα βιβλία του. Είναι άλλη, διαφορετική τεχνική. Όμως, αν γνωρίζεις πολύ καλά αυτό που θέλεις να πεις, βρίσκεις τη μορφή και τον τρόπο. Σε εμάς αυτό έγινε. Καθίσαμε μπροστά από τον υπολογιστή και σε μικρό χρονικό διάστημα είχαμε το βιβλίο μας.

«Οι Μαύροι Πίνακες είναι ο καθρέφτης μίας ραγισμένης κοινωνίας». – Σοφία Καζαντζιάν

Πώς συνεργάζεστε ως δίδυμο; Υπάρχει διαχωρισμός ρόλων ή πρόκειται για μια οργανική, κοινή διαδικασία; Έχετε κάποια συγκεκριμένη ιεροτελεστία, κάποια ρουτίνα όταν γράφετε;

Μ.Ι.: Το μόνο σίγουρο είναι ότι πριν γράψουμε οτιδήποτε, έχουμε ψάξει, έχουμε συζητήσει και έχουμε αποφασίσει ποια είναι η ιστορία μας και τι θέλουμε να πούμε. Και κυρίως πώς θέλουμε να το πούμε.

Όλη η κοσμοθεωρία μας μετουσιώνεται σε σενάριο ή βιβλίο. Πολλές φορές βλέπαμε σκηνές της σειράς με τη Σοφία και δεν θυμόμασταν ποιος είχε γράψει ποια, γιατί μιλάμε ακριβώς την ίδια γλώσσα.

«Δύο είναι οι στόχοι της μυθοπλασίας. Ο δεύτερος είναι να δημιουργεί μύθους. Ο πρώτος να τους καταρρίπτει». – Μάριος Ιορδάνου

Δεν υπήρξαν δηλαδή στιγμές που διαφωνήσατε κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του έργου;

Σ.Κ.:
Δε διαφωνούμε. Επιλέγουμε. Συζητάμε όλους τους πιθανούς δρόμους και περπατάμε τελικά σε εκείνον που κρίνουμε καταλληλότερο για την ιστορία.

Ο δολοφόνος στο βιβλίο σας εμπνέεται από την τέχνη για να εκφράσει σκοτεινά ένστικτα. Πιστεύετε ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει και ως καταστροφική δύναμη;

Σ.Κ.: Η ζωή είναι το σχοινί πάνω από την άβυσσο και ο άνθρωπος ο ακροβάτης. Η διαφορά του καλλιτέχνη είναι ότι δεν επιλέγει να περάσει απλώς από τη μία όχθη στην άλλη, αλλά να βυθιστεί στην άβυσσο. Να σπάσει το σχοινί και να δει το χάος μέσα του, μαθαίνοντας όμως να μην τον καταπίνει, αλλά να χορεύει μαζί του. Ο καλλιτέχνης είναι ένας χορευτής στο χάος.

Αν μπορούσατε να επιλέξετε έναν πίνακα που να συνοψίζει την ψυχή του βιβλίου σας, ποιος θα ήταν;

Μ.Ι.:
Η ψυχή του βιβλίου μας είναι φωνή. Και είναι η φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου.

Πού αποδίδετε την επιτυχία των true crime σειρών; «Μιλάνε» στο πιο σκοτεινό ένστικτό μας;

Μ.Ι.: Δεν είναι οι άνθρωποι που αλλάζουν. Είναι οι μάσκες τους που πέφτουν. Και οι ακραίες συνθήκες όπως και η λύση των γρίφων και του μυστηρίου οδηγούν στην πτώση των προσωπείων.

Info: Το βιβλίο «Μαύροι Πίνακες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Kaktos