Μια κυρία με γαλάζιο ταγέρ ουρλιάζει μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο, εκτελώντας ένα τελετουργικό θορύβου που έχει τόση σχέση με την πολιτική όση η τηλεοπτική πόζα με την ευρωπαϊκή λογοδοσία. Η παρουσία της δεν αποσκοπεί στο να ακουστεί κάτι. Αποσκοπεί στο να μην ακουστεί τίποτα άλλο πέρα από τις κραυγές της. Να εξαφανιστεί κάθε σκέψη, κάθε ερώτηση, κάθε λέξη που δεν της ανήκει. Ο θάνατος είναι ενόχληση στο αφήγημά της, οι φωνές διαμαρτυρίας, φτηνό δράμα, οι ερωτήσεις, υπονόμευση, οι συζητήσεις περί ευθυνών, «κομματικό σόου».

Αντί να διεκδικήσει έρευνα, διαφάνεια, επενδύσεις σε συστήματα ασφαλείας και νέες υποδομές, εκείνη κυνηγά τη viral στιγμή της, γιατί εκεί τελειώνει ο ρόλος της, στην εικόνα. Πιο πέρα δεν υπάρχει τίποτα. Είναι η πολιτική εκδοχή ενός story 24 ωρών: φασαρία, επίθεση, λίγα like, εξαφάνιση. Ένα θυμωμένο σχόλιο στο Facebook που αυτοπροσδιορίζεται ως φωνή λογικής, αλλά δεν είναι τίποτα περισσότερο από το echo chamber του ακροδεξιού trolling, μεταμφιεσμένο σε θεσμική παρουσία. Ρηχό, θορυβώδες, επικίνδυνα ανεύθυνο. Κάτω από το ταγέρ και πίσω από το βλοσυρό βλέμμα, διακρίνει εύκολα κανείς το κενό. Ένα avatar προπαγάνδας που τρέφεται από το θυμό και αδιαφορεί για κάθε έννοια πολιτικής ουσίας.

Αντί να σιωπήσει μπροστά στους νεκρούς, ουρλιάζει «κοράκια» στους ζωντανούς, σαν bot προγραμματισμένο να εκτελεί αυστηρά τον κώδικα της ακροδεξιάς ρουτίνας: διαστρέβλωσε, διέκοψε, κατηγόρησε. Κι όσο ο δημόσιος διάλογος υποχωρεί μπροστά στο θέαμα, τόσο αυτοί οι άνθρωποι θα  υψώνουν τη φωνή τους, όχι για να ακουστούν, αλλά για να επιβάλουν τη σιωπή.

Στο φόντο, υπάρχει ένα κοινό που διψά για τέτοια πρότυπα. Για ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να πουν, αλλά έχουν πάντα κάποιον να δείξουν με το δάχτυλο. Αυτό το κοινό τους ψηφίζει, τους «ταΐζει» και στο τέλος της μέρας, τους μοιάζει.

Δεν χρειάζεται να υπερασπιστεί τίποτα, γιατί δεν έχει τίποτα να υπερασπιστεί. Δεν ανήκει σε μια παράδοση στοχασμού, δεν κουβαλά θεσμική μνήμη, δεν ερμηνεύει την ιστορία. Απλώς τη χρησιμοποιεί, όπως χρησιμοποιεί και τη λέξη «πατρίδα», σαν σκηνικό. Η «πατρίδα» της δεν εμπεριέχει κοινωνία, ευθύνη, συλλογική πορεία. Είναι μια σημαία που υψώνεται μόνο για να διχάσει και να αποπροσανατολίσει, μια ταπετσαρία για να καλυφθεί η απουσία νοήματος.

Ονειρεύεται μια Ελλάδα που θυμίζει φυλλάδιο τουριστικού γραφείου της δεκαετίας του ’50, λευκή, ετεροκανονική, σιωπηλή. Χωρίς ξένους, χωρίς φτωχούς, χωρίς μειονότητες, χωρίς διαφωνίες. Ό,τι δεν χωρά στο κάδρο της πρέπει να εξαφανιστεί. Κάθε τι που την ξεπερνά, τη θυμώνει. Η πολυπλοκότητα της ζωής, η προσπάθεια κατανόησης, η ευθύνη, όλα γίνονται στόχος και διαγράφονται με οργή.

Κάθε εποχή, όμως, γεννά τους ρόλους που της αξίζουν. Όταν η πολιτική εξαντληθεί και η σοβαρότητα καταστεί περιττή, όταν η μνήμη πάψει να λειτουργεί ως συλλογικός μηχανισμός αντίστασης, τότε εμφανίζονται εκείνοι που μετατρέπουν την αντιπροσώπευση σε παρωδία και την πολιτική σε ριάλιτι. Δεν είναι ανάγκη να θυμάται κανείς το όνομά τους. Όσοι παρακολουθούν την πολιτική ζωή με στοιχειώδη σοβαρότητα, τους έχουν ήδη κατατάξει στα πολιτικά spam. Άδεια ρούχα με άποψη, χωρίς κανένα περιεχόμενο. Όχι πρόσωπα, αλλά πόζες στην κάμερα που βασίζουν το λόγο τους στα φίλτρα του Instagram, στον οργισμένο επιτονισμό, στην επιτηδευμένη αγανάκτηση που μετατρέπει την ανθρώπινη τραγωδία σε υλικό για engagement.

Όσο το δημόσιο βλέμμα παραμένει παθητικό, αυτοί οι ρόλοι θα πολλαπλασιάζονται. Το ίδιο ύφος, η ίδια σκηνοθεσία, τα ίδια κενά νοήματα. Έτοιμοι να γεμίσουν τον θόρυβο που αφήνει πίσω τους η σιωπή μας. Μέσα σε αυτή τη σιωπή, γεννιέται κάθε φορά η νέα εκδοχή του τίποτα, ντυμένη, χτενισμένη, έτοιμη να μας εκπροσωπήσει. Στο φόντο, υπάρχει ένα κοινό που διψά για τέτοια πρότυπα. Για ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να πουν, αλλά έχουν πάντα κάποιον να δείξουν με το δάχτυλο. Αυτό το κοινό τους ψηφίζει, τους «ταΐζει» και στο τέλος της μέρας, τους μοιάζει.